Το δωμάτιο ήταν κλειστό μέρες. Ο Κάρολος μετά το θάνατο της κυρίας Μποβαρύ απέφευγε να πλησιάσει. Μόλις είχε μάθει για τις απιστίες της και δίσταζε. Περνούσε έξω από το δωμάτιο, κοιτούσε για μια στιγμή την πόρτα και απομακρυνόταν με κατεβασμένο το κεφάλι, σαν να ήταν εκείνη η κλειδωμένη πόρτα και την απέφευγε επιδεικτικά για να την πληγώσει.
Η Ευτυχία ήταν στο σαλόνι. Έκανε πως συγυρίζει τις πιατέλες και ήλπιζε ο θόρυβος να τον ξυπνήσει, να τον κάνει να αντιδράσει, να διεκδικήσει την ησυχία του, να βρει μια αφορμή να ξεσπάσει. Τίποτα. Ο Κάρολος καθόταν στην πολυθρόνα, με τα χέρια του τοποθετημένα με απόλυτη ακρίβεια στα μπράτσα της. Το βλέμμα του αφημένο, κοιτούσε ευθεία μπροστά, χωρίς να κεντράρει. Τα βλέφαρα σχεδόν έκρυβαν την μαύρη κόρη τού ματιού και τα σαγόνια του ξεχαρβαλωμένα, άφηναν μικρούς αναστεναγμούς σε κάθε ανάσα. Καμία προσπάθεια για τίποτα, να βρει κάτι να κρατηθεί από τον τοίχο, μια ρωγμή, μια τρύπα, να χωθεί, να βγει από την σιωπή.
-Τα καταφέραμε, είπε η Ευτυχία, προσφέροντάς του ένα φλιτζάνι τσάι.
Μέρες είχε να ακουστεί κάτι στο σπίτι και ο ήχος της, διαπεραστικός αντήχησε παντού. Βούλιαξε στα αυτιά του σαν εμετός, σαν στριγκλιά, σαν τη φωνή ενός κακού Θεού και χωρίς καμία κίνηση, μη τυχόν και ενοχλήσει την εγκαθιδρυμένη σιωπή, άρχισε να κλαίει. Ήσυχα, σαν ένα φάντασμα, σαν ένας άνθρωπος παραιτημένος, ένας σακάτης, ένας τελειωμένος.
-Θα είμαι πάνω, αν με θελήσεις, είπε η Ευτυχία και ανέβηκε τη μεγάλη σκάλα, απολαμβάνοντας ένα ένα τα λεία, καλογυαλισμένα σκαλιά, σηκώνοντας ελαφρά την μία άκρη του μεταξωτού φορέματος της. Ήταν άσχημη. Το δέρμα της ξερό. Θύμιζε καμένο χώμα, απότιστο, όλο ουλές και βαθουλώματα από χέρια που δεν την φρόντισαν, από ανθρώπους, που μόνο ζητούσαν. Είχε έρθει στο σπίτι στα δεκατέσσερα. Κάποιος την έσπρωξε, ένας συγγενής από αυτούς που δεν ξαναβλέπεις, ένας θείος ή μια ξαδέρφη από κάποιο σόι που δεν ήξερε και της είπε να δουλέψει, για να βγάλει χρήματα, για να έχει ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι της. ‘’Θα υπηρετείς τον κύριο και την κυρία Μποβαρύ.’’
Ήταν πρωί ή μεσημέρι, δεν θυμόταν. Ήταν μικρή και άνοιξε ξαφνικά μία θεόρατη ξύλινη πόρτα και την είδε. Η κυρία Μποβαρύ, η κυρία του σπιτιού, η πιο όμορφη γυναίκα της Γιονβίλ, αστραφτερή, σαγηνευτική, λουσμένη στο φως, που έπεφτε ακαθόριστα στο κατάλευκο φόρεμα από το ανοιχτό παράθυρο. Ενθουσιάστηκε. Της είχαν πει να μην μιλήσει αν δεν της δοθεί ο λόγος, αλλά εκείνη την κοίταξε και τραύλισε ‘’Ευτυχία’’. Η κυρία σήκωσε το ακροδάχτυλό της απαλά και το ακούμπησε στα σαρκώδη χείλη της, για να σωπάσει. Της έδωσε να φορέσει τη στολή υπηρεσίας τής προηγούμενης κοπέλας και δεν της είπε πόσο στενή ήταν. Κράταγε την αναπνοή της και περπατούσε με μια αίσθηση πνιγμού, να την εμποδίζει να γελάει, να μιλάει, να κινείται.
