12.6 C
Athens
Τρίτη, 18 Φεβρουαρίου, 2025

Με τσακισμένα πόδια (1ο μέρος)

Ένα δωμάτιο με τρία κρεβάτια σε απόσταση μεταξύ τους και ένα αναπηρικό καριτσάκι κοντά στο ένα κρεβάτι.  Δεν είναι ευδιάκριτο αν είναι και τα τρία στο ίδιο χώρο, αλλά δεν υποδηλώνεται από κάπου ότι είναι σε διαφορετικό. 
Ψυχρό, σαν τα δωμάτια νοσοκομείου που λείπει η ταυτότητα στα έπιπλα. Σκοτεινό με ένα φως να πέφτει απ έξω σαν να είναι ξημέρωμα, ίσως και απόγευμα. Η ηρεμία που υπάρχει απέχει λίγο από το κενό και φαντάζει ανέφικτο το να μην σκέφτεσαι…
1η σκηνή
[Ένας κύριος κάθεται στο αναπηρικό καροτσάκι. Είναι γύρω στα 65. Γκριζομάλλης, με μία γοητεία που οφείλεται στο ενεργό και ανήσυχο βλέμμα του. Μιλάει σε μία κούκλα  που είναι καθισμένη στο κρεβάτι. Οι αστράγαλοι της είναι πληγιασμένοι και στάζουν αίμα σε όλη την διάρκεια της σκηνής.]
 
Οιδίποδας:
Με βλέπεις με αυτό το βλέμμα το λυπημένο
Γιατί;
Σαν να ‘χουν γεμίσει οι ενοχές τα μάτια σου τρύπες
Και πιο πολύ κοιτάς τον εαυτό σου παρά εμένα
Όλο τρύπες
Και αυτό το δωμάτιο που με κλείσατε
Τρύπες κι αυτό
Ο καναπές γεμάτος τρύπες, τα φωτιστικά και οι τοίχοι γεμάτα τρύπες
Σαν μεγάλοι θεόρατοι καθρέφτες είναι που λίγο να ξεχαστείς και να κοιτάξεις μέσα 
βλέπεις όλο σου το άδειο
 
Αύριο να πεις στην μητέρα σου να φέρει καλύμματα
Να τις καλύψουμε όλες
Και τα μάτια σου
Δεν θέλω να τα βλέπω
Είναι τόσο διάφανα που βλέπω και την σκιά μου μέσα τους
Και πιο πολύ απευθύνομαι σε ‘μένα παρά σε ‘σένα όταν κοιτώ
Μην νομίζεις
Αυτό το πρόβλημα είχα κι όταν ήμουν έξω
 
Ξεκινούσα με πάθος να μιλήσω στον λαό μου
Με λαχτάρα να μοιραστώ την σκέψη μου, να τους βοηθήσω
Να τους την δώσω να την φάνε
Και έχωνα το χέρι μου βαθιά στα λαρύγγια τους να τους την δώσω
Μα το χέρι μου ασθενούσε
Έμενε ακούνητο εκεί μέσα
 
Περπατούσα στον δρόμο με βουτηγμένα τα χέρια μου
στα ξεχειλωμένα στόματα τους, που βρωμούσανε οδοντόκρεμες και κρέας.
Και αν μας έβλεπε κανένας?
Από μακριά θα νόμιζε ότι με τρώνε
Η αλήθεια είναι ότι κι εγώ το επιθυμούσα
κάποιες στιγμές παραδοχής
 
Μην τρομάζεις μικρή μου
Αυτές ήταν πάντα ελάχιστες
Μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού
Μόνο μια φορά θυμάμαι
Που την είδα, την ακούμπησα
Ήταν εκεί, ολόκληρη, τεράστια 
η αλήθεια
Την μάζεψα με τα βρωμόχερα μου και την έφαγα
Σαν λυσσασμένο σκυλί
Κλείστηκα σε μια τουαλέτα γρήγορα και
έγλειφα τα δάχτυλά μου με μανία
Δεν ήθελα να με δουν
 
