Το “Έτερος Εγώ” συμπληρώνει ήδη δύο εβδομάδες προβολής στις αίθουσες και τα θετικά σχόλια του κοινού επιβραβεύουν τις προθέσεις του δημιουργού του Σωτήρη Τσαφούλια.
Μια ταινία που διαφέρει αισθητά από την κλασική εικόνα, την οποία έχει ο μέσος θεατής για τον ελληνικό κινηματογράφο. Δεν αρέσει, όμως, στον κόσμο μόνο για αυτόν τον λόγο.
Αρέσει γιατί εκτός από μια ποιοτική δουλειά προσφέρει δράση και γρήγορους ρυθμούς. Κάτι που λείπει από τις πιο πολλές ελληνικές ταινίες.“Κάποτε πρέπει να σταματήσει ο ελληνικός κινηματογράφος να θεωρείται “είδος” από μόνος του αναφέρει στο All4fun ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος του έργου, στο οποίο ταιριάζουν αρμονικά τα μαθηματικά με τους φόνους που συμβαίνουν στην Αθήνα του σήμερα.
Κάποιοι, μάλιστα, έσπευσαν να το συγκρίνουν, ακόμη και με το Seven. “Toυς ευχαριστούμε, γιατί είναι πολύ τιμητικό για όλους μας να τίθεται θέμα σύγκρισης με μια ταινία η οποία στοίχισε 33 εκατομμύρια δολλάρια “, συμπληρώνει ο Σωτήρης Τσαφούλιας.
Αν και δεν του άρεσαν τα μαθηματικά, όταν ήταν στο σχολείο πλέον έχει μια πολύ διαφορετική άποψη, αφού εκτιμά τα κοινά στοιχεία που υπάρχουν με τον κινηματογράφο.
Το “Έτερος Εγώ” δέχθηκε αρνητικά σχόλια από μερίδα κριτικών, όμως στο κοινό αρέσει πολύ.
Όπως αποδεικνύεται και από τον κόσμο που πηγαίνει στις αίθουσες για να το παρακολουθήσει, αλλά και τα κολακευτικά σχόλια από στόμα σε στόμα.
Έχοντας ήδη κατακτήσει βραβείο κοινού, όπως συνέβη στο φετινό φεστιβάλ κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης το “Έτερος Εγώ” είναι μια ταινία, που έρχεται ν’ αλλάξει τα δεδομένα στον κινηματογράφο της χώρας μας.
Και να φωτίσει μια διαφορετική οπτική για το πώς μπορεί να γυριστεί μια ταινία διαφορετικής τεχνοτροπίας στην Ελλάδα του 2017.
– Τελικά στο ελληνικό σινεμά δεν υπάρχει μόνο γκρίζο, όπως επιβεβαιώνεται στην ταινία. Ήταν ένας από τους αρχικούς σου στόχους να κάνεις μια διαφορετικής τεχνοτροπίας για τα ελληνικά δεδομένα ταινία;
Δεν θα έλεγα ότι ήταν στόχος. Είναι θέμα αισθητικής. Θέλησα να επικοινωνήσω το έργο στον κόσμο μέσα από ένα διαφορετικό, για την κυρίαρχη κινηματογραφική τάση, σκηνικό. Υπάρχει και αυτή η Ελλάδα.
– Θεωρείς πως το «Έτερος εγώ» θ’ αποτελέσει την απαρχή για να υπάρξουν και άλλα αστυνομικά θρίλερ στο ελληνικό σινεμά;
Θεωρώ ότι ο ελληνικός κινηματογράφος πρέπει να επεκταθεί σε όλα τα είδη, ώστε να πάψει να θεωρείται «είδος» ο ίδιος.
– Γιατί θα συνιστούσες σε κάποιον να δει την ταινία; Και γιατί σε κάποιον, που έχει συνηθίσει να βλέπει αστυνομικά θρίλερ του αμερικανικού σινεμά; Τι διαφορετικό μπορεί να δει, εκτός από το τι αφορά την Ελλάδα και όχι μια άλλη χώρα;
Το “Έτερος Εγώ”, όπως όλα τα κινηματογραφικά έργα, δεν αφορά χώρες. Αφορά τους ανθρώπους. Το “Έτερος Εγώ” θα το περιέγραφα σαν μια ταινία που φωτίζει την τρομερή αταξία που κρύβουμε μέσα μας. Μια ταινία που μιλάει στην ηθική μας συνείδηση. Το αίσθημα της επιβίωσης ακόμα και όταν αυτό το αίσθημα, έρχεται σε κόντρα με την ηθική. Θα χαρακτήριζα το “Έτερος Εγώ” σαν μια έντιμη κατάσταση, που προσφέρει περισσότερα από όσα υπόσχεται.
