Άνθρωποι τρέχουν με ρυθμό ανεμελιάς καλωσορίζοντας την ροζ άνοιξη. Άλλοι κατά μόνας, άλλοι σε ζευγάρια ευχαριστημένοι και ικανοποιημένοι με το δώρο του ήλιου, που θα δύει λίγο πιο αργά. Μια κοπέλα επιμελώς ατιμέλητη, αυθόρμητη και γλυκιά συναντά ένα παλιό γνωστό, ίσως ένα παλιό φίλο. Ποιος ξέρει, μπορεί εραστή. Ταράζονται και η δυο. Η συγκρατημένη κραυγή της ακούστηκε σαν να σκάει ο φελλός μιας ροζέ σαμπανιζέ σαμπάνιας και στα χείλη της φάνηκε ένα λεπτό ιριδίζον φως καθώς τα σάλιωσε στιγμιαία, ενώ στα μάτια της μία μικρή γαλάζια συγκίνηση τρεμόπαιξε απαλά. Άνοιξε τα χέρια της αυτόματα, στιγμιαία, απροετοίμαστη, σχεδόν ατσούμπαλα, με μία ασυγκράτητη άφθονη χαρά και έτρεξε να αγκαλιάσει τον όμορφο νεαρό, ο οποίος ξαφνικά όρθωσε το χέρι του σαν πέτρινο ψηλό τοίχο, γκρεμίζοντας το γλυκό της πρόσωπο.
Σχεδόν παραμορφώθηκε, δίπλωσε αυτόματα στα δύο με τα φρύδια να έχουν φύγει από τη θέση τους και τα μάτια να χουν γουρλώσει ουρλιάζοντας ενοχή και ντροπή. Τόση ντροπή, που από εκείνη την στιγμή όλο και περισσότερο βούλιαζε στην άσφαλτο. “Συγνώμη, χίλια συγνώμη. Το ξέχασα τελείως! Μα τι ηλίθια που είμαι!”
Αυτός χαμογέλασε. Απομακρύνθηκε ακόμα περισσότερο για να μην το διακινδυνεύσει περαιτέρω και της μίλησε για μια νέα μάσκα προσώπου που αγόρασε και τα καινούρια του γάντια, που δεν περνάει τίποτα μέσα. Ούτε στάλα αγάπης, ερωτισμού, καύλας και φυσικά ανάγκη για επαφή. “Ας τελειώνουμε πια με αυτές τις επικίνδυνες συνήθειες. Καιρός ήταν.”, είπε και απομακρύνθηκε ακόμα ένα βήμα.
Εκείνη προσποιήθηκε για λίγο ακόμα ότι χαμογελά και ενδιαφέρεται βαθιά για την αποστειρωμένη του πραγμάτια και λογική, ενώ παράλληλα προσπαθούσε να συγκρατήσει ό,τι μπορούσε από το κρυμμένο του πρόσωπο. Μόνο μάτια μπορούσε να δει. Κατάμαυρα κορακιού, γεμάτα αγνό θυμό με μικρές ανταύγειες φόβου και αμηχανίας, αλλά γλυκιάς τρυφερότητας, τρεμοπαίζοντας την ανάγκη της πλήρης τακτοποίησης όλων των σκέψεων, που αυτή δεν έπρεπε να δει. Δεν άντεξε πολύ το έντονο βλέμμα της, γεμάτο παράκληση για λίγο ακόμα χρόνο και τρυφερή αδιαφορία για όλα τα περιττά, οπότε σήκωσε τον αγκώνα του δήθεν άνετα για να την χαιρετήσει, ακολουθώντας τους κανόνες του κράτους, οι οποίοι επέβαλαν την επίδειξη ωριμότητας, στυγνής, ώριμης, παραγινομένης, σάπιας ωριμότητας. Ώριμα, λοιπόν, οι αγκώνες ενώθηκαν για πολύ λίγο, τόσο ώστε να προλάβουν και οι δύο να κοιτάξουν τις ρωγμές, που σχηματίστηκαν στα δέντρα γύρω τους, να χαμογελάσουν τυπικά, χωρίς να προλάβουν ούτε στιγμή να σκεφτούν την άνοιξη που μόλις έχασαν, αφήνοντάς την ελεύθερη να πετάξει και ίσως να την πιάσουν τυχαία δύο άλλοι γνωστοί σε ένα άλλο μέρος, σε μια άλλη εποχή, που οι μάσκες δεν είναι απαραίτητες για την προστασία της οργανικής και ψυχικής υγείας των ανθρώπων.
