«Πότε θα πάψουν τα όνειρα και θα αρχίσει η ζωή;», είπε και ανακάθισε στο ραγισμένο από τον ήλιο κρεβάτι του. «Η μέρα σήμερα είναι ηλιόλουστη και τα περιστέρια μας καλούν.» Γύρισε το κεφάλι του και αντίκρυσε την γλυκιά γυναίκα του, που έμοιαζε αποστεωμένη. «Δεν μας αφήνουν να σηκωθούμε» του είπε και γύρισε την πλάτη της με δυσκολία προς το παράθυρο. «Δεν μας αφήνουν κι εμείς δεν κάνουμε ούτε μία μικρή προσπάθεια. Το κρεβάτι δεν μας κρατάει και συνεχώς νιώθουμε πως θα πέσουμε. Ράγισε και μας λέει κάθε πρωί ‘Σήκω’ κι εμείς νομίζουμε, πως χωρίς εμάς θα γκρεμιστεί.» Η γυναίκα μονολογούσε και τα λόγια της μετά από λίγο, έγιναν ψίθυρος και ο άντρας σηκώθηκε να βρέξει ένα πανί να την δροσίσει. «Πονάει το κεφάλι μου», του είπε «και κάποιος συνεχώς κλαίει μέσα στα αφτιά μου. Σηκώθηκες; Γιατί; Μείνε κοντά μου. Σε θέλω δίπλα μου.»
Ο άντρας ακούμπησε το πανί στο μέτωπό της και την χάιδεψε τρυφερά. «Σήκω. Είναι ώρα να φάμε.», της είπε. «Όχι. Δεν μας επιτρέπουν να φάμε. Κάποιος στέκεται απ’ έξω και παραφυλά, μήπως ανοίξουμε το στόμα μας, λίγο παραπάνω απ’ το επιτρεπτό. Θα μας χτυπήσουν! Κρύψε το φαΐ. Μείνε κοντά μου.» Εκείνος σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς της πόρτα, να την ανοίξει. «Δεν είναι αλήθεια. Κοίτα.» Ο κρύος αέρας πάγωσε το σπίτι. «Βλέπεις; Δεν είναι κανείς έξω». Η γυναίκα κουκουλώθηκε και άρχισε να κλαίει. «Δεν μπορώ το κρύο. Τα κόκαλά μου διαμαρτύρονται και δεν μπορώ να ανασάνω. Κλείσε την πόρτα.» Ο άντρας ακολούθησε την εντολή της και έτρεξε στο πατάρι να φέρει ό,τι ζεστό είχε πακετάρει για το μεγάλο ταξίδι. Την κουκούλωσε με τις δύο μαύρες κάπες και με τη βαριά μάλλινη κουβέρτα. «Δεν υπήρχε κανένας λόγος να πακετάρουμε όλα μας τα πράγματα. Δεν θα μας αφήσουν να βγούμε. Τα σύνορα είναι κλειστά. Πού είναι τα γάντια μου. Θέλω τον σκούφο μου. Πήγαινε να μου τα φέρεις. Τρέμω. Δεν μπορώ να κουνήσω τα δάχτυλά μου.» Χωρίς καμία καθυστέρηση ανέβηκε στο πατάρι να της προσφέρει ό,τι είχε ανάγκη. «Μην αργείς», φώναξε από κάτω εκείνη. «Κρυώνω. Γιατί δεν καταλαβαίνεις πόσο υποφέρω;»
Εκείνος έμεινε πολύ ώρα πάνω, κάνοντας πως ψάχνει. Δεν ήθελε να κατέβει. Μόνο στο πατάρι ένιωθε ελεύθερος. Ήταν στενά, δεν χωρούσε όρθιος, αλλά ένιωθε ήρεμος. «Ότι έχουμε εδώ μέσα είναι κουρέλια», ψιθύρισε «Θα έπρεπε να τα κάψουμε όλα.» Η γυναίκα του, σαν να άκουσε, τον διέκοψε φωνάζοντας από κάτω. «Μην αργείς. Έλα να ανάψεις το τζάκι. Σε λίγο θα μας το απαγορέψουνε. Πήγαινε να φέρεις ξύλα. Αργείς, γιατί θες να με εκδικηθείς. Δεν ξέρω αν έχουν μείνει ακόμα δέντρα στο δάσος. Τα καίνε όλα. Δεν μας λυπούνται. Θέλουν να μας εξοντώσουν.» Ο άντρας δεν την άκουγε, αλλά ήξερε πολύ καλά τι έλεγε. Έκατσε πάνω στις αποθηκευμένες κούτες και σιγομουρμούρισε ένα τραγούδι για ένα πουλί, που κοιμόταν σε ένα κουτί. Παρατήρησε τις λευκές νιφάδες, που χτυπούσαν στο παράθυρο, άνοιξε την χάρτινη κούτα και μπήκε μέσα για να προστατευτεί απ’ το κρύο. Τον πήρε ο ύπνος ανάμεσα στα λευκά φορέματα της γυναίκας του και ονειρεύτηκε ότι κάποιος ήρθε να παραλάβει το δέμα και το μετέφερε σε κάποια άλλη γη, που ήταν Άνοιξη.
