Να ήμουν ένας άνθρωπος που δεν φοβάται
Όπως οι άνθρωποι όταν νομίζουν ότι δεν τους βλέπει κανείς
Αστείοι και αληθινοί
Μία καθαρίστρια που παραμιλάει μαζεύοντας γόπες
Δύο παιδιά που μιλάνε χωρίς να ‘χουν ανταλλάξει ούτε ένα βλέμμα
Ψάχνουν απεγνωσμένα τον τρίτο να ‘ρθει να τους σώσει
Κι αυτή γελάει και παραπονιέται για την καθυστέρηση του
Κι αυτός ξεροκαταπίνει και κοιτάει την ώρα
«Πότε θα ‘ρθει;»
«Λίγο ακόμα και θα σε ερωτευτώ»
Αστείοι και ανθρώπινοι
Τέσσερις ηλικιωμένες χρωματιστές και ζαρωμένες
μαζεύονται για τον απογευματινό καφέ
Τέσσερα κακαρίσματα και δυο βλέμματα ανησυχίας
«Μοιάζω κι εγώ τόσο γριά;»
«Εγώ είμαι ακόμα νέα.»
Ένας κύριος μαυριδερός μ’ ένα χρυσό δόντι και δύο μάτια παιδικά
πλησιάζει απ’ τα αριστερά
Και μετά απ’ τα δεξιά
«Δες με»
«Πότε θα με δεις; Δεν μ’ έχει δει κανείς.»
Έρχεται από μπροστά
«Όμορφη»
Κι εγώ κλείνω τα μάτια
Δεν είμαι
Οι άνθρωποι όταν θέλουν να τους δεις
Γίνονται άσχημοι
Γίνονται κακοί
Χάνουν την ομορφιά τους
Γίνονται λειψοί
Δεν είναι αστείοι
Γίνονται κακοί
Απαιτούν
Σε πιέζουν να τους δεις
Κι μετά
Ναι
Έρχεσαι εσύ
«Σε βλέπω»
Μα δεν ξέρω από που
Και σε ψάχνω
Και μ’ αρέσει να ξέρω ότι με κοιτάς
Χωρίς να σ’ έχω δει
Νιώθω όμορφη και απλή
Αστεία και αληθινή
«Να ΄σαι»
Μην μιλήσεις.
Κοίτα με όταν δεν θα ξέρω ότι με βλέπεις.
Μόνο τότε θα με δεις.
2/8/2019, Καλλιόπη Μανδρέκα