Αυτή πρόλαβε να του πει ένα σιγανό, σχεδόν υπόκωφο “Χάρηκα που σε είδα”, και να συγκρατήσει το σάλιο, που της έκαψε το λαρύγγι και τον βήχα, που με βία της έλιωσε την ανάσα για να εκσφενδονιστεί στη μούρη του νεαρού, γεμάτη φωτιά και πορτοκαλί υγρά από τον πρωινό φυσικό χυμό, που είχε καταναλώσει. Φυσικά η καταστροφή δεν γνωρίζει όρια. Αυτό ήταν το μόνο που ο νεαρός άντρας δεν θα μπορούσε να διαχειριστεί. Ούρλιαξε μέσα στο κατακόκκινο πια πρόσωπό της. “Είσαι τρελή; Είσαι ένας δημόσιος κίνδυνος! Θα γεμίσω τα μικρόβια σου! ΦΥΓΕΕΕΕΕ! Μακριά!”
Εκείνη πάγωσε. Κόλλησε ασυναίσθητα στον πιο κοντινό τοίχο και άνοιξε μια τρύπα, ξεριζώνοντας τα νύχια της, για να κρυφτεί. Πρόλαβε τελευταία στιγμή να κλείσει τα μάτια της, να μην χαλάσει ούτε μία ελάχιστη, εντελώς ανούσια λεπτομέρεια από την εικόνα, που προσπάθησε με βία να συγκρατήσει λίγα λεπτά πριν. “Το βλέμμα, να κρατήσω το βλέμμα, Μόνο το βλέμμα!”
Δεν θα τα κατάφερνε όμως γιατί ο νεαρός είχε ήδη αποφασίσει να ξεσπάσει πάνω της όλο το φόβο, την καταπίεση και τον περιορισμό, που είχε υποστεί τον τελευταίο καιρό και να της τον δώσει να τον φάει, να την μπουκώσει, να σκάσει, να πεθάνει εκεί μέσα στην τρύπα που η ίδια άνοιξε.Την έβριζε και της φώναζε τόσο πολύ για το κακό που του έκανε που τα αυτιά της ξαφνικά άνοιξαν και μεταμορφώθηκαν σε δύο μικρές πλατείες που θυμωμένα παιδιά χτυπάνε με ξύλα κάδους και βάζουν φωτιές, ενώ μπλε άνθρωποι ουρλιάζουν και τα χτυπάνε μέχρι να γίνει η πλατεία μια πρησμένη κόκκινη πληγή. “Πόσο ηλίθια μπορεί να είσαι; Πόσο ζώον; Είσαι τελείως μαλακισμένη! Δεν έχει καταλάβει πού ζούμε; Δεν έχεις καταλάβει ότι πεθαίνουμε; Δεν μπορείς να βάλεις μία γαμημένη μάσκα να προστατεύσεις τον εαυτό σου και τους γύρω σου; Ζώον!” Την έφτυσε, προσπαθώντας να πατσίσει, προσφέροντας της όσα μικρόβια, ήλπιζε προς στιγμήν να έχει, για να την εξοντώσει. Άλλωστε ήξερε ότι ο πόλεμος παίζεται με κοινά όπλα, είτε τα αγαπάς, είτε τα μισείς, πρέπει να είναι κοινά. Μια ευκαιρία να αυξήσεις τα κοινά, είναι να αυξήσεις τα όπλα, σκέφτηκε και υπερήφανος αναγνώρισε στον εαυτό του την ευθύνη που είχε πέσει στις πλάτες του.