Αυτοί με ήθελαν πάντα δυνατό
Εγώ ποτέ δεν ήμουν
Η αλήθεια μου ήταν γεμάτη
Γεμάτη αδυναμίες  
Γεμάτη φόβους 
Πάντα πρέπει κάτι να κάνεις
Κάτι παραπανίσιο για να τραβήξεις το βλέμμα απ’ την αλήθεια
Εγώ όταν είδα την γιαγιά σου
Την προγιαγιά σου, συγνώμη, να κρέμεται από το σκοινί
Το μόνο που παρατήρησα ήταν τα κόκκινα νύχια σ’ αυτά τα μακρόλιγνα δάχτυλα
 
Με χάιδευε πολύ η Ιοκάστη
Σε κάθε ευκαιρία τρύπωνε τα δάχτυλα της
στις ζεστές κρυψώνες μου
Σαν περιστέρια που ψάχνουν για φωλιά
Μ’ αγκάλιαζε για να αγκαλιαστεί
Και όχι για να με φροντίσει
Ακριβώς σαν εσένα κοιτούσε
Με ενοχές και θυμό
Δεν χρειαζόταν να μάθει ότι είμαι γιος της
Για να γίνει μάνα μου
Ήμουν ήδη το παιδί της
 
Με χάιδευε στην πλάτη πριν κοιμηθώ και μου σιγοτραγουδούσε παραμύθια
Η μουσική την απενεχοποιούσε
Εμένα μου δημιουργούσε αμηχανία
Εγώ δεν ήθελα τραγουδάκια
Άντρας ήμουν
 
 
Ήθελα να χώσω το χέρι μου ανάμεσα στα πόδια της
Και να δω επιτέλους αυτό το βλέμμα
Το σκληρό και έντονο, όλο επικρίσεις και ενοχές
Να παύσει
Να ηρεμήσει
Το σώμα της να εμπιστευτεί το δικό μου και επιτέλους
Να χάσει τον έλεγχο
Να χάσει τον εαυτό της
Να γίνω εγώ ο εαυτός της
Να δω με τα μάτια της και να γευτώ με το στόμα της
Ένα να γίνουμε
Το αίμα και τα οστά να μυρίσουν την ίδια μυρωδιά
 
Μόνο τέσσερις φορές έγινε
Και οι τρεις με την βία
Πολεμούσε να ξεφύγει σαν να ήθελε να μείνει εκεί για πάντα
Σταμάτησα για λίγα δευτερόλεπτα
Και την είδα
Αληθινή
Σε μια λίμνη
Με τα στήθια της πεσμένα
Και το κορμί αδύνατο, γερασμένο
Μα αναψοκοκκινισμένο
 
Σαν να της έκανε την χάρη για λίγα λεπτά να βγάλει χρώμα ξανά
Και οι πόροι της θεόρατα ανοιχτοί να ρουφάνε με λύσσα
την νιότη μου
Και όταν μετά την πάλη την χάιδεψα
Δεν ήταν μάνα πια, δεν ήταν ερωμένη
Ένα κορίτσι ήταν που ήθελε να νιώσει
ότι είχε πια χαθεί
 
Με χτυπούσε για να συνεχίσω
Με ήθελε πολύ
Μα δεν ήξερε να θέλει
Σαν άβγαλτο κορίτσι
Που θυμώνει όταν πας να το φιλήσεις
Και απορεί όταν πας να το αγκαλιάσεις
 
Αυτό ήταν η Ιοκάστη
Μια αχάριστη παιδούλα
Μια παιδούλα που ψόφησε
Μια μανούλα που ατρόφησε
Τι με κοιτάς έτσι?
Αυτό ήταν η γιαγιά σου
Συγνώμη, η προγιαγιά σου
 
Μια πόρνη που απέφευγε τους άντρες
Έτσι έγινε και με τον Λάιο
Ήξερε ότι δεν έπρεπε να υποκύψει
Το ήξερε
Αλλά αυτός ο ερωτισμός του όχι
Σε λούζει με αυτό το άρωμα το απόκοσμο και
δεν υπάρχουν πια νούμερα, λέξεις και θεοί
 
