17.5 C
Athens
Δευτέρα, 17 Μαρτίου, 2025

Ο Κύκνος (Δεύτερο Μέρος)

3. Προετοιμασία καθαρισμού
 
 
«Αγάπη μου, φαίνεσαι κουρασμένος. Να σου φτιάξω ένα ζεστό μπάνιο να χαλαρώσεις;»
Βρισκόταν στον καναπέ. Στο κέντρο του σπιτιού, στον πυρήνα κάθε σπιτιού, εκεί στο σαλόνι, που όλοι θεωρούν χώρο τους και που δικαιωματικά ανήκει σε όλους, αλλά τελικά κατέχει ο πιο δυνατός. Στην συγκεκριμένη περίπτωση ο δυνατός ήταν αυτός. Καθόταν ακίνητος στον κόκκινο καναπέ. Κοιτούσε μπροστά με ένα βλέμμα εντελώς ουδέτερο. 
 
Ο χαρούμενος πολύ εύκολα θα έβλεπε μία πηγαία χαρά να αναβλύζει από μέσα του, χάρις στα δυο μικρά άκρα των χειλιών του, που κοιτούσαν  από την φύση τους πάντα προς τα επάνω και έμοιαζε να είναι έτοιμος να σκάσει στα γέλια. Ο λυπημένος θα έβλεπε ξεκάθαρα την απόγνωση στο βλέμμα του, εξαιτίας της μηδαμινής ενέργειας που έβαζε στο πρόσωπό του για να κρατήσει τα μάτια  ανοιχτά.  Έμεναν τυχαία ανοιχτά, από συνήθεια. Δύναμη όμως δεν έβλεπες πουθενά κι όμως στην συγκεκριμένη περίπτωση ο δυνατός ήταν αυτός. 
 
Όσο για την γυναίκα του, ούτε η ίδια ήξερε τι έβλεπε στο πρόσωπο του. Ίσως κούραση… Ίσως πάλι, σκέψεις, που έπρεπε να βρει ένα τρόπο να εξοντώσει. Ήξερε καλά πως οι σκέψεις αν μείνουν αρκετή ώρα στο κεφάλι, μεταφέρονται στην ψυχή και από εκεί στο σώμα και μετά καταλήγουν στο στόμα. Μικρά σκουλήκια που εμφανίζονται στο «καλημέρα», στο «χαίρω πολύ» και στο «καλά είμαι, εσείς;». 
 
Δεν μπορούσε να ξεκαθαρίσει τις διαθέσεις του εδώ και πολλά χρόνια. Δεν τις παρατηρούσε πια. Στην αρχή δεν τις καταλάβαινε. Στην συνέχεια δεν νοιαζόταν να τις καταλάβει. Σε μια οικογένεια, φυσιολογικό είναι, οι διαθέσεις , φυσιολογικό δεν είναι, να παγώνουν κάποια στιγμή; Φυσικό είναι. Αποκτάς την μάσκα της «ισορροπίας». Είναι αυτή που δεν προκαλεί καβγάδες, δεν προκαλεί συζητήσεις, ούτε έντονα συναισθήματα. Είσαι πάντα εσύ και είσαι πάντα καλά. Είναι ο προσωπικός σου χώρος μέσα στους κοινόχρηστους.
 
Καθόταν πίσω από την κολόνα της κουζίνας και τον κοίταζε. Δεν θυμόταν πόσο καιρό είχε να τον κοιτάξει. Γκριζαρισμένοι κρόταφοι. Πότε γκρίζαρε τόσο πολύ; Τι διαδρομή πρέπει να κάνει μία τρίχα για να ασπρίσει; Σε πόσο καιρό ασπρίζει μία τρίχα; Σε πέντε χρόνια, σε τρία, σε δύο, σε μια μέρα; Εχτές δεν είχε! Αποκλείεται να είχε… Θα το ΄χα παρατηρήσει. Ίσως είναι κουρασμένος. Ίσως η κούραση τις κάνει πιο έντονες κάποιες μέρες και αύριο θα εξαφανιστούν. Πρέπει να εξαφανιστούν! Η κούραση δεν πρέπει να μπαίνει στα σπίτια.
 