Κι όμως η Ευτυχία, πάντα χαμογελαστή, προσπαθούσε να δείξει τον καλύτερο εαυτό της και ό,τι τής μάθαινε η κυρία, το εκτελούσε αμέσως χωρίς λάθη και χρονοτριβές. Παρά την αυστηρότητά της, την αγαπούσε. Την γοήτευε η θλίψη και η ψυχρότητα της, το απροσπέλαστο βλέμμα και τα κατακόκκινα χείλη. Έμοιαζε να κρύβει χιλιάδες μυστικά. Έπρεπε να τα ανακαλύψει. Την παρατηρούσε από τις μισάνοιχτες πόρτες, τις κινήσεις της, τον τρόπο που απαλά σκέπαζε τους ώμους με την κόκκινη εσάρπα, το βλέμμα της, το συνεχώς θλιμμένο, συνεχώς ξαναμμένο. Πάντα να περιμένει κάτι στο ανοιχτό παράθυρο.
Όσο περνούσε ο καιρός παρατηρούσε όλο και περισσότερα. Τους άντρες που έμπαιναν στο σπίτι, τις κρυφές ματιές, τα πάθη. Κανείς δεν έδινε σημασία στα αθώα, μικροσκοπικά της μάτια, αλλά εκείνη έβλεπε τα χάδια, τα νάζια, τα ξαναμμένα βλέμματα, τα δαγκώματα των χειλιών. Έβλεπε τα ξενύχτια, τις ιδρωμένες παλάμες και τον φόβο να τρυπώνει σε κάθε ανάσα.
Ένα βράδυ αποφάσισε να την ακολουθήσει. Την είδε να περιμένει να κοιμηθεί ο Κάρολος, να βάζει βιαστικά το παλτό, να βάφει τα μάτια, να ρίχνει στα χείλη κόκκινη μπογιά. Την είδε να τρέχει στο δάσος, να παραπατάει, να πιάνεται από τα δέντρα, να γλιστράει, να γδέρνεται και να μην σταματάει, να προσπερνάει τους φράχτες, να χώνεται ανάμεσα στα σύρματα, να γδέρνεται, να πέφτει πάνω σε ένα μαυριδερό πλάσμα, να το δαγκώνει, να το φιλάει και να μην σταματάει. Να το κατατροπώνει, να το ρουφάει και το λευκό της δέρμα να ζεματάει, να γεμίζει κηλίδες από χώμα, να μην αντέχει, να σέρνεται στη λάσπη και το δάσος να ουρλιάζει, τα δέντρα να ανοίγουνε στα δυο, να ξεριζώνουν όλο το πράσινο και να τους το πετάει. Την είδε να χτυπιέται, να φοβάται, να κλαίει, να φιλιέται. Πρώτη φορά τα είδε όλα αυτά.
Μπήκε στο σπίτι τρέχοντας. Αντίκρισε τον Κάρολο να κάθεται ήρεμος στην πολυθρόνα, με τα χέρια ακουμπισμένα στα μπράτσα. Χαμογελαστός και εφησυχασμένος. Πάντα τόσο καλός. Πάντα τόσο μόνος. Δεν αναρωτιόταν για την απουσία της γυναίκας του. Ήξερε πως λόγω της νευρικής της φύσης, ξυπνούσε κάποιες νύχτες, επειδή χρειαζόταν καθαρό αέρα. Του άρεσε να την περιμένει. Μετά από τις βόλτες ερχόταν χαρούμενη και τον φιλούσε στο μάγουλο. Έτρεχε στο δωμάτιο της σαν μικρό κοριτσάκι, η μικρή του Έμμα.
Η Ευτυχία άρχισε να καθαρίζει το τραπέζι και τις πιατέλες. Έτρεμε ολόκληρη. Δεν ήξερε γιατί ένιωθε τόσο θυμωμένη. Δεν της άξιζε αυτό το σπίτι. Τα είχε όλα και τα πετούσε με τόση ευκολία. Δεν είναι δίκαιο. Πώς μπορεί να πετάει μια ζωή, που θα ευχόταν όλος ο κόσμος να αποκτήσει; Ξαφνικά ένα πιάτο έσπασε και διέκοψε τις σκέψεις της. Ο Κάρολος πλησίασε να την βοηθήσει. Εκείνη ξέσπασε σε κλάματα και ακαριαία έπεσε στην αγκαλιά του, όπως κάνουν οι άνθρωποι, όταν θρηνούν ένα αγαπημένο πρόσωπο. Έκλαιγε και έτρεμε στην αγκαλιά του, ενώ αυτός, σαστισμένος από την ξεχασμένη αίσθηση του γυναικείου κορμιού, την έσφιξε ακόμα πιο πολύ. ‘Μην κλαις αγαπημένο μου παιδί. Δεν έγινε τίποτα.’’, μα εκείνη όσο την έσφιγγε τόσο περισσότερο έκλαιγε.
