Πώς θα αντιδρούσατε αν σας έπαιρναν τηλέφωνο και σας διάβαζαν ένα ποίημα που θα μιλήσει στην ψυχή σας; Έχετε τη δυνατότητα να το βιώσετε στο τηλεφωνικό-ποιητικό πρόγραμμα Ποιητικές Συνομιλίες του Τhéâtre de la Ville, σε συμπαραγωγή με τη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση, όπου καταξιωμένοι ηθοποιοί σάς καλούν για μια διαφορετική συνομιλία που μιλάει στην ψυχή. Ο Δημήτρης Ντάσκας που συμμετέχει για δεύτερη χρονιά σε αυτή την Πολιτιστική δράση μας μιλάει για την εμπειρία του…
Από τη Βίκυ Διαμάντη
«Οι άνθρωποι του Τhéâtre de la Ville έχουν συνεργάτες σε πολλές χώρες και υπάρχει επίσης και μία καλή συνεργασία με την Στέγη. Γενικά το Τhéâtre de la Ville «ταξιδεύει» πολύ τις παραστάσεις του και τις καλλιτεχνικές του δράσεις. Όσον αφορά τη δράση δεν μπορώ να προδώσω τι συζήτηση γίνεται, ωστόσο το ποίημα προκύπτει από τη συζήτηση. Το επιλέγω με βάση τη συζήτηση που γίνεται. Απλώς πρέπει να είμαι πολύ ανοιχτός και πολύ διαθέσιμος σε ό,τι μου λέει ο άλλος και οι άνθρωποι σε γενικές γραμμές, χωρίς βέβαια αυτό να ισχύει πάντα, θέλουν να μιλήσουν. Θέλουν να ανοιχτούν. Λαμβάνοντας υπόψη τις πληροφορίες που μου δίνουν και την ενέργεια που μεταδίδουν, σκέφτομαι ποιο ποίημα θα ήθελαν να ακούσουν».
Ποιες όμως είναι οι αντιδράσεις των ακροατών μίας Ποιητικής συνομιλίας; «Έχω μιλήσει περίπου με 400 ανθρώπους, με όσους πιο πολλούς μιλάω, τόσο πιο δύσκολο είναι να τους κατηγοριοποιήσω. Κάθε άνθρωπος είναι μία ξεχωριστή περίπτωση. Υπάρχουν άνθρωποι που όταν τελειώνει το ποίημα βάζουν τα κλάματα και μου λένε «αυτό ακριβώς ήθελα να ακούσω», άλλοι στάθηκαν με μία απόσταση τονίζοντας περισσότερο τη λογοτεχνική αξία αυτού που άκουσαν, κάποιοι στέκονται στον τρόπο που το διαβάζω, υπάρχουν ποικίλες αντιδράσεις».
Σε μία συζήτηση με τον Δημήτρη Ντάσκα δεν θα μπορούσαμε να παραλείψουμε μία αναφορά στη Μάτση Χατζηλαζάρου, μία ποιήτρια που αγαπά ιδιαίτερα: «Η Μάτση Χατζηλαζάρου είναι μία ποιήτρια που αγαπώ πολύ. Είχε ξεφύγει στη Γαλλία με το πλοίο Ματαρόα το 1945. Είχα μελετήσει πολύ τη ζωή και την πορεία της με αφορμή μία παράσταση που είχαμε κάνει στο Theatre d’ Soleil και όταν ξεκίνησαν οι συνομιλίες διάβαζα πολύ Χατζηλαζάρου, γιατί έχω την αίσθηση ότι μέσα από τα ποιήματά της επικοινωνώ. Συνέπεσε να κάνει η Στέγη τον Δεκέμβρη μία εγκατάσταση του Γιόκο με θέμα την Αντίστροφη Αφιέρωση της Χατζηλαζάρου και έτσι υπήρχε μία αφορμή να δώσω περισσότερη βάση στη Χατζηλαζάρου».
