
Κόντευε βράδυ πια και η λεπτεπίλεπτη ηρεμία τής χάιδευε απαλά την πλάτη και της νανούριζε τα μακριά μαλλιά. Παρατήρησε το τοπίο και τα χρώματα είχαν επανέλθει. Η ανάσα της κανονική, χαλαρή με την ταλάντωση των πλευρών κανονικά και το στήθος της να ανεβοκατεβαίνε σχεδόν γλυκά. Την στένευαν λίγο τα λουριά αλλά αυτό ήταν φυσικό. Η προστασία απαιτεί θυσία. Αργά, λοιπόν, άρχισε να προσπαθεί να συλλάβει το νέο ασφαλισμένο της εαυτό. Οι κινήσεις, όπως ήταν φυσικό είχαν αλλάξει με τον νέο βαρύ εξοπλισμό. Έπρεπε να κινείται με πιο σαφείς στόχους, γιατί και η πιο μικρή αφηρημάδα της κόστιζε την όρθια, ακέραια φύση της. Δεν ήταν έτοιμη ακόμα και το ήξερε. Η μάσκα ήταν πολύ βαριά και τα γάντια πολύ χοντρά, ενώ η μύες της πολύ αδύναμοι για όλα αυτά, ειδικά μετά την κακομεταχείριση του νεαρού αγοριού, που ακόμα και τώρα δεν μπορούσε να μην δικαιολογήσει. Έτσι είπε το κράτος. Ο μπαμπάς, ο αδερφός, ο μέγας προστάτης και Θεός!
Έφτασε σπίτι. Γκρέμισε την πόρτα και πέταξε το σύρτη. Πώς να σταθεροποιήσει τα κλειδιά; Ήταν τόσο μεγάλα τα γάντια για το μικρό της εαυτό. Τεράστια και ψυχρά. Πλέον της αρκούσε ο εξοπλισμός. Όλα τα άλλα ήταν περιττά. Ένιωθε παράξενα αλλά εμπιστευόταν της μοίρας τα κενά. Ήξερε ότι έπρεπε να προσαρμοστεί. Είχε ήδη αργήσει. Ένας μήνας είχε περάσει και ήταν η μόνη που δεν είχε εξοπλιστεί. Ο εξοπλισμός είναι πλέον ο Θεός! Άνοιξε το ψυγείο και πέταξε το φαγητό στο πάτωμα. Άρχισε να τρώει λυσσασμένα σαν σκυλί. Πεινούσε πολύ και στην ατσαλένια μάσκα δεν χωρούσε πιρούνι στην εσοχή. Φαγητό, τροφή, φαϊ. Μόνο αυτό μπορούσε να ηρεμήσει το άδειο της κορμί. Δεν μασούσε. Κατάπινε ό,τι θεωρούσε σημαντικό. Τρυφερά ροδάκινα και κατακόκκινες μπανάνες. Βουτούσε μές στις φράουλες και έγλειφε χουρμάδες. Κοιμήθηκε πάνω εκεί. Ήρεμη και ευτυχισμένη. Πλέον πλήρως προστατευμένη. Μα τα λουριά, την ενοχλούσαν τα λουριά. Ξυνόταν πίσω στα μαλλιά και τα γάντια ήταν τόσο άβολα για να ανακουφιστεί. Ήξερε πως έπρεπε κάτι να σκεφτεί. Πώς να κοιμηθεί; Ξυνόταν σε όλο το κορμί. Μετά άρχισε να την τρώει η ψυχή. Ξυνόταν μέσα εκεί βαθιά. Άνοιγε να δει και ακουγόταν μουσική. Έκλεισε τα πικ απ και κάθε συσκευή, αλλά η μουσική συνέχιζε να τραγουδά μόνη της εκεί. Έκλεισε γρήγορα τα αυτιά. Τα γέμισε βαμβάκια και σιδερικά, μα τότε ακουγόταν πιο δυνατά. Ήχοι από βιολιά και καταρράκτες με νερά και κάπου μέσα σε μια σπηλιά να σκάει μια φωτιά. Το θέμα δεν ήταν απλό! Έπρεπε να προσαρμοστεί, αλλιώς δεν θα χωρούσε στην πόλη αυτή. Τα πάντα ήταν οργανωμένα. Δεν ήταν η μόνη στο κόσμο αυτό που θα καρφωνόταν στο σταυρό. Έπρεπε να δώσει χρόνο. Να δεχτεί τον εξοπλισμό ή να πάρει δρόμο για κανά γκρεμό.
