Ο φόβος για την ανάληψη ευθυνών, αλλά και η πεισματική άρνηση παράδοσης της σκυτάλης συνθέτουν μία εξίσωση, που αποτέλεσε και μια πρώτη αφορμή για ν’ αρχίσει να γράφει τον «Χαρτοπόλεμο».
Σε συνδυασμό με μια σειρά από γεγονότα, συναισθηματικά αδιέξοδα, αλλά και την άρνηση ν’ αναλάβουμε ο καθένας την ευθύνη για τη ζωή του και να προχωρήσει ανεξάρτητος, αφήνοντας πίσω του δικαιολογείς και εμμονές.
Ο Βαγγέλης Ρωμνιός φαίνεται πως το έχει έμφυτο να γράφει και η συγκεκριμένη δουλειά που ξεκίνησε πριν από λίγες ημέρες στο θέατρο Ιλίσια/Βολονάκη σε σκηνοθεσία Γιώργου Παλούμπη φαίνεται πως αποτελεί μόνο την αρχή.
Συμμετέχοντας στο έργο και ως ηθοποιός μίλησε στο All4fun για την παράσταση, αλλά και για την παρουσία του στον Αστέρα Ραχούλας και τον απολαυστικό του ρόλο, τον Γαρίφαλο, έναν πλανόδιο μικροπωλητής της επαρχίας, ο οποίος στα κενά του κάνει τον σπίκερ σε ερασιτεχνικούς αγώνες…
– Ποια ήταν η κινητήρια δύναμη και ποιες οι αφορμές για να γράψεις το συγκεκριμένο έργο;
Μια σειρά από γεγονότα, πρακτικές αλλαγές και άπειρα συναισθηματικά αδιέξοδα που εμφανίστηκαν στη ζωή μου, με έκαναν να προβληματιστώ και να καταλήξω στο συμπέρασμα ότι για όλα φταίει η τεράστια άρνησή μας να μεγαλώσουμε ουσιαστικά, να αναλάβουμε ο καθένας τη δική του ευθύνη για τη ζωή του και να προχωρήσουμε ανεξάρτητοι, αφήνοντας πίσω δικαιολογίες και εμμονές. Στην αναζήτησή μου αυτή, και ύστερα από πολλές συζητήσεις με φίλους της γενιάς των σημερινών τριαντάρηδων, η ζυγαριά δεν είχε πάρει καθαρή θέση. Τα λάθη της προηγούμενης γενιάς δεν άφηναν περιθώριο για σκληρή αυτοκριτική και παραδοχή πλήρους αδυναμίας. Από τη μια έβλεπα το φόβο για ανάληψη ευθυνών και από την άλλη την πεισματική άρνηση παράδοσης της σκυτάλης. Αυτή η περίεργη εξίσωση που δεν κατέληγε σε υγιές αποτέλεσμα, ήταν η πρώτη μαγιά για να ξεκινήσω να γράφω το έργο.
– Αρκετές φορές βλέπουμε το αποδομημένο ελληνικό μοντέλο οικογένειας να παρουσιάζεται στη σύγχρονη δραματουργία. Πώς το προσεγγίζει η γραφή σου , συνολικά η παράσταση, αλλά και αν προτείνει κάποιες χρήσιμες αλλαγές, που ενδεχομένως να μπορούσαν να μετατρέψουν λίγο πιο στέρεο το συγκεκριμένο μοντέλο;
Το έργο, όπως και η παράσταση, διατηρούν το στοιχείο του ρεαλισμού στο μέγιστο, με σημερινό και άμεσο λόγο, καθώς και με απόλυτα ρεαλιστικές συνθήκες δράσης. Ο συμβολισμός όμως δεν λείπει. Βλέπουμε τα γεγονότα να εξελίσσονται στους τέσσερις τοίχους ενός νεοελληνικού σπιτιού, όμως οι αναφορές δεν έχουν να κάνουν μόνο με την οικογένεια. Έχουν να κάνουν με την αποδόμηση ενός ολόκληρου κράτους. Μιας ολόκληρης κοινωνίας. Οι ήρωες δεν είναι μόνο αδέρφια, γονείς ή συγγενείς. Είναι οι γείτονές μας, οι συνάδελφοί μας, οι φίλοι μας, οι άγνωστοι. Είναι ο καθένας από εμάς και όλοι οι υπόλοιποι.
