Δεν είναι η ώρα για το ένα και δεν είναι η ώρα για το άλλο και η ώρα πλησιάζει τις οκτώ και ακόμα δεν πρόλαβα ούτε να ντυθώ. Βγαίνω στο δρόμο μου γυμνή, τα συναισθήματά μου μπερδεμένα. Κάτι αναζητώ, μα εγώ δεν ξέρω ούτε εμένα. Περπατώ γρήγορα, δεν περιμένω ούτε εσένα. Βλέπω μια αφίσα κολλημένη σ’ ένα δέμα, να με κοιτάει απελπισμένα. “ΜΟΝΙΜΟΤΗΤΑ” λέει ηδονικά και ανοίγει τα χάρτινα φτερά. Σκέφτομαι σκατά. Κάποιος μου πήρε τη μιλιά. Σκατά. Τώρα θα δουλεύω σαν σκυλί. Και πάω σπίτι να κοιμηθώ. Αύριο δουλεύω στις οκτώ. Ετοιμάζω σούπα, φιδέ και φέτα απ’ το χωριό. Μαλάκα, αύριο ξυπνάω στις οκτώ. Πάω γρήγορα για ντουζ και ξυρίζομαι παντού. Αύριο θα με ελέγξουνε ούτε εγώ ξέρω πού. Και πέφτω στο κρεβάτι, μα δεν μπορώ να κλείσω μάτι. Κάτι έχω ξεχάσει. Δεν έβαλα στο φαϊ αλάτι; Είναι η τελευταία μέρα της ζωής και ξέχασα ανοιχτό το μάτι;
Σηκώνομαι και πάω πάνω κάτω. Τι να θυμηθώ; Πάνω κάτω, πάνω κάτω. Κάτι ξέχασα που έπρεπε να πω. Τα νύχια καθαρά. Εντάξει, μια χαρά. Τα δόντια να κάνω με σχοινί. Πάω να το κρεμάσω στην αυλή. Πάλι έχασα το νήμα. Θέε μου, βοήθα με με αυτό το ποιήμα. Ψάχνω να βρω το κύμα. Και το βρίσκω κάτω από το καναπέ. Είχε κολλήσει πάνω σε ένα καφέ λεκέ. Σκατά και η ώρα πλησιάζει εννιά. Και όλο το αύριο έχω στο μυαλό και ότι κάτι ξέχασα να πω. Τα δόντια τα αφήνω για μετά. Το νήμα είναι κολλημένο σε σκατά. Δεν έχω τι να κάνω. Πρέπει να υποφέρω μέχρι να πεθάνω; Να πάω στη δουλειά. Ίσως πρέπει να ξυπνήσω στις εφτά. Να είμαι έτοιμη για κάθε εντολή. Να μην πει κανείς πως ειν’ χαζή. Μόνο πως είναι αμαρτωλή. Πως έζησε κάποιου τεχνοκράτη τη ζωή. Να πάω να κοιμηθώ. Μην το ξεχάσω και αυτό.
Ξαπλώνω στο πάτωμα να κάνω διαλογισμό. Πρέπει, πρέπει να θυμηθώ το νήμα. Τα δόντια, τα νύχια καθαρά. Το μάτι μου κλειστό, της κουζίνας ανοιχτό. Μυρίζει κάτι σαν καυτό υγρό. Απόλαυσε τη ζέστη που αναδύει το θανατερό φυτό. Ενεργοποιεί το σάπιο σου εαυτό. Σηκώνομαι να δω αν πότισα τον αναρριχώμενο κισσό. Τα φύλλα του ξερά. Πότε άλλαξαν όλα αυτά; Η τριανταφυλλιά; Αυτή έπρεπε να είναι ολάνθιστη τώρα πια. Μα στη γλάστρα βλέπω μόνο το κενό. Να πάρει. Κάτι γίνεται εδώ. Το μάτι παραμένει ανοιχτό ή το ξέχασα κι αυτό; Αααα, είχα ραντεβού με τον οδοντογιατρό. Κύριε ανώνυμε, κύριε μονιμοποιημένε, θέλω τα δόντια μου χρυσά και τις τρύπες σοβατισμένες. Τα παράθυρα κλειστά και τις πόρτες κλειδαμπαρωμένες. Μα μου λέει τυπικά, ανέραστα, ψυχρά. Τη μασέλα σας κυρία μου να την καθαρίζετε πιο συχνά. Τα δόντια και η ζωή θέλουν προσοχή. Και φεύγω και από κει. Μα τι συμβαίνει τελοσπάντων;
Κοντεύει δέκα και ακόμα να βολευτώ στο στρώμα. Αύριο αρχίζω την πρώτη μου δουλειά. Πρέπει να ξυπνήσω στις εφτά και δεν έχω θυμηθεί ακόμα. Καλέ, δεν είχα έναν άντρα κάπου εδώ; Ψάχνω μέσα στα σεντόνια. Μήπως παράπεσε στο στρώμα; Μαχαίρι. Μήπως τον κοίμισα μες στο δικό μου σώμα; Περικλή; Θανάση; Σοφοκλή; Πού είναι όλοι αυτοί; Μονάχα η σιωπή. Μωρέ, μήπως είμαι μοναχή; Θεέ μου, βούδα μου, Χριστέ μου, τι ξέχασα να πω; Είναι κανείς εδώ; Παύση, παύση και κενό. Δεν βρίσκω τον χαμένο εαυτό.