Η νέα ζωή είχε αρχίσει. Η μάσκα την εμπόδιζε πολύ. Εμπόδιζε την τροφή, την γεύση, την αφή, ακόμα και την ακοή. Τα πάντα ήταν έτοιμα να εκραγούν, μα ο εξοπλισμός ήταν πιο ισχυρός. Ήθελε να τρέξει να ουρλιάξει, να σκαρφαλώσει στα δέντρα, να κλάψει, να γελάσει, να ανέβει στα σύννεφα να πετάξει, μα η μάσκα την προστάτευε από κάθε ευχή. Την δέσμευε κλεισμένη εκεί. Ξεχείλιζε από το στόμα και στάζανε νερά και γλείφανε το σώμα. Χυνόταν η χαρά στο πάτωμα και η προσμονή στο χώμα. Ανυπομονούσε να βγει, γιατί η ψυχή της έκαιγε το κορμί και φοβόταν μην καεί η υπομονή και βουλιάξει μέσα βαθιά στα λασπωμένα της νερά, γεμάτα κρύο και ψόφια αγκαλιά. Κάποτε ένας σιδεράς της είχε μιλήσει για νερά που μόνο λάσπη κατοικούν σε αυτά. Δεν πίστευε σε ευχές, μόνο στις φωνές και σε τσιγάρα που φιμώνουν τις καρδιές. Είχε λάσπες στα αυτιά και όταν μιλούσε, του τρέχανε απ’ τα δόντια και τα έκανε λίμπα όλα. Αλλά είχε κόφτες κάθε λογής. Γι’ αυτό της είχε έρθει στο μυαλό. Τεμάχιζε τον θυμό, το φόβο, το πόνο ακόμα και τη χαρά. Έκανε μαγικά. Ήταν ο μόνος που μπορούσε να της κόψει τα λουριά. Έπρεπε να βρει κάποιον να της ανακουφίσει τα φτερά, να της φιμώσει την καρδιά.
Εμφανίστηκε με μια λευκή ποδιά. Δεν φορούσε μάσκα φανερή και ευτυχώς φαινόταν δυνατός, μόνο οι λάσπες δεν σε βοηθούσαν να τον δεις. Την παρακάλεσε να κάτσει ήσυχη και ήρεμη να της κόψει τα λουριά. Αλλά αυτά είχαν μπλεχτεί στο μυαλό της και δεν μπορούσε να τον αφήσει έτσι απλά. Στριφογυρνούσε δεξιά και αριστερά, μπουρδουκλωνόταν στα εναπομείναντα λουριά, που σαν φύκια πλαδαρά είχαν περικυκλώσει το πρόσωπο της, ενώ αυτή κολυμπούσε στην άβυσσο της. Δεν ήξερε αν έπρεπε η μάσκα να κοπεί. Η μάσκα προστατεύει. Δεν κολλάς. Δεν ακούγεσαι όταν μιλάς. Δεν νιώθεις όταν πονάς. Η μάσκα προστατεύει, όταν αγαπάς. Τα μικρόβια μένουν μακριά και η καρδιά, ό,τι και να γίνει χορεύει από χαρά. Την μάσκα μετά από λίγο καιρό την αγαπάς. Είσαι εσύ και καμιά φορά εσύ γίνεσαι αυτή και αυτή εσύ! Ποιος καθοδηγεί; Εσύ η αυτή; Μπερδεύεσαι και τότε την λαχταράς ακόμα πιο πολύ. Γιατί ίσως αυτή είναι πιο αληθινή, όταν μιλάει η σιωπή. Κρύβει το πρόσωπο, μα φανερώνει την ψυχή. Όταν επικρατεί σιωπή!