– Τι θεωρείς πως έχει να ζηλέψει από μια ανάλογη ταινία του Χόλιγουντ και τι θα άλλαζες (και αν φυσικά) σε περίπτωση που είχες τη δυνατότητα μεγαλύτερου προϋπολογισμού;
Είμαι της άποψης πως καμία ταινία δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από καμία άλλη. Κάθε ταινία είναι και ένα διαφορετικό ταξίδι. Σχετικά με την ερώτηση αν θα μπορούσε να είναι καλύτερη ταινία, η απάντηση είναι, ναι. Δύσκολα θα βρεθεί δημιουργός να πει ότι είναι απόλυτα ικανοποιημένος με το έργο του. Ο εχθρός του καλού είναι το καλύτερο.
– Πόσο δύσκολο είναι ένα τέτοιο εγχείρημα στην Ελλάδα και τι ήταν εκείνο που σε κέντρισε περισσότερο, προκειμένου να κάνεις πραγματικότητα το όραμα σου, δημιουργώντας αυτό το έργο;
Όταν αγαπάς κάτι ειλικρινά και το προσπαθείς έντιμα και με σεβασμό δεν υπάρχουν δυσκολίες. Υπάρχουν προκλήσεις που πρέπει να ξεπεράσεις για να εξελιχθείς και σαν καλλιτέχνης αλλά το σημαντικότερο σαν άνθρωπος. Υπήρξαν πολλές προκλήσεις κατά την υλοποίηση του “Έτερος Εγώ”, είχα όμως την τύχη να είμαι πλαισιωμένος από μια υπέροχη ομάδα ταλαντούχων ανθρώπων, που όλοι μαζί από κοινού και σαν ομάδα, καταφέραμε να ανταποκριθούμε σε αυτές, με το καλύτερο δυνατό τρόπο.
– Είχες επιρροές από ξένες ταινίες ανάλογου τύπου ή το προσέγγισες καθαρά με τη δική σου οπτική και τις δεδομένες υπάρχουσες συνθήκες της χώρας;
Το προσέγγισα με τη δική μου οπτική αν και είναι λογικό, πως η οπτική μου, όπως όλων μας, διαμορφώνεται από τις επιρροές που έχουμε σε ποικίλους τομείς της ζωής μας. Όταν γράφω ένα σενάριο μοναδική μου επιρροή είναι η αλήθεια της ιστορίας που αφηγούμαι και ο λόγος για τον οποίο θέλω να μοιραστώ αυτή την ιστορία με τον υπόλοιπο κόσμο. Τον τρόπο σκηνοθεσίας, τον επιβάλλει το σενάριο, τον επιβάλλει η ίδια η ιστορία.
– Πέρα από την ηθική αναγνώριση τι σημαίνει για σένα και το επιτελείο σου το βραβείο κοινού της Θεσσαλονίκης. Είναι για παράδειγμα μια αφορμή για ν’ αρχίσεις να σκέφτεσαι το επόμενο σου κινηματογραφικό βήμα ή είναι ακόμα νωρίς να μιλάμε για ένα τέτοιο ενδεχόμενο;
Το βραβείο κοινού είναι για μένα το καλύτερο βραβείο που μπορεί να πάρει μια ταινία. Κινηματογράφο κάνουμε για το κοινό, για να μοιραστούμε μαζί του μια ιστορία. Από εκεί και πέρα δεν αποτελεί ούτε αιτία ούτε αφορμή για τίποτα άλλο. Η μοναδική μου αφορμή είναι η ανάγκη μου να μοιραστώ ένα εσωτερικό ταξίδι.
