Είμαστε όλοι μαζί
Περπατούσε. Συνεχώς περπατούσε. Παρατηρούσε τα μικρά τετράγωνα, που συνεχώς προσπερνούσε. Άλλα μεγάλα, άλλα μικρά. Πώς γίνεται ο δρόμος να έχει τόσα πολλά, αναρωτιόταν. Δεν σταματούσε και κάθε βήμα της γεννούσε ένα επόμενο. Παντού τετράγωνα η ζωή της, το σώμα, η φωνή της. Εκείνη τη μέρα είχε όρεξη και ήταν σαν να χορεύει στο πεζοδρόμιο. Προσπαθούσε να πηδήξει τα μικρά τετράγωνα δυο δυο, χωρίς να ακουμπάει τις γραμμές, μα αυτές δεν υπάκουαν και μπλέκονταν μέσα στα πόδια της. Διάφανα εμπόδια, που δεν ήξερε από πού προέρχονται και άλλο δεν έκαναν από το να της αλλάζουν το ρυθμό.
Η Άννυ ήταν δεκαεννιά χρονών. Μόλις είχε τελειώσει το σχολείο. Δεν ήταν ποτέ καλή μαθήτρια, αλλά το ότι δεν μιλούσε, έκανε τους δασκάλους να την συμπαθούν. Δεν το έκανε επίτηδες, απλώς δεν είχε τι να πει. Μια μέρα ο δάσκαλος των Θρησκευτικών την σήκωσε να πει το μάθημα κι εκείνη δεν μίλησε. Τότε χτύπησε βίαια την έδρα και είπε ‘Μίλα’. ‘Δεν πιστεύω’ απάντησε εκείνη, σφίγγοντας τα δόντια της και αφού χάιδεψε την βαθιά χαρακιά στο θρανίο, πήρε την τσάντα της και έφυγε. Την άφησε στην ίδια τάξη. Την επόμενη χρονιά διάβαζε μόνο Θρησκευτικά και αποφοίτησε με άριστα.
Ήταν χαρούμενη, γιατί επιτέλους ένα τεράστιο βάρος είχε φύγει από πάνω της. Το πρωινό ξύπνημα. Σκεφτόταν ότι δεν θέλει να ξαναξυπνήσει ποτέ νύχτα. Είναι άδικο, έλεγε, να ξυπνάς στο σκοτάδι. Να σκοντάφτεις πάνω στους τοίχους, μέχρι να βρεις το φως. Μπήκε στο σπίτι με το απολυτήριο στο χέρι. Η κυρία Σκιν την περίμενε στην τραπεζαρία γεμάτη χαρά και με μία περίεργη ένταση.
-Μωρό μου συγχαρητήρια! Είμαι τόσο περήφανη για σένα. Τώρα όμως πρέπει να βάλεις τα δυνατά σου. Είναι δύσκολα εκεί έξω. Μην με κοιτάς έτσι, αγάπη μου. Θέλει δουλειά και πείσμα η ζωή. Πρέπει να μπεις σε μια καλή σχολή, να βρεις μια καλή δουλειά, να πετύχεις!
Η κυρία Σκιν ήταν πανέμορφη και πάνω απ’ όλα πετυχημένη. Όποιος την έβλεπε, αυτόματα κατέβαζε το κεφάλι του, σαν να καταλαμβανόταν από ένα απροσδιόριστο αίσθημα πόθου, που έπρεπε πάση θυσία να κρύψει. Το βλέμμα της διαπεραστικό και το ηχόχρωμα της φωνής της τόσο σκληρό, που επισκίαζε κάθε διάθεση του συνομιλητή να μιλήσει. Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα άλλο, πέρα από το να ακούσει. Και η ίδια, γνωρίζοντας τα όπλα της, τα εκμεταλλευόταν . Τους ακουμπούσε στο σβέρκο απαλά, δήθεν τυχαία και γελώντας, τους έσπρωχνε μακριά, με αποτέλεσμα αυτοί να μαγνητίζονται και να πλησιάζουν.