 
«Αγάπη μου, φαίνεσαι κουρασμένος. Να σου φτιάξω ένα ζεστό μπάνιο να χαλαρώσεις;» 
Πρέπει να εξολοθρεύσουμε την κούραση, γιατί αλλιώς η κούραση θα εξολοθρεύσει τα σπίτια. Οι τοίχοι θα αρχίσουν να κιτρινίζουν και στις γωνίες θα μαζευτεί μαύρη σκόνη. Πώς θα καθαρίσω όλη αυτή την σκόνη; Οι καναπέδες και τα τραπέζια θα αρχίσουν να κάνουν βαθουλώματα στο πάτωμα και σιγά σιγά θα εμφανίζονται ρωγμές. Η κούραση θα γίνει διάφανο υγρό και θα εμφανίζεται από τις σχισμές. Πώς θα κλείσω τις ρωγμές; 
 
«Αγάπη μου, φαίνεσαι κουρασμένος. Είσαι! Αγάπη μου, αγάπη μου, να σου φτιάξω ένα ζεστό, αγάπη μου μπάνιο, να χαλαρώσεις!» Λίγο υγρό πιάτων και λίγο καθαριστικό πατώματος και λίγο από αυτό που καθαρίζει τα τζάμια και από αυτό που γυαλίζει το παρκέ. Να καθαρίσουμε την κούραση. Με άρωμα λεβάντας και πευκοβελόνας. Να καθαρίσουμε το δάσος.
 
4. Καθαρίζεται
 
Σηκώθηκε από τον κόκκινο καναπέ αργά, πολύ αργά και κατευθύνθηκε ήρεμα προς το μπάνιο, που το νερό άχνιζε και μύριζε όπως τα μεγάλα δάση που έπαιζε όταν ήταν μικρός. Γδύθηκε μπροστά της. Τα τελευταία χρόνια το απέφευγε. Ντρεπόταν. Πρέπει να κρύβουμε το σώμα μας από την οικογένεια, για να μην φανερώσουμε την ανάγκη μας για έρωτα και αγάπη. Βγήκε ήρεμα μέσα από τα ρούχα του σαν να άφηνε πίσω του ένα δέρμα αιώνων χρησιμοποιημένο.
Η γυναίκα του τον παρακολουθούσε σχεδόν σοκαρισμένη. Είχαν ασπρίσει και οι τρίχες στο στήθος του. Έφευγε το χρώμα του και απλωνόταν στην ταπετσαρία του μπάνιου. Τι χρώμα βγάζει το ανθρώπινο δέρμα όταν ξεβάφει; Κοίταξε το νερό και και είδε τις χωμάτινες κηλίδες που απλώνονταν στην επιφάνεια. Λίγο ροζ στους λευκούς αφρούς και κίτρινο. Απεριόριστο κίτρινο. Η κούραση έχει χρώμα κίτρινο.
 