Έτσι ακατανόητα, αυτή η τρυφερή στιγμή, άνοιξε το χώρο για να γεννηθεί ένα μικρό μυστικό, που όσο περνούσε ο καιρός όλο και μεγάλωνε. Η Ευτυχία σιγά σιγά άρχισε να αλλάζει. Το σώμα της ξαφνικά έγινε πιο γυναικείο. Ο τρόπος που περπατούσε πιο αέρινος και το βλέμμα της πιο κοφτερό. Κοίταζε γνωρίζοντας ότι την κοιτάνε. Σταύρωνε τα πόδια της, σαν τα μάτια όλων να είναι καρφωμένα πάνω της. Αδυνάτισε και η στολή της πλέον ήταν άνετη και έμοιαζε πιο πολύ με ένα καλοκαιρινό φόρεμα, παρά με στολή εργασίας. Η φωνή της είχε γίνει πιο βαθιά και πιο δυνατή. Γελούσε με το κάθε τι και γεμάτη θάρρος, έβρισκε συνεχώς αφορμές να ρωτήσει κάτι τον Κάρολο για την εξέλιξη της υγείας της κυρίας της, η οποία όλο και χειροτέρευε, δίνοντας έτσι στην Ευτυχία την ευκαιρία που ζητούσε.
Ήξερε πλέον καλά την ψυχοσύνθεση τής κυρίας της και τους νευρικούς κλονισμούς που την έπιαναν, όταν το πάθος της με κάποιον από τους εραστές της συναντούσε κάποιο εμπόδιο, γι’ αυτό αποφάσισε να τολμήσει κάτι που θα μπορούσε να την κάνει να πλησιάσει ακόμα περισσότερο τον Κάρολο. Άρχισε να γράφει η ίδια τα γράμματα, που η ερωτευμένη κυρία έστελνε στον εραστή της. Με μεθοδικότητα, έκλεβε το κλειστό γράμμα της κυρίας της και στη θέση του έβαζε το δικό της, ενώ αντίστοιχα λάμβανε η ίδια τα γράμματα του εραστή της και στη θέση τους έβαζε τα δικά της, έτσι ώστε να μπορεί να έχει πλήρη έλεγχο της σχέσης τους. Το αποκορύφωμα ήταν η σκηνοθεσία του χωρισμού τους. Έγραψε με τα ίδια της τα χέρια το πικρό αντίο του Ροδόλφου και αντίστοιχα το δικό της, το οποίο τελείωνε με τη φράση : ‘Πάντα θα σ’ αγαπώ, αλλά αυτό το σπίτι έμελλε να είναι η φυλακή και το φυλαχτό μου. Αν φύγω θα γκρεμιστεί. Συγνώμη. Αντίο.’’
Μετά από αυτά η κυρία Μποβαρύ αρρώστησε βαριά. Έμεινε κλειδωμένη στο δωμάτιό της και η Ευτυχία είχε όλο το χρόνο δικό της να συζητά ατελείωτες ώρες με τον Κάρολο για τις αιτίες, τις πιθανές λύσεις και την ακατανόητη ασθένειά της.
Είναι βράδυ. Τα παντζούρια κλειστά. Όλοι οι υπηρέτες κοιμούνται. Κλαίει για την τύχη της κυρίας Μποβαρύ. Ο Κάρολος την αγκαλιάζει. Τρυφερά, προστατευτικά. Της ψιθυρίζει να μην φοβάται. Όλα θα πάνε καλά. Εκείνη συνεχίζει να κλαίει. Τα χείλη της όλο και περισσότερο πλησιάζουν τα δικά του. Το κλάμα γίνεται σπαραγμός. Ο σπαραγμός φιλί. Ο Κάρολος προσπαθεί να αντισταθεί. Ψελλίζει κάτι λόγια μέσα στο στόμα της. Είναι λάθος. Μη. Ας σταματήσουμε. Το σώμα του ορμάει πάνω της.
Η Ευτυχία για μένα είναι στήριγμα. Η γυναίκα που μου μιλάει, η γυναίκα που μου μαγειρεύει, που με βοηθάει, η μικρή που συνεχώς γελάει. Αυτή που φροντίζει το παιδί μου, την γυναίκα μου, όλη τη ζωή μου.