Ο σιδεράς δεν καταλάβαινε τι συμβαίνει. Η άλλοτε άφοβη φύση της είχε συρρικνωθεί. Δεν τον άφηνε να πλησιάσει τα λουριά. Στεκόταν και τον κοίταγε ψυχρά. “Μην μου πειράξεις τα λουριά! Μην με πλησιάζεις. Μακριά! Μυρίζεις λάσπες και βρόμικα φτερά”. Σκεφτόταν ότι θα την κολλήσει. Έβλεπε στο πρόσωπο του μικρά μυρμήγκια να περπατάνε και να ζητάνε βοήθεια. Χρειαζόταν αγκαλιά. Το κορμί του είχε παγώσει από τα σιδερικά. Δεν έβλεπε μπροστά του. Έψαχνε φωλιά! Ο τρυφερός φόβος που πνίγει τα σωθικά. Ψάχνεις να βρεις από κάπου να πιαστείς! Ένα μικρό φως να ζεσταθείς! Δεν σε νοιάζει ποιος, ούτε από πού! Μόνο να ζεσταθείς, γιατί το κρύο της μασκοφορεμένης ερημιάς σε κάνει να ουρλιάζεις σαν τσαλακωμένος βασιλιάς. Εκείνη δεν μπορούσε όμως να αφεθεί στα κακοραμμένα του φτερά και στους κόφτες που βύζαινε παλιά. Έβλεπε μικρά γλειώδη ερπετά να την κοιτάνε από μακριά και σιχαινόταν να πάει κοντά . Σιχαινόταν τα μάτια, την μυρωδιά, ακόμη και τα άλλοτε πεντακάθαρα φτερά. Πώς να συναναστραφεί με τόσα μικρόβια σε κάθε μικρή πτυχή; Τον κοιτούσε και η χαμένη της ευγένεια, είχε γίνει μια τεράστια φυλακή. Τα μάτια της ξερά, αδιάφορα, σχεδόν ξεφτυλιστικά, τον κοίταζαν σαν να είναι ο χειρότερος εχθρός. “Πρέπει να φύγεις” του είπε χαμογελαστά, παίρνοντας για μια στιγμή τον κόφτη να τού τεμαχίσει τα φτερά. “Δεν θα πονέσεις”, είπε αυτός να την καθησυχάσει, ενώ το δωμάτιο γέμισε δροσοσταλίδες από αυτή την τρυφερή ματιά. “Δεν μπορώ”, φοβήθηκε αυτή. “Νομίζω έχω αρχίσει να την αγαπώ.”
-Μα είναι βαριά. Έλα να σου κόψω τα λουριά.
-Ναι αλλά με κρατάει στα ζεστά.
-Να σου βγάλω τα γάντια;
-Αυτά είναι βολικά. Προστατεύουν τη φωτιά.
Έβγαλε τον κόφτη από την λασπωμένη τσάντα και δήθεν τρυφερά προσπάθησε να της ακουμπήσει το χέρι, καθώς έσταζαν από το ταβάνι τα τεμαχισμένα του φτερά. Ένιωσε δροσιά. Επιτέλους μετά από αυτή την ερημιά κάτι του χαλάρωσε τα εναπομείναντα σωθικά. Λίγη αφή να νιώσει, λίγο δέρμα να ενώσει. Δεν πίστευε σε ιούς, αλλά ήταν ολόκληρος μια πληγή χωρίς να έχει ιδέα το γιατί. Εκείνη δεν είχε άλλη υπομονή. Όσο και να προσπάθησε να θυμηθεί κάτι από αφή της φαινόταν βρόμικη, σχεδόν αηδιαστική. Ξέρασε εκεί μπροστά στα μάτια του πράσινα υγρά, και του μίλησε γλυκά για όλους της τους φόβους και για τον τρομερό ιό. Εκεί καθισμένοι στο πάτωμα, αγκαλιά με τα ξερατά, αγκαλιά με την μοναξιά και με μια μάσκα που είχε αποδεχτεί για τα καλά.
Δεν μπορώ να μην φοβάμαι τον ιό. Είναι παντού. Τον νιώθω στα μαλλιά μου, στα αυτιά μου, ακόμα και εδώ. Κοίτα! Μέσα στα φτερά μου. Ήθελα να ξεφύγω, αλλά αυτός είναι εκεί. Έχει μπει σε κάθε μου ρωγμή. Όσο πάω να ξεφύγω, πάει πιο βαθιά. Δεν θέλω να τον φοβάμαι πια. Όλος ο κόσμος το λέει. “Πρόσεχε τον ιό, γιατί αν σε βρει, θα σου ξεσκίσει το κορμί.” Μην φύγεις ακόμα. Κάτσε εδώ, απλά μακριά. Μην μ΄ αγγίξεις, γιατί ο ιός που έχω εδώ θα με φάει ζωντανή. Μπορείς να απομακρύνεις την ανάσα λίγο,σε παρακαλώ; Πιο πέρα, λίγο ακόμα. Κι άλλο λίγο. Μην θυμώνεις. Απλά λίγο πιο μακριά. Λίγο ακόμα. Εκεί! Στο ταβάνι είναι η θέση η σωστή. Αποφεύγονται οι ιοί. Ο σιδεράς, προσπάθησε να συγκρατηθεί έστω από τα εναπομείναντα λουριά. Να πιαστεί και να μην πέσει στον γκρεμό, μα τα φτερά του είχαν ήδη κοπεί. Πώς να πετάξει το κορμί; Ξάπλωσε ανάσκελα στο ταβάνι και την κοίταζε από ψηλά ενώ αυτή ανάσκελα στο πάτωμα τού χαμογέλαγε πικρά.