Με αυτά τα χέρια τούς έπλαθε όλους και ήταν ξαναμμένα, κόκκινα, με μικρές χαρακιές, σαν να είχαν βγει μόλις από νωπό πηλό και η Άννυ τα σιχαινόταν αυτά τα χέρια. Τα θεωρούσε βρώμικα. Με αυτά τα χέρια ακουμπούσε τους φίλους, τους γνωστούς, τους αγνώστους και κυρίως τον αρχισυντάκτη της. Κάποιες φορές πήγαινε στο σπίτι του για έκτακτες συνεδριάσεις και πιο συχνά κλεινόταν στο γραφείο του με τις ώρες. Δεν την πείραζε. Πληρωνόταν καλά και μετά το διαζύγιο είχε να φροντίσει τα πάντα μόνη της. Δεν απαιτούσε τίποτα από τον πρώην άντρα της. Το μόνο που είχε δηλώσει ρητά ήταν να μην ακούει τη φωνή του. Την διατροφή ήξερε πως δεν θα την πάρει ποτέ. Κάθε φορά που έπρεπε να μιλήσει για κάτι διαδικαστικό μαζί του, έπαιρνε δύο ηρεμιστικά. Η φωνή, έλεγε, είναι το πιο αηδιαστικό πράγμα στο ανθρώπινο σώμα. Η δύναμη της μπορεί να γκρεμίσει μέσα σε δευτερόλεπτα κάθε πλάνη, που έχτιζες χρόνια. Μετά έκανε διάδρομο και ξεχνιόταν.
Η Άννυ βγήκε από το σπίτι, αλλά δεν είχε όρεξη να παίξει με τα τετράγωνά της. Η ζέστη εξατμιζόταν πάνω στην άσφαλτο και ένιωθε ότι θα βουλιάξει μέσα σε ένα γκρι βάλτο. Δεν μπορούσε να αντέξει την τόσο γρήγορη αλλαγή των εποχών. Έβραζε. Μέχρι πριν λίγο ήταν Άνοιξη. Ακόμα φορούσε την αγαπημένη της γαλάζια ζακέτα. Την έβγαλε θυμωμένα και την έχωσε μέσα στην τσάντα. Καλοκαίρι.
Είχε κανονίσει να συναντήσει τον Ταφ, το αγόρι της, για να ακούσει ένα καινούριο κομμάτι, που είχε βγάλει με τους φίλους του. Πάντα την ήθελε εκεί για να ακούει και να λέει την γνώμη της, αν και όποτε το έκανε, γινόταν έξαλλος. Εκείνη συνήθως παρατηρούσε το στόμα του να ανοίγει και τα μάτια του να είναι έτοιμα να ξεχειλώσουν και πάντα σκεφτόταν το ίδιο πράγμα. Πώς γίνεται όλα τα χαρακτηριστικά να μεγαλώνουν και να μικραίνουν συνεχώς, να μην σταματάει ποτέ τίποτα να κινείται. Γιατί το σώμα δεν παύει; Γιατί δεν ηρεμεί, έστω μια στιγμή, να ξεκουραστεί. Τα χείλη του, η γλώσσα του πρηζόταν και το τέρας, που είχε συνηθίσει να μισεί , εμφανιζόταν. Πώς γίνεται μια λέξη, ένα βλέμμα, μια ανάσα, που δεν πρόλαβες να συγκρατήσεις, να δημιουργεί τόσο μεγάλο πρόβλημα; Μετά σκεφτόταν από μέσα της τραγούδια για να περάσει η ώρα. Ο Ταφ μετά από είκοσι λεπτά σταματούσε.