Την ήξερε από μικρό κορίτσι και την αγαπούσε. Τα πράγματα δυσκόλεψαν. Η ανάγκη τους για επαφή, τους έκανε να μην μπορούν να συγκρατηθούν. Συναντιόντουσαν στους διαδρόμους, στην κουζίνα, στις αποθήκες και μόνο τα αντικείμενα μαρτυρούσαν τις διαδρομές τους. Έπεφταν σε κάθε τους πέρασμα, γκρεμίζονταν από τα ράφια, βογκούσαν, βρόμιζαν, γεμάτα δαχτυλιές και άχνες, γεμάτα σιωπές και ψιθύρους, ήταν τα μόνα που γνώριζαν το μυστικό τους. Ο Κάρολος φοβόταν. Ένιωθε ενοχές και προσπαθούσε να την συγκρατήσει, μα εκείνη δεν άκουγε.
-Πρέπει να σταματήσουμε. Η γυναίκα μου είναι άρρωστη. Είναι λάθος. Είμαι γιατρός. Πρέπει να προστατέψω το σπίτι μου, το παιδί μου.
Δεν ακούω. Απροκάλυπτα γδύνομαι μπροστά σου και απαιτώ. Διεκδικώ τα φιλιά σου σαν να είναι δικά μου, το σώμα σου σαν να το έχω γεννήσει και τα δάχτυλά μου πια δεν αγγίζουν έναν εραστή, μα το δικό μου κατακτημένο χώμα, ένα σώμα δίχως στόμα.
Ο Κάρολος, όσο περνούσε ο καιρός όλο και περισσότερο έβρισκε την δύναμη να της αντισταθεί. Εκείνη άλλοτε έκλαιγε, άλλοτε γελούσε, έμοιαζε με ένα παιδί που δεν κατανοεί. Ήθελε να παίξει, ήθελε να αγαπηθεί.
Πέρασαν μήνες και αρχίζω να καταλαβαίνω. Θυμώνω. Σταματάω να απαιτώ. Σιωπώ και πιο πολύ κοιτάω, παρά ζω. Περπατάω στο σπίτι σαν φάντασμα και δεν μπορεί να καταλάβει κανείς τι μου συμβαίνει. Οι υπηρέτες λένε ότι κόλλησα την ασθένεια της κυρίας και γελούν. Εγώ όμως αδιαφορώ και οι μέρες περνούν και τα μάτια μου δείχνουν πιο μικρά και τα χείλη μου συρρικνωμένα.
-Κυρία σας έφερα τη σούπα σας. Σήμερα είναι νύχτα από το πρωί. Βλέπετε τα κοράκια; Έχουν κουρνιάσει μέσα στις φτερούγες τους και σιωπούν. Σιωπούν για τη μέρα, που δεν ανέτειλε. Όλα τα πλάσματα σιωπούν, όταν έχουν κάτι να πουν. Θυμάστε; Σσσς. Βρέχει. Πάντα έβρεχε σ’ αυτό το σπίτι. Φάτε τη σούπα σας. Θα κρυώσει και ίσως είναι το μόνο, που μπορεί να μας ζεστάνει σήμερα. Με λένε Ευτυχία.
Η Ευτυχία έκλεισε τα παντζούρια και έκρυψε τον ήλιο που άπλωνε τις ακτίνες φωτός στα κατάλευκα σεντόνια της κυρίας της. Έβαλε μαλακά ένα μικρό χάπι στα εξασθενημένα χείλη της και έφυγε. Πήγε στο δωμάτιο της και έβγαλε από την χάρτινη κούτα ένα χαρτί και ένα μολύβι.
Αγαπημένε μου,
Συγνώμη. Ξέρω πόσο θα στεναχωρηθείς με αυτό που κάνω, μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Το κάνω για μας. Για την ευτυχία μας. Ίσως τα πάντα, τα όμορφα, τα άσχημα, πρέπει να τα κάνουμε γι’ αυτήν την άπιαστη κυρία με τις κορδέλες. Θέλω να αποδείξω ότι μπορώ να κάνω τα πάντα για να την αποκτήσω. Δεν έχω άλλο τρόπο. Η αγάπη μου. Αυτή φταίει. Κατηγόρησε αυτή, όχι εμένα. Την αγάπη που κρατούσα στα χέρια μου και δεν ήξερα, που να την αφήσω.
Έμμα
ΤΕΛΟΣ
Καλλιόπη Μανδρέκα. 27/7/2021