Αυτό το άρωμα γεμάτο αμαρτία
που όταν χυθεί
Γίνεσαι συνένοχος  με τον άλλο 
για μια στιγμή
μέχρι να απορροφηθεί
Και παύει για λίγο η μοναξιά
 
Πατέρα και γιο μας έλουσε με τα αρώματα της
Με την απόκοσμη ομορφιά
Με το βλέμμα το σκληρό
Με το στεγνό κορμί, το κορμί το διψασμένο
Ένα δέντρο ξερό που διψάει για νερό
Γιατί δεν μιλάς?
Μόνο κοιτάς με τις τρύπες τις βαθιές, γιατί?
 
Μου θυμίζεις πολύ την κόρη μου
Με συγχωρείς την αδερφή μου
Σιωπηλή
Με μάτια διαπεραστικά
Τόσο όμορφα
Γεμάτα πόθο για ζωή 
ακριβώς γιατί την πολεμούσε τόσο πολύ
 
Έχω χρόνια να την δω
Με μισεί, μα δεν φταίει αυτή
Η βρωμιά φταίει
Φοβάμαι μην σε κολλήσω την βρωμιά μου
Δεν βγαίνει αυτή να ξέρεις
Μένει κολλημένη στο δέρμα
Και όσο και να την καλύπτεις με κουστούμια θεατρικά
Αυτή εκεί
Εμφανίζεται στα δάχτυλά σου
όταν ασυναίσθητα χαϊδεύεις το πρόσωπο όταν είσαι κουρασμένος
Εμφανίζεται στα πρόσωπα των άλλων όταν τα αγκαλιάζεις
για καλωσόρισμα
Και νιώθεις τόσο άσχημα για το κακό που τους έκανες
Και πολύ περισσότερο όταν αυτοί κυκλοφορούν στο σπίτι 
ανήξεροι 
Δεν βγαίνει αυτή να ξέρεις
 
Όσο και να τρίψεις μάταιος κόπος
Θα ματώσεις το δέρμα σου
Θα είσαι σίγουρη ότι εξαφανίστηκε
Θα σκουπίζεις τα αίματα απαλά με το νωπό μαντήλι
Σιγά σιγά για να μείνει λίγο ακόμα η ελπίδα
Να ξεκουραστείς λιγάκι
Και θα ελπίζεις ότι πάει
Ένα όνειρο ήταν μόνο
Θα χαμογελάς μπροστά στον καθρέφτη και θα είσαι σίγουρος
Ότι αξίζεις την ανταμοιβή μετά από τόση πάλη
Τόση κούραση
Σαν παιδί που είναι σίγουρο, ακόμα κι αν κλαίει
Ότι ο μπαμπάς θα του δώσει πίσω το παιχνίδι
Ότι τέλειωσε η τιμωρία
Τίποτα δεν τελείωσε, καταλαβαίνεις;
Το δέρμα σου έχει ποτίσει βρωμιά
Όλοι σε αγκαλιάσανε με λερωμένα χέρια
Και όσο και να εύχομαι να ξεφύγεις
 
Ξέρω ότι πρέπει να το υποστείς
Όλοι το περάσαμε
Ίσως ξεφύγεις όταν το αποδεχτείς
Έτσι λένε οι σοφοί
Σαν να σε βλέπω μπροστά μου
Το όμορφο αγνό προσωπάκι να ζαρώνει
Να γεμίζει ρυτίδες, τα δόντια σφιχτά κλεισμένα
Και τα χείλη ανοιγμένα ανεπαίσθητα
Μόνο για να υποψιάσει το χάος που συμβαίνει μέσα
 
Προσπαθείς να ξεφύγεις από την μοίρα
Κανείς δεν ξέφυγε, μικρή μου
Ίδρωσες
Έλα κοντά να σε σκουπίσω
Εγώ δεν ιδρώνω πια
Ωραία αίσθηση να παλεύεις
Είσαι ζωντανός
Μην φοβάσαι
Έλα κοντά
Νερά, γέμισες δροσοσταλίδες, μικρή μου
 