«Πού είναι τα γάντια μου; Κρυώνω! Θες να με ταλαιπωρείς, επειδή σε έχω ανάγκη.» Ξύπνησε με κομμένη την ανάσα και κατέβηκε τρέχοντας, να της φορέσει τα πλεκτά γάντια και τον σκούφο. «Τώρα είμαι καλύτερα», του είπε ανακουφισμένη. «Απλώς πεινάω.» «Έχω έτοιμη τη σούπα» την καθησύχασε, μα εκείνη αδιαφόρησε και κοίταξε το χιόνι, που είχε αρχίσει να καλύπτει το παράθυρο. «Όλο ξεχνάς. Δεν θυμάσαι τίποτα. Αν δεν φέρεις ξύλα, θα πεθάνουμε απ’ το κρύο. Πρέπει να προσέχουμε. Είμαστε μόνοι μας εδώ. Πρέπει να προστατευτούμε. Κανείς δεν θα μας σώσει. Γιατί δεν μ’ ακούς; Πήγαινε να φέρεις ξύλα. Θα παγώσει το σπίτι.»
Βγήκε έξω, χωρίς την κάπα του, να ψάξει, αλλά δεν βρήκε πουθενά. Όλα ήταν θαμμένα κάτω από το πυκνό χιόνι και δεν ήξερε τι θα έλεγε στην γυναίκα του. Μπήκε στο σπίτι και διστακτικά, έσκισε όλα τα χάρτινα κουτιά και με ένα σπίρτο τα άναψε στο τζάκι. Πήγε να πλύνει τα χέρια του, μα παρατήρησε ότι το νερό τελείωνε. Οι σωλήνες υπέθεσε, όπου να ΄ναι θα παγώσουν απ’ το κρύο και έτρεμε στην ιδέα ότι από στιγμή σε στιγμή η γυναίκα του θα διψάσει. «Νερό! Θέλω λίγο νερό. Διψάω. Σήμερα δεν ήπια ούτε μία στάλα. Πώς θα ζήσω, χωρίς νερό; Σε λίγο, είμαι σίγουρη, θα μας το απαγορεύσουν κι αυτό.» Κατάφερε να γεμίσει ένα ποτήρι, ανοίγοντας όλες τις βρύσες του σπιτιού. «Ορίστε. Πιες. Μην αφήσεις ούτε γουλιά. Θέλω να ξεδιψάσεις.» Έμεινε σιωπηλός, κοιτάζοντας την, διψασμένος, να κατασπαράζει την τελευταία γουλιά.
Το μεγάλο ταξίδι αναβλήθηκε για άλλη μια φορά. Η γυναίκα κρύωνε πολύ. Κάθε μέρα έλεγε να περιμένουν την επόμενη, μήπως ζεστάνει ο καιρός. Ο καιρός δεν ζέσταινε και επιπλέον, είχε αυτή την αίσθηση ότι όλα απαγορεύονται από κάποιους άγνωστους, τους οποίους δεν ονόμαζε ποτέ. Αυτοί θα τους σταματούσαν, αν ξεκινούσαν, θα τους απαγόρευαν να ξεκινήσουν ή θα τους απαγόρευαν να φτάσουν.
-Έφυγες ή είσαι ακόμα εδώ, ρώτησε στη μέση της νύχτας και τον έκανε να πεταχτεί από την πολυθρόνα, που λαγοκοιμόταν. Ήμουν σίγουρη ότι θα είσαι ακόμα εδώ. Ποτέ δεν φεύγεις. Νομίζεις ότι φταίω, επειδή κρυώνω. Εγώ ήμουν η μόνη, που το ήθελε πραγματικά.
-Σκάσε. Βούλωσέ το.
-Δεν θες να το ακούς, αλλά έτσι είναι.
-Αν συνεχίσεις, αύριο δεν θα φας τίποτα.
-Λύσε με, τουλάχιστον, να πάω στο μπάνιο.
Ο άντρας την ξεσκέπασε και φάνηκαν δύο μικρά, αδύνατα ποδαράκια, πληγιασμένα, από ένα χοντρό τραχύ σκοινί. Ξέσφιξε τους σφιχτοδεμένους κόμπους και η γυναίκα σηκώθηκε με δυσκολία. Έπεσε στο πάτωμα και άρχισε να κλαίει. «Δεν μας αφήνουν να περπατήσουμε κι εγώ θέλω να φύγω.» Ο άντρας πρώτη φορά παρατήρησε τα όμορφα μαλλιά της, που ξέπλεκα ακουμπούσαν τους λεπτούς ώμους της. Ήταν τόσο αδύνατη, που με βία διαγράφονταν τα χείλη της, που όμως από το κλάμα ήταν λίγο αναψοκοκκινισμένα. «Φύγε, της είπε, άνοιξε την πόρτα και φύγε. Είσαι ελεύθερη.»
Εκείνη, σαν να έφυγε ένα βάρος, που κουβαλούσε αιώνες, σηκώθηκε και άνοιξε την ξύλινη πόρτα. Άπλετο φως χύθηκε μέσα στο σπίτι και έξω ο κήπος ήταν ανθισμένος. Ο καιρός ήταν καλός και εκείνη όρμησε στην αγκαλιά της φύσης, που περίμενε χρόνια. Δεν γύρισε να κοιτάξει πίσω. Έτρεξε να φύγει μακριά. Ο άντρας την παρακολουθούσε και δεν έκανε καμία κίνηση να την σταματήσει. Δεν ήξερε γιατί την έλυσε. Την κοιτούσε και αναρωτιόταν αν θα είχε νόημα η ζωή του πλέον, χωρίς να την φροντίζει. Δεν ήξερε γιατί την έλυσε. Την κοιτούσε ακίνητος στην πολυθρόνα να τρέχει μέσα στον κήπο. Πόσο γρήγορα έλιωσαν τα χιόνια, σκέφτηκε. Σηκώθηκε, έκλεισε την πόρτα απαλά και ανέβηκε στην σοφίτα, ήρεμος.
ΤΕΛΟΣ
Καλλιόπη Μανδρέκα, 4/11/2020