– Κάποιοι από τους κριτικούς γράφουν ότι η ταινία μοιάζει με το Seven. Πως το σχολιάζεις αυτό;
Το θεωρώ άκρως τιμητικό και κολακευτικό για εμένα και τους συνεργάτες μου να συγκρίνουν το “Έτερος Εγώ” με μια ταινία που κόστισε 33 εκατομμύρια δολάρια. Τους ευχαριστώ πολύ.
– Έχεις αναφέρει πως το συγκεκριμένο σενάριο σχετίζεται με πραγματικά γεγονότα στην Ελλάδα. Η ιδέα εκπλήρωσης του προέκυψε από τότε ή στην πορεία; Και σχετίζονται όντως με τα μαθηματικά και τον Πυθαγόρα ή ήταν μια δική σου επινόηση;
Υπήρξε ένα περιστατικό στο παρελθόν που είχε να κάνει με αυτό που συμβαίνει στην έναρξη της ταινίας (δεν μπορώ αυτή τη στιγμή να πω περισσότερες λεπτομέρειες, θα ήταν spoiler) και αρκετά χρόνια αργότερα όταν ανακάλυψα και έμαθα το θεώρημα του Πυθαγόρα που αναφέρεται στο Έτερος Εγώ, έκανα το συνειρμό και έγραψα το σενάριο.
– Ποια είναι η σχέση σου με τους αριθμούς και τα μαθηματικά;
Η σχέση μου με τα μαθηματικά δεν ήταν καθόλου καλή στα μαθητικά μου χρόνια. Την εποχή που πήγαινα λύκειο, στη τρίτη λυκείου είχαμε τις δέσμες. Επέλεξα την τρίτη δέσμη μόνο και μόνο γιατί δεν είχε μαθηματικά. Πολλά χρόνια αργότερα άρχισαν να μου αρέσουν και να διαπιστώνω τη μαγεία και τη περιπέτεια που κρύβουν μέσα τους. Η αγάπη μου για τα μαθηματικά μεγάλωσε ακόμα περισσότερο όταν συνειδητοποίησα πόσα κοινά στοιχεία έχουν με το κινηματογράφο. Με γοητεύει ο τρόπος που και τα δυο αποδέχονται την αντίφαση. Ο άφοβος χειρισμός του αβέβαιου και η τολμηρή τους διείσδυση στην πιθανότητα της πραγματικότητας.
– Ο Δημήτρης Λαίνης, τον οποίο υποδύεται ο Πυγμαλίωνας Δαδακαρίδης έχει σύνδρομο Άσπεργκερ, το οποίο τον καθιστά εμμονικό και ψυχαναγκαστικό. Ήθελες μ’ έναν τέτοιο χαρακτήρα να δείξεις ότι μπορεί να ενσωματώνεται με επιτυχία σε μία ούτως ή άλλως σκληρή προς τη διαφορετικότητα κοινωνία ή ήταν κάποιος άλλος ο στόχος σου; Από τη στιγμή μάλιστα, που όπως συμβούλευε ο πρύτανης τον διοικητή της αστυνομίας στο τηλέφωνο, δε θα πρέπει να τον τρομάζει ο αυτισμός ως λέξη, δεδομένου ότι σχετίζεται και με το συγκεκριμένο σύνδρομο; Επίσης πόσο πιο σημαντικό είναι για έναν τέτοιο άνθρωπο το κεφάλαιο οικογένεια, όσα μέλη και αν την αποτελούν, δεδομένου πως τον βλέπουμε τόσο προσκολλημένο στον ανήμπορο πατέρα του;
Το Σύνδρομο Άσπεργκερ είναι μια διαταραχή του φάσματος του αυτισμού, που χαρακτηρίζεται από σημαντικές δυσκολίες στην κοινωνική αλληλεπίδραση και στη λεκτική επικοινωνία, ενώ παράλληλα εκδηλώνεται με περιορισμένες και επαναλαμβανόμενες συμπεριφορές και ενδιαφέροντα. Διαφέρει από τις άλλες διαταραχές του φάσματος του αυτισμού λόγω της διατήρησης της γλωσσικής και γνωστικής ανάπτυξης. Οι άνθρωποι αυτοί αν βρουν την κλίση τους μπορούν να διαπρέψουν. Έτσι λοιπόν όταν φτιάχναμε τον κεντρικό μας ήρωα, θέλαμε ουσιαστικά να είναι αντί-ήρωας, ώστε να περάσουμε και το μήνυμα ότι οι συνάνθρωποι μας που έχουν αυτό το σύνδρομο δεν είναι διαφορετικοί. Είναι ξεχωριστοί, ιδιαίτεροι και χαρισματικοί.