Εκείνη τη μέρα όμως δεν είχε όρεξη να πάει και περπατούσε, χαζεύοντας διάφορα μαγαζιά, για να καθυστερήσει. Μια μεγάλη ταμπέλα με νέον γράμματα της τράβηξε την προσοχή. ‘Χρυσή Ευκαιρία’ έγραφε. Ένα μικρό μαγαζί, σαν μαύρο κουτί. Στους τοίχους μπορούσες να δεις ό,τι ήθελες, λες και αυτή η κατάμαυρη σκιά είχε συμπυκνώσει μέσα της κάθε χρώμα από κάθε εποχή, από κάθε ύπαρξη. Μπήκε μέσα, σκοντάφτοντας στο πρώτο σκαλί. Είπε καλημέρα και κοίταξε τον κύριο, που καθόταν πίσω από το μαύρο γραφείο, τον κύριο Βρα. Ήταν απασχολημένος με το να βγάλει ένα σκουπιδάκι απ’ το νύχι του. Σκαθάρι, σκέφτηκε εκείνη και το είδε να σκαρφαλώνει στο καταγάλανο μάτι του. Σταθεροποιήθηκε και έβγαλε μια κραυγή ευχαρίστησης.
-Γεια σου ομορφιά μου. Κάθισε.
Ένας χρυσοκέντητος θρόνος αναστήθηκε μπροστά της και ο κύριος Βρα την οδήγησε, σαν πριγκίπισσα, να κάτσει. Ήταν ο μεγαλύτερος παραγωγός της τελευταίας δεκαετίας, όπως έλεγε και είχε κάνει πέντε σπουδαίες ταινίες, που σίγουρα θα έμεναν στην ιστορία. Η Άννυ δεν τις είχε δει, αλλά κούνησε το κεφάλι της πάνω κάτω, σαν μαγεμένη. Η φωνή του βραχνή, επιβλητική και πιο πολύ άκουγες ήχο, παρά λόγια. Μιλούσε πολύ και ανάμεσα στα κίτρινα δόντια του είχαν δημιουργηθεί μικρές φυσαλίδες, από τα σάλια, που είχαν φανερά αυξηθεί.
Ο κύριος Βρα της εξήγησε πόσο σκληρά είναι τα πράγματα στη τέχνη. Πόση αφοσίωση και αγάπη, θέλει αυτή η δουλειά. Πόσο πείσμα και δύναμη. Να αγαπάς, της είπε, τον σπασμένο σου εαυτό. Να λατρεύεις το σκισμένο σου παλτό. Να υπομένεις και να θυσιάζεσαι. Και αυτή θα σε ανταμείψει. Η Άννυ δεν καταλάβαινε γιατί τα έλεγε όλα αυτά, αλλά άκουγε προσεκτικά. Της είπε κι άλλα πολλά και στο τέλος την έπιασε από το σβέρκο , πλησίασε το πρόσωπό του αργά στο αυτί της και ψιθύρισε “Μπορείς”, σχεδόν τρυφερά, σφίγγοντας την ακόμα πιο πολύ, ακινητοποιώντας την όπως κάνουν στα μικρά γατιά. Εκείνη αναγκασμένη να εισπνεύσει όλη την κάπνα, βγαλμένη απ’ τα δικά του σωθικά, είπε “Ναι! Σας ευχαριστώ”!
Έφυγε σαν υπνωτισμένη, χωρίς να μπορεί να ξεχωρίσει τα χρώματα των σπιτιών. Όλα κίτρινα και τα τετράγωνα είχαν γίνει δρόμος. Ένας πελώριος γκρι δρόμος, χωρίς στενά. Έτρεχε και τα φύλλα έκαναν αγώνες δρόμου μαζί της, καθώς οι κατάμαυρες γαλότσες της θρυμμάτιζαν ότι έβρισκαν μπροστά τους.