Η στάση που διατηρεί κάποιος μέσα στo πλαίσιo της οικογένειας δεν μπορεί να είναι εντελώς διαφορετική από τη στάση που κρατάει σαν πολίτης στα μεγάλα ή στα μικρά γεγονότα. Τώρα, αν μέσα από την παράσταση προτείνονται χρήσιμες αλλαγές που να μπορούν να κάνουν πιο στέρεο το αποδομημένο Ελληνικό μοντέλο οικογένειας, η απάντηση είναι σίγουρα όχι. Το θέμα αγγίζεται, χρησιμοποιώντας κάποια δολοφονικά ένστικτα των ηρώων, συμβολικά πάλι, με την πεποίθηση ότι για να σώσεις κάτι, πρέπει πρώτα να θυσιάσεις κάτι άλλο, να σκοτώσεις και όχι απλά να θάψεις τα παιδικά σου τραύματα και τα βαρίδια που γίνονται απροσπέλαστα εμπόδια στην ενηλικίωσή σου. Μέχρι εκεί όμως. Οι χρήσιμες αλλαγές κατά τη γνώμη μου δεν προτείνονται. Πόσο μάλλον μέσα από μια θεατρική παράσταση. Δεν τις βρίσκουμε κάπου. Έρχονται και εγκαθίστανται μόνες τους όταν οι άνθρωποι αποφασίζουμε να κοιτάξουμε θαρραλέα και βαθιά μέσα μας με ειλικρίνεια και πραγματική θέληση εξέλιξης.
– Συνήθως σε ανάλογα έργα βλέπουμε τη σήψη της ελληνικής οικογένειας και το δυσοίωνο της όλης υπόθεσης. Εσύ ως Βαγγέλης βλέπεις νότες αισιοδοξίας για το μέλλον και αν ναι, πού και πώς;
Με δυσκολεύει πολύ η ερώτηση αυτή. Δεν έχω ιδέα αν όλα αυτά που έχω μέσα στο κεφάλι μου είναι αισιόδοξα ή σκοτεινά. Κάπου μέσα στο έργο ίσως και να υπάρχει η απάντηση, αλλά κι εκεί δεν είμαι σίγουρος ότι τα πράγματα είναι όπως ακριβώς φαίνονται. Δεν με γοητεύει πια η μαυρίλα και το δυσοίωνο και αυτό είναι μάλλον αποτέλεσμα της πραγματικότητας που έχει υπερκαλύψει την ανάγκη μου αυτή. Δεν το λες και αισιόδοξο αυτό. Μπορεί όμως να είναι και δείγμα ότι μεγαλώνω, πετάω τα περιττά και ονειρεύομαι κάτι πιο φωτεινό. Καθόλου απαισιόδοξο…
– Το γράψιμο ήταν κάτι που σε απασχολούσε πάντα ή προέκυψε τώρα; Είναι ένας τομέας που θέλεις να συνεχίσεις γενικότερα;
Θα έλεγα ότι είναι κάτι που με απασχολεί την τελευταία δεκαετία, αλλά κάποια παλιά μουτζουρωμένα τετράδια μου θύμισαν ότι με απασχολούσε πάντα. Όταν λέμε γράψιμο, εννοούμε θέατρο και μόνο. Από εκεί ξεκινούν και τελειώνουν όλα για μένα. Άλλωστε ηθοποιός είμαι και αυτή είναι η επαγγελματική μου ταυτότητα. Ο χαρτοπόλεμος δεν είναι το πρώτο μου έργο αλλά είναι το πρώτο που ανεβαίνει στο θέατρο και αυτό μου έχει δώσει μεγάλη χαρά. Το γράψιμο είναι ένας τομέας που με ενδιαφέρει πάρα πολύ και εύχομαι να μπορέσω να το συνεχίσω. Το θέατρο για μένα είναι ένα πράγμα και εύχομαι να μπορώ να το υπηρετώ με κάθε τρόπο.
