11.6 C
Athens
Πέμπτη, 16 Ιανουαρίου, 2025

Το πρόσωπο της εβδομάδας: Νικόλας Δημητρόπουλος – Συγγραφέας / Σκηνοθέτης

Στην περίπτωση του επιχειρήσαμε δύο εξαιρέσεις μαζί. Η μία σχετικά με το ότι στη συγκεκριμένη στήλη δεν αναφέρονται ποτέ οι ερωτήσεις και η δεύτερη ότι έχει περάσει πια πολύς καιρός από τότε που φιλοξενήθηκε κάποιος, που δεν είναι εν ενεργεία ηθοποιός,
Ο Νικόλας Δημητρόπουλος βέβαια έχει αποφοιτήσει από την Δραματική Σχολή του Θεάτρου Τέχνης, όμως γρήγορα αποχαιρέτησε την υποκριτική για ν’ ασχοληθεί με τη συγγραφή. Έχοντας ήδη αρκετά θεατρικά έργα στο ενεργητικό του λίγες μόλις ημέρες πριν τα γενέθλια του πήρε και το δώρο από την εκδοτική εταιρεία “ΚΨΜ” με τον “Οφειλέτη”.
Το πρώτο του βιβλίο ήδη κυκλοφόρησε και μάλιστα έγινε και η πρώτη του παρουσίαση στο κοινό σε μια εκδήλωση, που μίλησε για το έργο ο συγγραφέας Βασίλης Κατσικονούρης και αποσπάσματα διάβασαν οι ηθοποιοί Πανάγος Ιωακείμ και Τζωρτζίνα Παλαιοθόδωρου.
– Ενώ είσαι πολυγραφότατος στο θέατρο γιατί άργησες τόσο να βγάλεις το πρώτο σου βιβλίο;
Κατ’ αρχάς, το να γράψει κανείς ένα θεατρικό έργο, δεν είναι τόσο χρονοβόρο. Το αγαπημένο μου θεατρικό, παραδείγματος χάριν, το ολοκλήρωσα μέσα σε δέκα μέρες, χρόνος μέσα στον οποίο είναι πρακτικώς αδύνατο να τελειώσεις ένα μυθιστόρημα, ακόμα κι αν είσαι ο Ονορέ Ντε Μπαλζάκ. Η συγγραφή του συγκεκριμένου μυθιστορήματος, λοιπόν, του «Οφειλέτη», μού πήρε γύρω στα τέσσερα χρόνια, μαζί με τις διορθώσεις. Μετά από αυτή την τετραετία που διήρκεσε η δημιουργική διαδικασία, ξεκίνησε η «περιπέτεια» αναζήτησης εκδοτικού οίκου, διαδικασία επίσης χρονοβόρα, γιατί ο κάθε εκδότης που θα λάβει το χειρόγραφο, θα χρειαστεί από τρεις μέχρι και έξι μήνες μέχρι να το αξιολογήσει και τελικά να σου απαντήσει. Βάλε επίσης κατά νου ότι οι πιθανότητες θετικής απάντησης, λιγοστεύουν αν είσαι πρωτοεμφανιζόμενος πεζογράφος και πως φυσικά δεν γίνεται -ούτε και είναι σωστό- να στείλεις το κείμενό σου σε όλους τους εκδοτικούς οίκους ταυτοχρόνως. Έτσι λοιπόν, έχουμε και λέμε : τέσσερα χρόνια μέχρι να γράψω το βιβλίο, συν τέσσερις – πέντε εκδοτικοί οίκοι που το απέρριψαν, μέχρι να φτάσει στα χέρια του Βασίλη Γραμμέλη και των εκδόσεων ΚΨΜ, βάλε και την όλη διαδικασία του προγραμματισμού, της επιμέλειας, της σελιδοποίησης κ.τ.λ., φτάνουμε αισίως στα έξι χρόνια. Η πεζογραφία θέλει υπομονή και χρόνο. Το θετικό είναι ότι είχα την τύχη να με αναλάβει εξ αρχής μία από τις καλύτερες λογοτεχνικές μάνατζερς που έχουμε, η Κατερίνα Φράγκου, η οποία πίστεψε πολύ στο βιβλίο μου και φρόντισε ώστε να βρει τον δρόμο του.