-Τι ώρα είναι; είπε αυτή, ενώ χάιδευε την μάσκα της.
-Ώρα να φεύγω;
-Ναι.
Ο ιός ήταν γεγονός. Οι σχέσεις των ανθρώπων είχαν πάρει μια περίεργη τροπή, όπως αυτού του σιδερά και της κοπέλας. Οι άνθρωποι δεν κοιτάζονταν πια. Οι αποστάσεις έπρεπε να είναι συγκεκριμένες και οι επαφές άκρως περιορισμένες! Τα πεζοδρόμια ήταν πάντα καθαρά. Μόνο γάτες και ζητιάνοι ούρλιαζαν για ένα περισσευούμενο χάδι. Τα δέντρα μαράζωναν από την αφροντισιά και ο ήλιος βαριόταν να βγαίνει πια. Ο χρόνος ήταν συνεχής και όλοι ζούσαν μέσα στα όνειρα κλεισμένοι, γιατί η γη είχε γίνει κάτι άυλο, σαν προσευχή. Μόνο κάτι περιστέρια καμιά φορά τραγουδούσαν από μακριά. Και όλα έμοιαζαν περίεργα καθαρά. Σαν να μην υπήρχε ανάγκη για φωτιά. Η γαλήνη έβγαινε από τα σωθικά, γιατί είχαν νεκρώσει οι μάσκες της ζωής! Τώρα εμφανίζονταν μόνο οι μάσκες της ψυχής. Όλοι έφηβοι μικροί Θεοί, που απολαμβάνουν τη ζωή σαν να ήτανε νεκροί. Καμία αλλαγή. Όλα σε συνεχή ροή. Εκείνη ακόμα ανάσκελα στο χώμα, ακόμα φρόντιζε το χρώμα. Τα έβαψε όλα λευκά για να μην ξεχωρίζει τη λύπη, τη χαρά. Μόνο καταρράκτες και βιολιά και ψιθύριζε λόγια ανείπωτα στην μικρή φωτιά. Αυτή η εποχή κράτησε πολύ. Κανείς δεν είχε ποτέ σκεφτεί ότι οι εποχές θα ‘ναι καρφωμένες σε στιγμές. Ότι το “αύριο” και το “χτες” δεν θα καθόριζαν τις ζωές, ότι τα πλάσματα κολυμπάνε μόνο στο σήμερα, σε ρολόγια που γράφουν “τώρα” ή “ποτέ”. Πόσο θα μπορούσε να κρατήσει μία τέτοια ευχή, αφού η κατάρα του κορμιού είναι πάντα εκεί και αναστατώνει την ψυχή.
Η νηνεμία και η γαλήνη, η άφθονη χαρά είχε αρχίσει να καταριέται την ανώνυμη ομορφιά. Τα σώματα είχαν αρχίσει να νυστάζουν και οι ανάσες είχαν αρχίσει πάλι να ουρλιάζουν. Θέλαν να ανακατευτούν ξανά. Να υγράνουν τα νεκρά κορμιά. Θέλανε να παρθούνε αγκαλιά. Ξαφνικά, όλοι στα λευκά κελιά σηκώθηκαν και πήγαν να λουστούν μέσα σε ένα καταγάλανο βυθό. Δεν άντεχαν άλλο τα λουριά. Θέλαν να αγγίξουν, να στραγγίξουν όλο το κρυφτό και να επιτεθούν σε όποιο δέρμα ήταν ανοιχτό. Άνθρωποι ξεχύνονταν στον δρόμο και πετούσαν όλης της γης τον τρόμο. Άναβαν κεριά και ούρλιαζαν φωτιά. Βουτούσαν τις μάσκες μέσα σε καυτές φωλιές και αγκαλιάζονταν δίνοντας φιλιά στα ξεθεωμένα τους κορμιά. Άνθρωποι μόνο με κοινά, χωρίς όπλα, μόνο με φτερά. Ανέβαιναν στις σκεπές και κουνούσαν τριανταφυλλιές. Ανέβαιναν σε ψηλά βουνά και πατούσαν κάτω τη γη γυμνοί, χωρίς φόβο. Μόνο με ορμή. Τα δάχτυλα βούλιαζαν στο χώμα και η ψυχή τους ούρλιαζε “λίγο ακόμα”. Δεν σταματούσε αυτή η γιορτή. Ήταν για όλους η πιο βαθιά ευχή!