– Πώς είναι η αίσθηση να παίζεις σ’ ένα έργο, το οποίο εσύ έχεις γράψει και πώς είναι η συνεργασία σου με τους υπόλοιπους συντελεστές και έναν σκηνοθέτη των ικανοτήτων του Γιώργου Παλούμπη;
Το να παίξω σ’ ένα έργο που έχω γράψει εγώ, είναι κάτι που δεν περίμενα ποτέ να μου συμβεί. Και κατά μια έννοια δεν μου συνέβη. Σαν ηθοποιός όλα αυτά τα χρόνια, έμαθα να δουλεύω και να ξεψαχνίζω τα κείμενα μόνο προς όφελος της υποκριτικής. Αυτό με βοήθησε πολύ να αποστασιοποιηθώ από το ρόλο του συγγραφέα και να δω το έργο σαν κάτι που δεν γνωρίζω πως δημιουργήθηκε αλλά να με ενδιαφέρει το τι λέει σε μένα και με ποιους τρόπους μπορώ να το επικοινωνήσω. Σ’ αυτό συνέβαλαν βέβαια και οι ατέλειωτες και πολύ ευχάριστες-δημιουργικές ώρες που δουλέψαμε μαζί με τον Γιωργή Τσουρή που ανέλαβε την δραματουργική επεξεργασία και την επιμέλεια του κειμένου. Σαν ηθοποιοί και οι δυο, δεν αγγίζαμε τον υπολογιστή εάν πρώτα δεν παίζαμε αυτοσχεδιάζοντας κάθε σκηνή. Έτσι, όταν τελειώσαμε το έργο, είμασταν πια τόσο μέσα στο κείμενο μέσω της οδού που γνωρίζουμε, που δεν χρειάστηκε να ασχοληθούμε με το ποιος το έγραψε. Για τη συνεργασία με τους υπόλοιπους συντελεστές, έχω να πω ότι δεν έχω ευτυχίσει καλύτερη στιγμή στο θέατρο.
Το να δουλεύεις με φίλους της καρδιάς δεν σημαίνει πάντα ότι είναι εύκολο ή ότι είναι υπέρ του αποτελέσματος. Όταν όμως η αγάπη, η εκτίμηση και ο θαυμασμός συνοδεύονται από επαγγελματισμό, ταλέντο, ευσυνειδησία, κοινή ιδεολογία και πολύ χιούμορ, δεν απομένουν περιθώρια να στραβώσει κάτι. Άφησα τελευταίο το κεφάλαιο Γιώργος Παλούμπης γιατί εδώ θέλω να σταθώ αρκετά. Όνειρο κάθε ηθοποιού, είναι να παίζει ρόλους τους οποίους θα νοιώθει ελεύθερος να τους ψάξει, να τους χτίσει, να τους αποδομήσει για να τους ξαναπιάσει από την αρχή, να τους αμφισβητήσει και τέλος να τους λατρέψει. Σπάνια οι ηθοποιοί έχουμε τη χαρά να περάσουμε απ’ όλα αυτά τα στάδια χωρίς φόβο, άγχος και ενοχλητικές συμπεριφορές άνευ λόγου και αιτίας. Κάπου εδώ λοιπόν έρχεται ο Γιώργος Παλούμπης και σου λέει, παίξε, μίλα, επικοινώνησε, ζήσε το. Και το εννοεί! Με μια απλότητα που σε σοκάρει ευχάριστα, με σπανιότητα ευαισθησίας, με απίστευτη μέθοδο και με καθαρή ματιά και αγάπη για τη θεατρική πράξη, σε βάζει σε κόσμους αλήθειας που δεν έχεις περιθώρια να ξεφύγεις. Έτσι, η πεντάωρη πρόβα τελειώνει και δεν είσαι κουρασμένος. Θέλεις κι άλλο. Δεν κοίταξες ούτε μια φορά το ρολόι σου και ξέχασες ότι έχεις να καπνίσεις πέντε ώρες. Ε, αν αυτό δεν λέγεται ευτυχισμένη συνεργασία, τότε τι; Νοιώθω πραγματικά ευλογημένος που τον γνώρισα και που μου έκανε την τιμή να εμπιστευτεί το έργο και να το αναδείξει.