– Ποιος είναι ο οφειλέτης για σένα; Εσύ, εγώ, ο γείτονας σου, το ελληνικό κράτος ή όλοι μαζί;
Όλοι μαζί και συγχρόνως κανένας. Οι δυτικές κοινωνίες είναι επί τη βάσει κοινωνίες χρέους, αλλά εν τέλει, αυτό που ονομάζουμε «χρέος», ή «οφειλή», είναι κάτι το εντελώς ρευστό και αυθαίρετο, που ορίζεται και καθορίζεται από το εκάστοτε αξιακό σύστημα. Αν ας πούμε εξετάσουμε το όλο ζήτημα του «χρέους» κάτω από το πρίσμα της θρησκείας, θα δούμε ότι το λεγόμενο «προπατορικό αμάρτημα», σημαίνει –ούτε λίγο ούτε πολύ- ότι κάθε παιδί που έρχεται στον κόσμο, γεννιέται κατά μία έννοια «χρεωμένο», κουβαλώντας στις πλάτες του τις «αμαρτίες» των παππούδων και των γονέων του. Στην περίπτωση της Ελλάδας, λοιπόν, κάθε παιδί που γεννιέται, χρωστάει –λένε- 30.000 ευρώ! Αυτό το είχα ακούσει κάποτε σε μια τηλεοπτική εκπομπή, έτσι, επί λέξει. Το ερώτημα είναι λοιπόν σε ποιον -και από πού κι ως πού χρωστάει ένα παιδί, με το που γεννιέται;!
Όπως αντιλαμβάνεσαι το όλο ζήτημα τελικά, το ποιος δηλαδή χρωστάει σε ποιον και γιατί, είναι αρκετά πιο περίπλοκο. Ακόμα και στο επίπεδο των διαπροσωπικών μας σχέσεων, είμαστε φορτωμένοι με ένα κάρο ενοχές και «οφειλές» και ακόμα και με τους ανθρώπους που υποτίθεται ότι αγαπάμε, διαπραγματευόμαστε συχνά, με όρους δανειολήπτη και δανειοδότη : «Έχω χρέος απέναντι στους γονείς μου που με μεγάλωσαν», «Μου το χρωστάς, γιατί τότε που ήσουν δύσκολα, σου είχα συμπαρασταθεί», «Είναι χρέος μας να υπερασπιζόμαστε την πατρίδα μας» και ούτω καθεξής… Για να μην μακρηγορώ, η ιστορία του οφειλέτη και του δανειστή, είναι μία ακόμα πτυχή της ανθρώπινης ιστορίας, που δνε είναι άλλο από την αιώνια διαπάλη ανάμεσα στον καταπιεσμένο και τον καταπιεστή, τον αδύναμο και τον ισχυρό.
– Έχοντας βγει από μια παρατεταμένη περίοδο κρίσης και ακολούθως με τον covid, δε σε προβλημάτισε κάπως το ν’ ασχοληθείς με το συγκεκριμένο θέμα;
Κατ’ αρχάς δεν νομίζω ότι έχουμε βγει από την κρίση. Έχω μάλιστα την εντύπωση ότι κατά τα επόμενα χρόνια, οι εποχές των σκληρών μνημονίων θα φαντάζουν σαν μια belle époque… Αλλά, για να απαντήσω στο ερώτημά σου: Όχι, δεν με προβλημάτισε καθόλου. Το αντίθετο μάλιστα : Ένιωθα ότι κατά κάποιον τρόπο «όφειλα» κι εγώ,  να κάτσω και να γράψω το συγκεκριμένο βιβλίο.
