Με τη Σοφία, γνωριστήκαμε και συνδεθήκαμε ύστερα από την απώλεια ενός πολύ αγαπημένου μας προσώπου. Η Σοφία με φώναζε «Νικάκι», επειδή ήξερε πως έτσι με έλεγε το πρόσωπο αυτό. Τον τελευταίο ενάμιση χρόνο, τα λέγαμε συχνά. Οι κουβέντες μας περιστρέφονταν γύρω από την μεταφυσική και το θέατρο, τον θάνατο, την απώλεια και την ανθρώπινη μοίρα.
Ενώ ήταν πολύ σοβαρός άνθρωπος η Σοφία, στα μάτια της υπήρχε και μια παιδική σπίθα. Βαριά και αλαφροΐσκιωτη, συγχρόνως. Την πρώτη φορά που την επισκέφτηκα στο σπίτι της, στο Νέο Ψυχικό, με κοίταζε από πάνω μέχρι κάτω, με ένα τρομερά διαπεραστικό βλέμμα.
– Γιατί με κοιτάς έτσι βρε Σοφία; την ρώτησα σε κάποια φάση.
– Πώς σε κοιτάω;
– Σαν καθηγήτρια αρχαίων ελληνικών που ετοιμάζεται να μου ρίξει ωριαία.
– Απλώς δεν μοιάζεις με συγγραφέα.
– Δόξα τω Θεώ.
– Αλλά κι εσύ με κοιτάς λες και είμαι καμιά λυκειάρχισσα. Μη με βλέπεις έτσι. Δεν είμαι καθόλου συντηρητική. Τρελή για δέσιμο είμαι.
– Φαίνεται στο μάτι σου, μην ανησυχείς.

Μου ζήτησε να δει κάτι δικό μου. Όταν το διάβασε και ξαναβρεθήκαμε, με κοιτούσε ακόμα πιο παραξενεμένη, μάλλον επειδή της άρεσε κι εγώ δεν της θύμιζα συγγραφέα.
– Ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια, αλλά δεν είναι δικό μου. Έχω απαγάγει έναν συγγραφέα με γυαλάκια και γενειάδα και τον έχω κλειδωμένο σ’ ένα υπόγειο. Αυτός τα γράφει. Εγώ απλώς τα υπογράφω.
– Σαν την Μίζερι, του Στήβεν Κίνγκ.
– Κάπως έτσι.
– Όταν τελειώσει μ’ αυτά που του έχεις αναθέσει, θες να του πεις γράψει κάτι ροκ, για μένα; Έχω βαρεθεί το ρεπερτόριο.
– Πλάκα μου κάνεις. Σαν τρελός θέλω. Θα του το πω, σήμερα κιόλας.
Κάθισα κι έγραψα μια μεγάλη περίληψη και δυο-τρεις σκηνές. Όταν της τα διάβασα, μου είπε, χωρίς πολλά – πολλά:

– Πες στον συγγραφέα του υπογείου να γράψει και το υπόλοιπο κι έχω σκεφτεί ήδη και παραγωγό.
Υποτίθεται ότι θα καθόμουν να γράψω το υπόλοιπο έργο μες στο καλοκαίρι, όταν θα τελείωνα με υποχρεώσεις που προηγούνταν. Πριν από δύο εβδομάδες, της τηλεφώνησα. Ήξερα πως ένας πολύ καλός της φίλος, είχε φύγει και πως ο θάνατός του της είχε στοιχίσει.
– Πώς είσαι Σοφία μου;
– Πώς να ‘μαι βρε Νικάκι. Οι πιο αγαπημένοι μου άνθρωποι, έχουνε φύγει όλοι. Στέκομαι, αλλά ξέρεις, δεν νιώθω πια να έχει και πολύ νόημα όλο αυτό. Εσύ, πως είσαι;
– Εντάξει. Στέκομαι κι εγώ.
– Θα φύγω για διακοπές στην Ικαρία και θα σου τηλεφωνήσω όταν επιστρέψω, να τα πούμε από κοντά.

Τελικά η Σοφία δεν επέστρεψε ποτέ από τις διακοπές της κι εγώ, από χθες το βράδυ που το έμαθα, δεν έχω κλείσει μάτι. Πηγαίνω πάνω- κάτω στον διάδρομο του σπιτιού μου.
Μιλάω μόνος. Σβήνω. Κλαίω. Γράφω. Καπνίζω. Βρίζω. Μιλάω στο τηλέφωνο. Βασανίζω τον μυωπικό παπάρα που ‘χω κλεισμένο στο υπόγειο του εαυτού μου επειδή καθυστερεί. Σκέφτομαι τη μεταφυσική και τον θάνατο, την απώλεια και την ανθρώπινη μοίρα.
Σκέφτομαι τη Σοφία. Τις γάτες μου. Τις απώλειές μου. Την αγάπη και τον χρόνο. Τις σταγόνες. Το πέλαγος. Το έργο που δεν πρόλαβα να γράψω.
Σκέφτομαι τους ευαίσθητους ανθρώπους που «στέκονται» και κάποιοι στιγμή φεύγουν. Για να μείνει πίσω τους τι; Η θάλασσα όσων επιλέγουν την αποκτήνωση, επειδή πιστεύουν πως έτσι θα γλιτώσουν από τον πόνο του να είσαι άνθρωπος;
Νίκος Δημητρόπουλος, 11/8/2025
& O Νίκος Δημητρόπουλος είναι συγγραφέας και σκηνοθέτης.