– Συμπερασματικά γιατί θα πρότεινες σε κάποιον να δει το έργο και τι αποκομίσατε μέχρι τώρα από τις αντιδράσεις του κοινού. Επίσης θα παιχθεί μόνο για οκτώ παραστάσεις ή πρόκειται να συνεχιστεί και αργότερα; Είτε το καλοκαίρι, είτε από τη νέα σεζόν.
Η παράσταση μέχρι τώρα δείχνει να έχει μεγάλη αποδοχή από το κοινό, έχουμε ακούσει πολύ συγκινητικά λόγια και όπως μας λένε, την απολαμβάνουν πολύ. Οι εναλλαγές των συναισθημάτων που τους προκαλεί είναι κάτι που έχει σχολιαστεί αρκετά. Το γέλιο και η συγκίνηση διαδέχονται το ένα το άλλο σε πολλές στιγμές και σε κάποιες άλλες συνυπάρχουν. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο θα πρότεινα σε κάποιον να έρθει να την παρακολουθήσει. Για να νιώσει. Έτσι απλά. Ο σχεδιασμός μας είναι για 8 παραστάσεις τα Δευτερότριτα του Μαΐου και μέχρι εκεί.
– Παράλληλα συμμετέχεις και στον Αστέρα Ραχούλας. Πώς βιώνεις αυτήν τη συνεργασία, πόσο σου αρέσει που είσαι σ’ αυτήν τη δουλειά, αλλά και ο ρόλος σου. Πώς τον προσέγγισες, καθώς και αν πήρες από κάπου ερεθίσματα για να τον αποδώσεις, όπως είναι ένας τυπικός σπίκερ ερασιτεχνικών αγώνων στην επαρχία;
Είμαι πολύ χαρούμενος που συμμετέχω στην πολύ όμορφη αυτή τη σειρά του ALPHA. Λάτρεψα το ρόλο αυτό από την πρώτη στιγμή που διάβασα τα σενάρια και τον απολαμβάνω πάρα πολύ. Τα γυρίσματα είναι δύσκολα γιατί είναι όλα σε εξωτερικούς χώρους και φέτος ο Χειμώνας δεν βοήθησε πολύ, όμως περνάω τόσο καλά που αξίζει τον κόπο. Η μεγάλη πλάκα είναι ότι δεν έχω ιδέα από ποδόσφαιρο σε απελπιστικά μεγάλο βαθμό. Επιστράτευσα όλους τους ποδοσφαιρόφιλους φίλους μου και κάθε φορά που έχω γύρισμα, διοργανώνουμε ιδιωτικά σεμινάρια για να καταλάβω τι λένε τα κείμενα.
Ο Γαρίφαλλος, ο πλανόδιος αυτός πονηρός μικροπωλητής της επαρχίας που στα κενά του κάνει τον σπίκερ σε ερασιτεχνικούς αγώνες, αγαπάει το ποδόσφαιρο αλλά δεν είναι και επαγγελματίας του είδους όπως θέλει ο ίδιος να πιστεύει. Αυτό με βοήθησε πολύ να αποενοχοποιηθώ από την αμάθειά μου στα ποδοσφαιρικά και προσέγγισα το ρόλο σύμφωνα με τα ακούσματα που έχω από αγώνες που παίζουν στην τηλεόραση. Αυτό που κάνει και ο ρόλος δηλαδή. Μια αμήχανη αλλά γεμάτη πάθος προσπάθεια μίμησης των επαγγελματιών. Η συνεργασία με τον Νίκο Κρητικό, τον σκηνοθέτη, είναι άψογη και πολύ ουσιαστική καθώς και με όλους τους ηθοποιούς της σειράς με τους οποίους έχουμε περάσει πολύ καλά και έχουμε γελάσει πολύ.
Αναλυτικές λεπτομέρειες για τον «Χαρτοπόλεμο» ακολουθούν στον εξής σύνδεσμο: http://www.all4fun.gr/fun/theater/14646-qq—-.html
Του Κυριάκου Κουρουτσαβούρη, 7/5/2017