-. Αυτό είναι και το ερώτημα που ενδεχομένως προκύπτει για τους αναγνώστες. Έχοντας περάσει όλες αυτές τις δύσκολες φάσεις, γιατί να μπει κανείς στη διαδικασία να διαβάσει ένα βιβλίο που του ξυπνάει περιόδους κρίσης; (οι οποίες φυσικά για πολλούς συνεχίζονται ακόμα και θα συνεχίζονται)
Δηλαδή τι θέλει ο αναγνώστης ή ο θεατής από τους καλλιτέχνες; Να γκρεμίζεται το σύμπαν κι αυτοί να ασχολούνται με άλλα αντ’ άλλων; Όποιος αποζητά την φυγή από την πραγματικότητα, την αποβλάκωση, ή μια ανέξοδη αισιοδοξία του τύπου «πάρε δέκα βαθιές ανάσες, δες τη ζωή σου ολιστικά και το σύμπαν θα σου μοιράσει τα δώρα του», ας πάρει ναρκωτικά⸱ ας δει ριάλιτι ή βιντεάκια αυτοβελτίωσης στο youtube… Και δεν μιλάω για την ελπίδα. Η ελπίδα είναι κάτι άλλο, κάτι εντελώς διαφορετικό από τη σαχλή life – style αισιοδοξία της φυγής και την κουλτούρα της διασκέδασης. Δηλαδή είναι άλλο πράγμα το να ζεις μες στον υπόνομο και να έχεις την ελπίδα ότι με σκληρή δουλειά και με λίγη τύχη τα πράγματα μπορεί και να βελτιωθούν και εντελώς άλλο το να ζεις μες στον υπόνομο και να προσπαθείς ντε και καλά να πείσεις τον εαυτό σου ότι βρίσκεσαι σε ροδώνα. Σκοπός της λογοτεχνίας και του θεάτρου, δεν είναι ν’ αποκοιμίζουν, αλλά το αντίθετο, να αφυπνίζουν.
Ο συγγραφέας δεν είναι ο γιατρός που θα βγάλει το μαχαίρι από τη σάρκα που όζει και θα γιατρέψει την πληγή του «ασθενή», αλλά εκείνος που θα αρπάξει το μαχαίρι, για να το μπήξει στοργικά μέχρι το κόκαλο… Θα έκανες ας πούμε την ίδια ερώτηση στον Πικάσο, τι μπορεί να αφορούσε το μεταπολεμικό κοινό ο μετασχηματισμός της σφαγής της Γκουέρνικα σε πίνακα; Ή στον Τζων Στάινμπεκ για το «Άνθρωποι και ποντίκια»; (Όπου, παρεμπιπτόντως, η εξαιρετική δουλειά και η σύγχρονη θεατρική διασκευή του κλασσικού έργου από τον Βασίλη Μπισμπίκη και την ομάδα του, ήτανε κατά γενική ομολογία το θεατρικό γεγονός της δεκαετίας).
Δεν υπονοώ βέβαια σε καμία των περιπτώσεων ότι είμαι τόσο καλός, όσο ο Πικάσο ή ο Στάινμπεκ. Καταλαβαίνεις νομίζω τι λέω. Tο όλο πράγμα είναι απλώς θέμα προθέσεων, προτύπων και πάνω απ’ όλα αισθητικής. Αν η πρόθεση ενός συγγραφέα είναι απλώς και μόνο το «να αρέσει», ή να «πουλήσει» και όσο γράφει έχει αυτό και μόνο στο μυαλό του, ε τότε, το μεγαλύτερο ταλέντο δεν πάει να είναι, το γραπτό θα είναι σε τελική ανάλυση για τα σκουπίδια. Η λογοτεχνία δεν είναι beauty – shots στο instagram. Εννοείται βέβαια ότι υπάρχει και ένα κομμάτι φιλαρέσκειας και ματαιοδοξίας μέσα σε όλο αυτό, αλλά η λογοτεχνία και το θέατρο, όπως με έναν άλλο τρόπο κι η επιστήμη, είναι πάνω από όλα ενασχολήσεις ιερές. Eίναι η απεγνωσμένη προσπάθεια του ανθρώπου να εξηγήσει τον εαυτό του και τον κόσμο μέσα στον οποίο υπάρχει. Αν ένα γραπτό δεν κλείνει μέσα του γνήσιο πόνο, ιδρώτα, δάκρυα κι εκείνο το είδος της άγριας χαράς που βρίσκει κανείς μες στη δημιουργία, τότε δεν έχει λόγο ύπαρξης. Στην καλύτερη περίπτωση είναι απλώς όμορφα ταιριασμένες λέξεις και ιστοριούλες. Αν και όχι ευθέως, νομίζω ότι απάντησα και λυπάμαι αν πλάτειασα, αλλά νομίζω ότι η συγκεκριμένη ερώτηση το σήκωνε που λέμε.