– Σε αντίθεση με τις περισσότερες ταινίες στην Ελλάδα του σήμερα η ταινία δε σχετίζεται άμεσα με την κρίση, τουλάχιστον σε οικονομικό επίπεδο. Ωστόσο διαπιστώνει κανείς την κρίση αξιών, που ξεκινάει από τη μη εφαρμογή της δικαιοσύνης, το κουκούλωμα παράνομων υποθέσεων και φτάνουν ακόμα και στην απόκρυψη εγκλημάτων. Ηταν εξ’ αρχής στόχος σου να μην σχετίζεται η υπόθεση – άμεσα τουλάχιστον – με την κρίση ή προέκυψε στην πορεία του σεναρίου;
Η θεματολογία της ταινίας δεν ακολουθεί την ειδησεογραφική επικαιρότητα. Είναι ταινία και όχι ντοκιμαντέρ. Κάποτε πρέπει να αρχίζουμε να διακρίνουμε την σχέση αιτίας και αιτιατού και να πολεμάμε την ρίζα του κακού και όχι τα συμπτώματα του. Η πηγή της κρίσης στην Ελλάδα δεν είναι οικονομική. Η οικονομική κρίση είναι απόρροια των πραγματικών αιτιών. Το πραγματικό μας πρόβλημα ήταν ανέκαθεν η κρίση αξιών.
– Ανάμεσα σε κάποια από τα σχόλια έχει αναφερθεί και το ότι, «δεν είναι εικόνα της Ελλάδας αυτή με τα πεντακάθαρα αμφιθέατρα». Τι απαντάς σε αυτά;
Στην ταινία δεν υπάρχει ούτε ένας χώρος studio. Όλοι οι χώροι είναι φυσικοί. Τι πάει να πει αυτό που λένε πως δεν είναι εικόνα της Ελλάδας; Εγώ που την γύρισα την ταινία στο Κονγκό; Στη ζωή υπάρχουν τα πάντα, όπως και στη χώρα μας.Υπάρχει σκοτάδι, υπάρχει φως, υπάρχει καθαρότητα, υπάρχει βρωμιά, υπάρχει μοναξιά, υπάρχει ελευθερία. Ο καθένας διαλέγει αυτό που του ταιριάζει.
– “Το να κρύβεις την αλήθεια είναι σαν να θάβεις χρυσάφι¨, λέει ένα από τα ρητά του Πυθαγόρα. Πόσο επίκαιρο είναι όλο αυτό στην Ελλάδα του σήμερα και πόσο αισιόδοξος είσαι ότι κάποια στιγμή θα μπορούσαμε να κινηθούμε προς τα μπροστά;
Η αλήθεια, είναι βαρύ και δύσκολο φορτίο και δεν μπορούν να το σηκώσουν όλοι εύκολα. Παρόλα αυτά είναι λυτρωτική αν μπορείς να διαχειριστείς τον εαυτό σου. Αισιόδοξος νιώθω βλέποντας τις νέες γενιές και τον τρόπο με τον οποίο σκέφτομαι και αντιμετωπίζουν τα πράγματα. Από τη πλευρά μου αυτό που προσπαθώ να κάνω στη επαφή μου με τους νέους ανθρώπους, είναι να μην τους μολύνω με τις αντιλήψεις και τα στερεότυπα της δικής μου της γενιάς. Ο κόσμος τους ανήκει, ας τον φτιάξουν όπως θέλουν. Τα δικά μας τα λάθη τα γνωρίζουν.