Με τις σειρήνες του πολέμου να βουίζουν στην Ευρώπη μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, γίνεται πιο επίκαιρο από ποτέ το έργο του Grégory Reibenberg «Belle equipe», το οποίο μετάφρασε ο Δημήτρης Ντάσκας και παίζεται αυτό το διάστημα και μέχρι τα μέσα Μαρτίου στο Θέατρο ΕΛΕΡ. Βασίζεται στο αυτοβιογραφικό βιβλίο του Grégory Reibenberg Une belle équipe (μτφρ: Μια όμορφη ομάδα). Ήταν ο ιδιοκτήτης του café La belle équipe, το οποίο βρέθηκε, όπως και το Bataclan, στο στόχαστρο της φονικής τρομοκρατικής επίθεσης της 13ης Νοεμβρίου 2015 στην καρδιά του Παρισιού, που κόστισε τη ζωή σε 130 ανθρώπους. Ο Grégory επέζησε. Όχι όμως η γυναίκα της ζωής του και οι κοντινοί φίλοι και συνεργάτες του, η «όμορφη ομάδα» του.
«Υπάρχει μία φράση που λέει η Μάρθα Μπουζιούρη στην παράσταση-ντοκιμαντέρ που μου αρέσει πάρα πολύ: «Δεν είναι ένα βιβλίο για την Τρομοκρατία, είναι ένα βιβλίο για το ταξίδι από την απώλεια προς το φως». Πράγματι το βιβλίο δεν μιλάει για την Τρομοκρατία, ούτε με πολιτικούς όρους ούτε με οικονομικούς. Περιγράφει πώς είναι να βρίσκεσαι σε τέλμα και να προσπαθείς κάθε στιγμή να ανέβεις στο φως και τελικά να το καταφέρνεις. Αυτός ο άνθρωπος, ο Grégory Reibenberg που επιτέθηκαν στο μαγαζί του, όπου σκότωσαν είκοσι άτομα, ανάμεσα στα οποία και η μητέρα του παιδιού του και όλοι του οι φίλοι και οι συνεργάτες, βρέθηκε στο απόλυτο μηδέν και μετά καιρό κατάφερε να επανέλθει στο φως, στη ζωή.
Στην αρχή της πρώτης καραντίνας βρισκόμουν στη Γαλλία, τότε η Μάρθα Μπουζιούρη μου μίλησε γι’ αυτό το project που δούλευε τότε σε επίπεδο έρευνας ακόμη, και με κάποιο τρόπο αυτοπροτάθηκα να το μεταφράσω. Τότε έμενα σχεδόν στο κέντρο της απόστασης που χωρίζει το Bataclan, το χώρο δηλαδή της επίθεσης και το Belle equipe, το εστιατόριο του Reibenberg. Οπότε κάθε πρωί που έβαζα το 6 μου για να βγω, περνούσα από όλα τα μέρη που αναφέρονται στο βιβλίο. Όταν επέστρεφα σπίτι μετάφραζα όλα τα μέρη που μόλις είχα δει!».
Το μήνυμα αισιοδοξίας που μεταφέρει αυτός ο άνθρωπος που έζησε ένα τέλμα, δεν έρχεται σε ένα παραλληλισμό με το τέλμα που ζήσαμε όλοι στις καραντίνες και στην προσπάθεια που κάνουμε για να ξαναβρούμε το ρυθμό στη ζωή μας;
«Είναι πολύ προσωπική ανάγνωση και δεν θα ήθελα να το δω από αυτή την οπτική. Η Τέχνη ωστόσο δίνει εργαλεία στον καθένα για να κάνει τη δική του «μετάφραση» στο καλλιτεχνικό έργο. Το να χάνεις είκοσι ανθρώπους μέσα σε μία νύχτα είναι ασύλληπτα οδυνηρό. Αν θα έβλεπα μία σχέση είναι ότι όλη αυτή η κατάσταση καραντίνας που βιώσαμε μας άφησε μία αίσθηση αγοραφοβίας και μισανθρωπισμού. Δεν φιλιόμαστε πια, αγκαλιαζόμαστε με δυσκολία, φοβόμαστε τον διπλανό, εργαζόμαστε από το σπίτι, υπάρχει διάχυτος φόβος γενικότερα. Και αυτό το βιβλίο μιλάει ακριβώς για τη μάχη ενάντια στο φόβο».