Μπήκε στο σπίτι του Ταφ λαχανιασμένη. Τα αγόρια ήταν αφοσιωμένα σε ένα περίεργο ρυθμό, που αναδυόταν από τη ζέστη εκείνης της μέρας. Μαλθακός μαζί με ένα συνεχόμενο σύρσιμο μιας ψιλής νότας, που σφύριζε ακατάπαυστα. Εκείνη άρχισε να ουρλιάζει ‘’Θα παίξω σε ταινία΄΄, μα δεν την άκουσε κανείς. Κουνούσε τα χέρια της και γελούσε, μα δεν την έβλεπε κανείς. Μπήκε στη κουζίνα και ο Μι, ο καλύτερος φίλος του Ταφ, γέμισε ένα ποτήρι με κρασί και της το έδωσε. Ύστερα την κόλλησε στο νεροχύτη και βούλιαξε το πρόσωπο του μέσα στα μαλλιά της. Η Άννυ δεν αντιστάθηκε, αλλά ένας κόμπος στο λαιμό την έκανε να κλείσει τα μάτια και να πει ‘Θα παίξω σε ταινία’. Ο Μι επανέλαβε εισπνέοντας μέσα στο αυτί της ‘Ναι μωρό μου, θα παίξεις σε ταινία’ και ο κόμπος στο λαιμό της έγινε αναστεναγμός και ηδονή.
‘Όταν γύρισε στο σαλόνι, ο Ταφ ήταν ριγμένος πίσω στο καναπέ με τα πόδια του ακουμπισμένα πάνω στο μικρό τραπεζάκι, που καλυπτόταν από στραγγαλισμένα κουτάκια μπύρας και στάχτες. Την κοιτούσε και κάπνιζε. “Με αυτό το μαλλί θα γίνεις ρεζίλι’’. Η Άννυ γέλασε και είδε τα χείλη του να φουσκώνουν και να ρουφούν βίαια τον καπνό και μαζί να αφαιρούν όλο τον αέρα από το δωμάτιο και τους τοίχους. Να συρρικνώνονται και να την πνίγουν μέσα στη συνηθισμένη σιωπή της. Ποιος ήταν αυτός αναρωτήθηκε. Δεν θυμόταν πότε τον γνώρισε και γιατί είχε φιληθεί μαζί του εκείνο το βράδυ. Σε ένα πάρτι ή στο κήπο του σπιτιού της. Ίσως σε ένα μπαρ. Μα γιατί οι άνθρωποι πάντα φιλιούνται στο σκοτάδι; Μη τυχόν και γνωρίσουν ο ένας τον άλλο και το επόμενο πρωί δεν αντέξουν το κενό, σκέφτηκε. Τον Ταφ δεν θα τον γνώριζε ποτέ. Άφησε λεφτά για την πίτσα και έφυγε , χωρίς να χαιρετήσει.
Πέρασαν πολλές μέρες από την συνάντηση της με τον κύριο Βρα. Είχε ήδη χάσει κάποια κιλά και είχε προλάβει να πάει στο κομμωτήριο της κυρίας Σου, η οποία μαζί με την κυρία Ξου και Μου, την μεταμόρφωσαν σε μια ξανθιά, σαν άγγελο, ύπαρξη. Της έβαψαν τα νύχια και της άνοιξαν τον δρόμο προς μια αιθέρια θηλυκή ύπαρξη, που κανείς δεν θα μπορούσε να αντισταθεί. Η μητέρα της, από την άλλη ήταν ενθουσιασμένη με την εξέλιξη της και δήλωνε συνεχώς περήφανη. Της αγόρασε καινούρια ρούχα, πολύχρωμα, στενά, σύμφωνα με την τελευταία λέξη της μόδας και κραγιόν και σκουλαρίκια και ό,τι μπορούσε να λαχταρά μια κοπέλα της ηλικίας της.
-Τα μάτια αγάπη μου είναι το πιο σημαντικό στοιχείο. Πρέπει να φαίνονται μεγάλα και το βλέμμα να είναι έντονο. Να μιλάει. Να μην χρειάζεται να μιλάς εσύ. Να μιλούν αυτά για σένα.