– Με προτροπή του πρύτανη ο Λαίνης στρέφεται σ’ έναν Γάλλο για να βρει λύσεις μέσω των μαθηματικών, στα οποία διέπρεπαν οι Έλληνες στην αρχαιότητα. Ανέφερες και σε συνέντευξη σου πως έκανες εσκεμμένα αυτόν τον συνειρμό. Τι θέλησες να δείξεις περισσότερο μ’ αυτόν τον τρόπο; Γενικότερα ποια είναι τα μηνύματα που ήθελες να δώσεις και θεωρείς πως εισπράττει εν τέλει ένας θεατής βλέποντας το «Έτερος εγώ»;
Από την πρώτη στιγμή που έγραψα το σενάριο, το συγκεκριμένο ρόλο ήθελα να τον παίξει ξένος ηθοποιός για λόγους κυρίως αλληγορικούς. Ένας Έλληνας που βρίσκεται σε αδιέξοδο και στρέφεται σε ένα ξένο για να του πει αυτό που θα έπρεπε να ξέρει σαν Έλληνας. Ο Francois Cluzet είναι από τους πλέον αγαπημένους μου ηθοποιούς και το ότι δέχτηκε να συμμετάσχει στην ταινία αλλά και ο ενθουσιασμός με τον οποίο το έκανε, ήταν τεράστια τιμή και χαρά για όλους μας. Ήταν επίσης ένας τρόπος να μοιραστώ με το κόσμο ότι κανένα όνειρο δεν είναι άπιαστο. Σε ότι αφορά τα μηνύματα που θα εισπράξει ο θεατής δεν είμαι εγώ αυτός που θα απαντήσει. Το κάνει η ίδια η ταινία και ό,τι πει η ταινία στη ψυχή και το μυαλό του κάθε θεατή. Αυτή είναι και η αλήθεια της.
– Ποιο θεωρείς πως είναι το καλύτερο σχόλιο που σου έχουν κάνει μέχρι τώρα για την ταινία, ποιο το πιο αντιπροσωπευτικό και ποιο το πιο απίθανο με βάση αυτό που είχες εσύ στο μυαλό σου, κάνοντας την ταινία;
Όλα τα σχόλια είναι ξεχωριστά, γιατί όλοι οι άνθρωποι είναι ξεχωριστοί. Δεν ξεχωρίζω κάποιο.
– “Τι έκανα που δεν έπρεπε; Τι έκανα που έπρεπε; Τι έπρεπε να κάνω και δεν το έκανα;”, λέει ένα ακόμα ρητό του Πυθαγόρα. Τρία ερωτήματα, που σίγουρα μας έχουν απασχολήσει όλους κατά καιρούς. Τι θα απαντούσες σ’ έναν άλλο σου εαυτό αν σου έθετε αυτές τις τρεις ερωτήσεις; Και τι θα απαντούσες συνολικά ως Ελλάδα και γενικότερα ως ένας απλός Έλληνας πολίτης;
Ως Ελλάδα δεν μπορώ να απαντήσω. Δεν εκπροσωπώ κανένα σε αυτή τη ζωή παρά μόνο τον εαυτό μου. Θεωρώ ότι η συγκεκριμένη φράση του Πυθαγόρα κρύβει τεράστια σοφία, αλλά ως απολογισμός. Την ερώτηση αυτή θα την κάνουμε στους εαυτούς μας, στη δύση, στον επίλογο της ζωή μας. Κάθε μέρα λοιπόν που ανοίγω τα μάτια μου και βρίσκομαι πάνω από τη Γη, σκέφτομαι την απάντηση που θα δώσω σ’ αυτήν την ερώτηση, όταν έρθει η ώρα της και κάπως έτσι πορεύομαι.
– Αν ήσουν ένας ήρωας της ταινίας ως Σωτήρης Τσαφούλιας ποιος θα ήθελες να ήσουν;
Δεν θέλησα ποτέ στη ζωή μου να είμαι τίποτα άλλο εκτός από αυτό που είμαι ή που θα μπορούσα να γίνω. Θα ήταν ασέβεια προς τους γονείς που με έκαναν, να θέλω να είμαι κάτι άλλο. Θα ήταν ασέβεια προς την ίδια τη φύση. Το μόνο που θέλω να κάνω είναι να αμφισβητώ καθημερινά αυτά που νομίζω πως πιστεύω και να πλησιάζω όσο περισσότερο μπορώ τον στόχο μου να γίνω καλύτερος άνθρωπος, με το να αγαπάω περισσότερο, να προσφέρω όσο μπορώ και να εξελίσσομαι.
Του Κυριάκου Κουρουτσαβούρη, 2/2/2017