Άρπαξε το σφουγγάρι και άρχισε σιγά σιγά να τον πλένει όπως πλένουν τα μωρά. Απαλά, σχεδόν χωρίς να τον ακουμπάει. Γλυκά. Από πότε είχε να νιώσει γλυκά σε αυτό το σπίτι; Πάντα χαμογελαστή και πάντα καλή, αλλά ποτέ γλυκιά. Σε πόσο καιρό φεύγει η γλύκα; Σε πέντε, σε τρία, σε δύο χρόνια, μέσα σε μια μέρα; Γλυκιά. Παλιά ήταν πολύ γλυκιά. Την ένοιαζε να είναι γλυκιά. Η γλύκα κρύβει καλοσύνη και η καλοσύνη χαρά. Χαρά. Ήταν χαρούμενη πια; Ηταν καλή, ήταν χαμογελαστή. Χαρούμενη;
Κοίταζε τις σταγόνες από το ξεβαμμένο του δέρμα να τρέχουν. Ξαφνικά, χωρίς να ξέρει πώς, άρχισε να τις γλύφει. Φοβόταν μην ξεχειλίσουν και τα κουρασμένα χρώματα βάψουν τα λευκά σεντόνια. Τότε εκείνος, σχεδόν διάφανος πια, την κοίταξε και δεν την αναγνώρισε. Τότε την φίλησε. Δεν μύριζε αγνότητα πια. Μύριζε κόκκινα χρώματα όπως παλιά. Δεν μπορούσε να αντισταθεί. Κεράσια άρχισαν να βγαίνουν από τους αφρούς και ένα απαλό κόκκινο υγρό από τα σώματα, που μύριζε φρούτα και χειμωνανθούς. Κίτρινους χειμωνανθούς. 
 
Έκαναν έρωτα όπως κάνουν οι νέοι. Γελούσαν όπως γελάνε οι νέοι. Ήξεραν ότι δεν είναι νέοι αλλά είχαν ανάγκη να είναι νέοι. Βγήκαν από το μπάνιο καθαροί και ξάπλωσαν στο κρεβάτι γυμνοί. Εκείνη πήγε να σηκωθεί, μην αντέχοντας τις σκέψεις της.
 
-Μην σηκωθείς ακόμα.
-Σε λίγο θα έρθει η μικρή.
-Ας έρθει. Δεν πειράζει.
-Καλά.
 
Δεν μιλούσαν. Απλά κάθονταν. Δεν ήξεραν τι να πουν. Ένιωθαν σαν είναι άγνωστοι. Δεν ήξεραν τι να κάνουν την σιωπή τους. Αμήχανοι, ξαπλωμένοι σε ένα λευκό κρεβάτι χωρίς αναμνήσεις. 
 
-Θα πεις κάτι;
-Τι;
-Μπορείς να με κάνεις να ξεχάσω;
-Τι;
-Ότι είμαι μία γυναίκα 45 χρονών;
-Είσαι μικρή. Δεν ξέρεις ακόμη να αγαπάς. Τα μικρά κορίτσια ξέρουν μόνο να μισούν. Με μισείς.
-Ναι, σε μισώ. Δεν ξέρω να αγαπώ. Φοβάμαι να μεγαλώσω, φοβάμαι να πεθάνω και να αγαπήσω.
-Φίλησε με, όπως φιλάνε τα κορίτσια.
-Δεν ξέρω να φιλάω.
-Θα σε μάθω εγώ μικρή μου.
 
Φιλήθηκαν ξανά και ξανά. Κοιμήθηκαν ο ένας πάνω στον άλλο, όπως κάνουν οι ερωτευμένοι, χωρίς κουβέρτες και σκεπάσματα, όπως κοιμούνται οι έφηβοι που περιμένουν να έρθει να τους σκεπάσει η μαμά. 
 
Η ώρα ήταν αργά και η κόρη τους γύρισε από το φροντιστήριο πρώτη φορά μόνη της. Μπήκε μέσα στο δωμάτιο σιγά και τους κοίταξε πολύ ώρα. Ένιωσε λύπη και φόβο. Αισθάνθηκε μια μεγάλη μοναξιά να κυλάει μέσα της. Ήταν μόνη. Τους σκέπασε και έκλεισε την πόρτα για να μην τους ενοχλήσει.
 
Καλλιόπη Μανδρέκα, 16/3/2017
 
 
& Το πρώτο μέρος του διηγήματος μπορείτε να το βρείτε στον εξής σύνδεσμο : http://all4fun.gr/columns/who-me.html
&& Το τρίτο μέρος του διηγήματος θα δημοσιευθεί την Πέμπτη 23/3/2017

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

Σχετικά Άρθρα

Τελευταία Άρθρα