Ένας καταρράκτης στάζει στο πρόσωπό σου
Σαν όαση μέσα σ’ αυτή τη ζεστή κόλαση
Έλα κοντά
Άσε με να τις πιω
Να ξεδιψάσω θέλω
Μην φεύγεις. Μείνε.
Σου είπα κανείς δεν ξεφεύγει
Πρέπει να με βοηθήσεις
 
Γέρασα και δεν μπορώ μόνος μου να κοιμηθώ
Θέλω παρέα
Θέλω να μου πεις ένα παραμύθι
Για μια κόρη που τραγουδούσε μέσα σε κήπους
Και μάζευε καρπούς
Και κάθε που πεινούσε με λαχτάρα τους άνοιγε
να τους γευτεί
Μα ήταν σάπιοι αυτοί
 
Τους έκλεινε και τους ξανάβαζε στο καλάθι
Μα το καλάθι γέμισε
Και όταν ένα πρωί το σήκωσε ήτανε πολύ βαρύ
Χύθηκαν οι καρποί
Και γέμισαν σκουλήκια αμέτρητα τα ποδαράκια της
Σκουλήκια γέμισε η καρδιά της
Τα μάτια, τα μυαλά της
Σκουλήκια
Μάζεψέ τα σε παρακαλώ
Δεν μπορώ να κοιμηθώ
Με γαργαλάνε στον ύπνο μου
 
Νομίζω ότι είναι χέρια γυναίκας
Και χαμογελάω σαν τρελός
Οι τρελοί όταν φοβούνται γελάνε
Αυτοί ξέρουν το μυστικό
Ότι τίποτα δεν είναι αλήθεια
Όλα ένα παιχνίδι για να μάθεις να χάνεις
Έχασα κόρη μου, έχασα τα πάντα
Τον εαυτό μου, τους ανθρώπους  μου, την ελπίδα μου, όλα
Δεν ξέρω αν έμαθα
Ένας θεός σε βάθρα ματωμένα
Με σκοινάκια στα χεράκια
Νευρόσπαστο στα χέρια αοράτων
 
Θες να παίξεις μαζί μου;
Θα κάνω ό,τι θες
Θα γελάω, όταν θες
Θα υποκλίνομαι
Και θα χειροκροτάω στο τέλος
Ενδιάμεσα θα μονολογώ
Δεν είμαι όμορφος πια, γι αυτό βάλε μου μάσκα καλύτερα
Ανέκφραστη, μικρού παιδιού
 
Θέλω να ξεκουραστώ πάνω στα σκοινιά μου
Να κλείσω τα μάτια πίσω από την μάσκα
Να κοιμήσω τα λάθη μου
Και να ονειρευτώ φτερά σε κόκκινα πανηγύρια
Κουράστηκα παιδί μου
Δύσκολα ήταν τα πράγματα και δεν είχα χρόνο
μα ούτε και δύναμη
Αφέθηκα στο φόβο που με τα χρόνια αυξάνει
Και στην δειλία που σιγά σιγά σε αλλάζει
Και ξυπνάς και δεν είσαι πια εσύ
Εσύ που μπορούσες να κάνεις τα πάντα
 
Ηχογραφημένη παιδική φωνή:
 
Παππού κοιμήσου
Είσαι ξύπνιος πολλά χρόνια
Ώρα να κοιμηθείς
Ξεκουράσου παππού
Και θα πάρω τα χρώματα μου
να ζωγραφίσω λουλούδια κίτρινα στο λευκό σου δάσος
Και δυο περιστέρια στις φωλιές σου
Μην στεναχωριέσαι
Κοιμήσου
 
[Ο Οιδίποδας παίρνει την κουβέρτα από τα γόνατα του και την απλώνει πάνω του και τον γεμίζει μια αίσθηση ζεστασιάς, φωλιάς σαν να σταμάτησαν για λίγα λεπτά οι σπασμοί και  μπόρεσε να κοιμηθεί.]
Της Καλλιόπης Μανδρέκα, 2/2/2017

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

Σχετικά Άρθρα

Τελευταία Άρθρα