– Πόσες προσωπικές εμπειρίες έχεις συμπεριλάβει στο βιβλίο σου και πόσο τελικά τα όσα διαδραματίζονται είναι όντως κοντά σε μια πραγματικότητα, που τείνει όλο και περισσότερο να χαρακτηρίζεται δυστοπική;
Δεν έχω χρησιμοποιήσει προσωπικά βιώματα στο συγκεκριμένο βιβλίο, με εξαίρεση κάποιες μικρές παρεκβάσεις, όπου περιγράφεται το υπαρξιακό αδιέξοδο στο οποίο βρίσκεται ο ήρωας. Η κατάθλιψη, το άγχος, το υπαρξιακό κενό και η απόγνωση που βιώνει, μού είναι δυστυχώς αρκετά γνώριμα, αν και, ευτυχώς, όχι λόγω κάποιου υπέρογκου χρέους που καταδυναστεύει τη ζωή μου. Δεν χρωστάω σε κανέναν, αν εξαιρέσεις κάτι ψιλά, στον ΕΝΦΙΑ.
Όσον αφορά στο δεύτερος σκέλος υπάρχουν πράγματι κάποια επεισόδια στο βιβλίο, που, αν και δυστοπικά, θυμίζουν αρκετά την πραγματικότητα. Το θέμα είναι ότι την περίοδο που έγραφα, δεν είχα ιδέα ότι σε κάποια άλλα σημεία του πλανήτη, αντίστοιχα πράγματα συμβαίνανε ήδη. Επί παραδείγματι, υπάρχει ένα απόσπασμα όπου ο «οφειλέτης» επισκέπτεται την εφορία και εκεί ανακαλύπτει ότι οι υπάλληλοι αυτοκτονούν σωρηδόν, πηδώντας από τα παράθυρα των ορόφων που στεγάζονται τα γραφεία τους. Δεν μπορούσα λοιπόν να φανταστώ, όταν έγραφα το συγκεκριμένο κομμάτι ότι κάτι παρόμοιο συνέβαινε ήδη στα γραφεία κάποιων μεγάλων εταιρειών στην Κίνα. Η πραγματικότητα, μάλιστα, εν προκειμένω, με έχει ξεπεράσει, καθώς οι διευθύνσεις των εν λόγω εταιρειών, αποφάσισαν να τοποθετήσουν ελαστικό δίχτυ ασφαλείας γύρω από τα κτήρια – όπως στο τσίρκο! 
– Αυτό το βιβλίο θα είναι μόνο η αρχή για το συγγραφικό έργο σου ή το επόμενο είναι κάτι που δεν σκέφτεσαι καν στην παρούσα φάση;
Έχω ήδη σχεδόν έτοιμα τρία πεζογραφικά βιβλία: Ένα μεγάλο μυθιστόρημα, μία νουβέλα και μια συλλογή με διηγήματα. Φαντάζομαι ότι κάποια στιγμή θα πάρουν κι αυτά το δρόμο τους, αλλά ακόμα είναι πολύ νωρίς για να το σκέφτομαι. Έχω την εντύπωση ότι δεν είναι και πολύ καλό να εκδίδεις βιβλία το ένα πίσω από το άλλο. Επίσης, πότε -πότε, σχεδιάζω και κρατάω σημειώσεις για ένα ακόμη μυθιστόρημα, ευελπιστώντας ότι κάποια στιγμή θα βρω τον χρόνο και την αντοχή ώστε να καθίσω να το γράψω. 
– Ποια είναι τα επόμενα σχέδια σου στο θέατρο και αν ετοιμάζεις κάτι σε τηλεόραση και σινεμά.