“Ξέρεις τι σημαίνει να έχεις ανάγκη να ακουμπήσεις δέρμα; Να φοβάσαι ότι αν το κάνεις, δεν θα ξαναδείς ορφανιά και ψέμα. Ξέρεις τι σημαίνει να έχεις ανάγκη τη ζέστα από μάγουλο αγουροξυπνημένο και χάδι από ύπνο ιδρωμένο; Να νιώθεις ότι δεν είναι ξένο. Μου λείπει, ένα υγρό φιλί από έναν εραστή και μια σφιχτή αγκαλιά που να ακουμπά κάθε γυμνή γωνιά. Θέλω να νιώσω στη γλώσσα μου το πιο υγρό σου δάκρυ και να μην φοβηθώ ότι κατοικεί σκοτάδι. Θέλω να φάω από το πιάτο σου όλης της γης τα λάθη και να γλύψω από το πιρούνι σου κάθε αυγής νέο μονοπάτι. Θέλω να χώσω τα δάστυλα μου μέσα σε κάθε σου φωλιά και να μην τρέξω να πλυθώ. Να ξέρω ότι μέσα εκεί θα βρω νερό. Μέσα εκεί θέλω να πλυθώ, να ξεδιψάσω κάθε καημό. Να σκεπάσω με το στήθος μου κάθε σου πληγή και να γελάω με κάθε αστείο, φόβο και ενοχή. Θέλω να γευτώ κάθε σου κραυγή και να σε νιώθω ήσυχο, να ακουμπάς στην ξεδιψασμένη μου ψυχή. Θέλω να περπατήσω δίπλα σου, κοντά, χωρίς να μας χωρίζει η ερημιά. Θέλω να σε δω χωρίς μάσκα.” τού είπε και ο νεαρός άντρας ιδρωμένος, μα τόσο γαληνεμένος, άφοβα παραδομένος, γλυκά ερωτευμένος, έβγαλε το χρυσό κλειδί και της έλυσε την μάσκα, της έλυσε τα μαλλιά και χαμογέλασε με μια σιωπή, που χάιδεψε κάθε νότα σε κάθε μουσική.
Τότε αυτή τού ζήτησε το δικό του χρυσό κλειδί, μα η μάσκα αυτή δεν ήταν τόσο εύκολο να βγει. Τον βούτηξε μέσα στο βυθό και κολύμπησαν στο απέραντο κενό. Του έκλεισε τα μάτια και του ψιθύρισε “Όλα είναι εδώ. Μην φοβάσαι το νερό. Θα μας παρασύρει στον πιο βαθύ ωκεανό”. Τότε αυτός άνοιξε τα μάτια αργά, σαν να άνοιγαν φτερά, που πετούσαν πρώτη τους φορά. Αντίκρισε κάτι μαγικό. Λόγια δεν μπορούσαν να εξηγήσουν το θαύμα αυτό. Ήταν κάτι που κανείς ποτέ δεν είχε ξαναδεί. Ένα όνειρο, χωρίς να τρίζει, χωρίς να κλειδώνει, χωρίς να στερεί. Ένα όνειρο που μόνο ενώνει. “Μοιάζει με ελευθερία”, τού είπε με τα μάτια ακόμα κλειστά. “Δεν θέλω να τα ανοίξω. Κλειστά. Θέλω να το νιώσω”. Τότε το φως έγινε ακόμα πιο ζεστό, τους σκέπασε ένα δάσος μακρινό, μέσα σε μια ομίχλη που ξέπλενε όλης της γης το αίμα και κάθε φόβου σπέρμα. Κοιμήθηκαν εκεί γυμνοί, με τα πρόσωπα κοντά, με κάθε ανάσα κοινή και τον ιό μαζί, να τους σκεπάζει το κορμί, να τους ζεσταίνει την ψυχή.
Όμως ας είμαστε ρεαλιστές. Καμία ιστορία δεν τελειώνει κατ’ ευχήν. Ας είμαστε ρεαλιστές, κυνικοί και εν’ τέλει αληθινοί.
Οι δυο γνωστοί, οι δυο παλιοί φίλοι, ίσως εραστές το πρωί ξύπνησαν και οι μάσκες ήταν πάλι εκεί. Έλειπαν όμως τα λουριά. Κοιτάχτηκαν, σηκώθηκαν, γεμάτοι ζωντανή ζωή και ξεκίνησαν πάλι από την αρχή, μαζί.
ΤΕΛΟΣ
Καλλιόπη Μανδρέκα, 3/4/2020