Η Άννυ ήταν έτοιμη. Πανέμορφη. Γεμάτη λαχτάρα και ανυπομονησία. Τα πόδια της έτρεμαν, κολλούσαν ανάμεσα στα μικρά τετράγωνα του πεζοδρομίου. Έφτασε κουτσαίνοντας μέχρι ένα σημείο και κοντοστάθηκε σε ένα πεζούλι. Έβγαλε τις ψηλές μαύρες γόβες και είδε τις σχηματισμένες από την τριβή, πληγές, μα δεν έπρεπε να σταματήσει. Έπρεπε να φτάσει πάση θυσία.
Η ‘Χρυσή Ευκαιρία’ ήταν εκεί θεόρατη μπροστά της. Τα φώτα νέον ήταν σβηστά και μέσα ήταν μαζεμένοι πολλοί άνθρωποι. Μια κοπέλα την τράβηξε κοντά της και την κάθισε βίαια μπροστά σε ένα καθρέφτη. Την πασάλειψε με μια καφέ πούδρα και η Άννυ ένιωσε τους πόρους της να κλείνουν και το πρόσωπο της να βαραίνει. Έλλειψη αέρα, σκέφτηκε. Γιατί όλα μυρίζουν εδώ μέσα; Μια οσμή από καπνό και ιδρώτα. Μια οσμή ασφυξίας. Το σφουγγαράκι την πίεζε έντονα και για πρώτη φορά δεν μπορούσε να ελέγξει το θυμό της. Έβγαλε δυο, τρεις αναστεναγμούς, απομακρύνοντας επιδεικτικά το κεφάλι της, αλλά η κοπέλα την κοίταξε βαριεστημένα και με τα δυο της χέρια την έβαλε στη θέση της. Στιγμιαία κοίταξε το πρόσωπό της στο καθρέφτη και είδε κάθε ατέλεια της να έχει εξαφανιστεί. Τα σημάδια από την ακμή, το κόψιμο πάνω από το φρύδι. Έλαμπε και μια άγνωστη θλίψη, που δεν είχε ξανανιώσει, την περικύκλωσε. Δεν ήξερε ποιοι ήταν όλοι αυτοί, δεν ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Ο κύριος Βρα της είχε πει ότι όλα θα γίνουν αυτοσχεδιαστικά, της είχε πει ότι αρκεί το βλέμμα της. Δεν θα χρειαστεί να μιλήσει.
Ο κύριος Βρα την τράβηξε και την οδήγησε ευγενικά σε ένα μαύρο πλαίσιο, στο οποίο δεν έβλεπες τίποτα άλλο, εκτός από φως. Δύο άντρες την πλησίασαν και ο ένας την χάιδεψε από μπροστά και ύστερα ο άλλος από πίσω. Την φίλησαν και εκείνη ένιωσε ντροπή, μα η τρυφερότητά τους έκανε τα άκρα της να χαλαρώσουν. Ένα μούδιασμα σε όλο το μήκος της σπονδυλικής στήλης την έκανε να αφεθεί. Πρόλαβε στιγμιαία να διακρίνει, απορημένη τον κύριο Βρα, καθισμένο σε μία καρέκλα να χαμογελάει. Τα φώτα έσβησαν.
-Μην ανησυχείς, ομορφιά μου. Θα συνηθίσεις.
Η Άννυ περπατάει στους δρόμους. Είναι άδειοι. Δεν υπάρχουν τετράγωνα. Δέντρα ξερά, κίτρινα εμφανίζονται μπροστά της και μικρά ρυάκια από κραγιόν, πούδρες και ιδρώτα στάζουν από το σώμα της. Τα χέρια της τρέμουν. Βλέπει θολά την μαμά της, στην πόρτα να την περιμένει χαρούμενη. Την αγκαλιάζει. Είναι τρυφερή και την χαϊδεύει. Την χαϊδεύει παντού και την φιλάει.
-Είμαι περήφανη, μωρό μου.
ΤΕΛΟΣ
Καλλιόπη Μανδρέκα, 18/2/2021