Τον Οκτώβρη του 2022 θα ανέβει για δεύτερη φορά το έργο μου «Σκέτη κοροϊδία» (η πρώτη παράσταση στο θέατρο Αλεξάνδρεια το 2020 είχε διακοπεί ύστερα από δεκαοκτώ παραστάσεις λόγω του κορονοϊού), στο Θέατρο 104, πάλι σε σκηνοθεσία του Βασίλη Κατσικονούρη, αλλά με νέα διανομή. Με τον Κώστα Ξυκομηνό και τον Τάσο Δαρδαγάνη στους δυο ρόλους του έργου, σε μια συνεργασία που έχει ξεκινήσει με τους καλύτερους οιωνούς. Επίσης συζητάω για δύο ακόμα θεατρικά μου έργα, για το 2023, αλλά αυτή τη στιγμή είναι πολύ νωρίς για να πω κάτι παραπάνω.
Για το σινεμά, μόλις τελείωσα τη συγγραφή του σεναρίου για την επόμενη ταινία που σχεδιάζει να κάνει ο Βασίλης Ντούρος και πάνω στο οποίο συνεργαστήκαμε. Είναι μια νεανική ταινία εποχής, που εκτυλίσσεται στις αρχές της δεκαετίας του 2000. Η όλη σύλληψη και η ιδέα ανήκει στον ίδιο το σκηνοθέτη, όπως επίσης και η επιμέλεια πάνω στο σενάριο που έγραψα.
Αναφορικά με την τηλεόραση, συμμετείχα στην ανοιχτή πρόσκληση που είχε απευθύνει η εταιρεία παραγωγής Tanweer, με τίτλο Piching days, με μια τηλεοπτική σειρά μου. Οι άνθρωποι της Tanweer έλαβαν λοιπόν πάνω από 350 προτάσεις, για κινηματογράφο και τηλεόραση και επέλεξαν 15 –αν θυμάμαι καλά- από αυτές, για να παρουσιαστούν σε μια διήμερη, κλειστή εκδήλωση, μπροστά σε κοινό με προσκεκλημένους από τον χώρο της τηλεόρασης. Πρόσφατα έλαβα ένα email, όπου πληροφορήθηκα ότι σε πρώτη φάση υπήρξε θερμό ενδιαφέρον από κάποια κανάλια, μετά την παρουσίαση, αλλά έχω την εντύπωση ότι ακόμα και αν όλα πάνε κατ’ ευχήν και η δουλειά αυτή προχωρήσει, σίγουρα δεν είναι κάτι που θα γίνει αύριο ή μες στους επόμενους μήνες. Ανεξαρτήτως πάντως αποτελέσματος, οι άνθρωποι της Tanweer ήταν όλοι τους εξαιρετικοί και η διοργάνωση του event από την πλευρά τους, παραπάνω και από άψογη! Οπότε, σε κάθε περίπτωση, ήταν χαρά μου που συμμετείχα σε όλο αυτό. Ήτανε μια πολύ ωραία και γόνιμη εμπειρία, από κάθε άποψη!
– Υπάρχει κάποιο βασικό πρόσωπο έμπνευσης όταν γράφεις υπερβατικούς χαρακτήρες;
Θα έλεγα θραύσματα από πολλά πρόσωπα μαζί και όχι από ένα συγκεκριμένο. Σαν να παίρνω ψηφίδες, από εδώ κι από εκεί και με αυτές να συνθέτω την προσωπογραφία του εκάστοτε υπερβατικού –όπως τον είπες- χαρακτήρα. Περίπου όπως συμβαίνει καμιά φορά και στα όνειρα, όταν ένα πρόσωπο με εντελώς δική του, αυθύπαρκτη οντότητα, μας θυμίζει έντονα κάποιο άλλο, υπαρκτό πρόσωπο που γνωρίζουμε καλά…
& Αναλυτικές πληροφορίες για το βιβλίο “Οφειλέτης” ακολουθούν ΕΔΩ:
Του Κυριάκου Κουρουτσαβούρη, 7/6/2022

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

Σχετικά Άρθρα

Τελευταία Άρθρα