Δεν έχασε καιρό. Είχε την πλήρη ευθύνη. Να σώσει την πατρίδα. Ήταν υπεύθυνος και ώριμος πολίτης, έπρεπε να προστατέψει την χώρα, τον κόσμο, τον πλανήτη ολόκληρο και προπάντων τον εαυτό του. Έπρεπε να καταπολεμήσει τον ιό με κάθε κόστος. Έβγαλε αμέσως από την τσάντα του μία ατσαλένια μάσκα. Της άρπαξε το χέρι, σφίγγοντας όσο πιο πολύ μπορεί τον καρπό, βγάζοντας την με βία από την τρύπα που είχε χωθεί, για να τοποθετήσει σφιχτά στο άλλοτε γλυκό προσωπάκι της το ατσαλένιο προσωπείο. Της έδεσε τα λουριά και τα κλείδωσε με ένα μικρό χρυσό κλειδί, το οποίο γρήγορα έκρυψε στην τσέπη του, επιδεικνύοντας την μηδαμινή εμπιστοσύνη που της είχε. Η μάσκα όμως ήταν τόσο βαριά και τόσο κρύα που δεν άντεξε το μικρόσωμο σώμα της και σωριάστηκε στο έδαφος, μην μπορώντας να κάνει ούτε κίνηση, αφού το κρύο είχε εισχωρήσει και στο πιο μικρό κοκαλάκι της, αναγκάζοντάς το να παραιτηθεί από κάθε προσπάθεια ανύψωσης. Τότε ο νεαρός βρήκε ευκαιρία και της φόρεσε ένα ζευγάρι ασημένια αλουμινένια γάντια, ίδια με τα δικά του. Τα κλείδωσε κι αυτά και της ψιθύρισε γλυκά, σχεδόν σαδιστικά: “Δεν θα ακουμπάς τίποτα τώρα πια!” Τα δάχτυλα της πλαδαρά κολυμπούσαν μέσα στις τεράστιες εσοχές, αλλά αυτό την έκανε να χαμογελάσει στιγμιαία και να θυμηθεί γυμνά Καλοκαίρια και ροζ ξημερώματα σε αλλοτινά δέρματα και σε αλλοτινά χείλη. Της γεννήθηκε η ελπίδα ότι θα μπορεί να τα κουνάει μέσα στα κενά και να ξεχνάει όλα αυτά τα “πρέπει” και τα “μη” για μια καλύτερη φρόνιμη ζωή.
Ανυπομονούσε να τελειώσει αυτό το μαρτύριο. Είχε κουραστεί πια. Οι σκέψεις για το πώς θα είναι η ζωή μετά και το βάρος που της προσέφερε απλόχερα ο άλλοτε αγνός νεαρός. Άνοιξε τα μάτια της. Είχε έρθει η ώρα να τον δει. Να αντικρίσει όλη του την σκληρότητα και όλο του το σαδισμό, γιατί σε κάθε νέο γκρέμισμα που προκαλούσε στο σώμα της, τα μάτια του όλο και περισσότερο γέμιζαν φως και ελπίδα, έως και αισιοδοξία, γι’ αυτό που ο ίδιος θεωρούσε υγεία και ευτυχία. Πλέον η κοπέλα μπορούσε να φανταστεί καθαρά το ανακουφισμένο μειδίαμα του και σχεδόν να νιώσει και η ίδια μια μικρή ανακούφιση, γιατί ήταν σίγουρη από την αρχή ότι κάπου εκεί κρύβεται ένα χαμόγελο, κάτω από τις μάσκες και τα “μη”.
Πλέον η παραίτηση της από κάθε ελπίδα να νιώσει το οτιδήποτε με το δέρμα της και να αναπνεύσει με την ανάσα της, την οδήγησε σε μια πλήρη ευδαιμονία. Δεν είχε να περιμένει κάτι άλλο. Τίποτα χειρότερο δεν θα μπορούσε να συμβεί. Η γαλάζια συγκίνηση της αρχής μετατράπηκε σε μπλε ποτάμι και κύλισε να ζεστάνει τα παγωμένα μέλη της και να σηκωθεί, ευτυχισμένη πλέον για την αποδοχή του κράτους δικαίου, που γλυκά είχε εισχωρήσει μέσα της. Αυτός παραξενεύτηκε με την ηρεμία που αντίκριζε στο βλέμμα της, αλλά δεν κάθισε να ασχοληθεί περαιτέρω, γιατί ο στόχος του ήταν πιο σημαντικός! Είχε αφιερωθεί πια! Έπρεπε να εξοντώσει τον ιό! Της έσφιξε το χέρι με βαθιά, ειλικρινή ευγνωμοσύνη και έτρεξε, αφήνοντας την στη μέση του δρόμου, για να πάει σπίτι του να ακούσει για τα νέα μέτρα.
Εκείνη απόρησε με την ξαφνική αλλαγή και σιγουριά στο βλέμμα του, αλλά δεν κάθισε να ασχοληθεί περαιτέρω, γιατί είχε να καθαρίσει τις ρωγμές στα δέντρα και τις τρύπες στους τοίχους. Κόντευε βράδυ πια και η λεπτεπίλεπτη ηρεμία τής χάιδευε απαλά την πλάτη και της νανούριζε τα μακριά μαλλιά. Παρατήρησε το τοπίο και τα χρώματα είχαν επανέλθει. Η ανάσα της κανονική, χαλαρή με την ταλάντωση των πλευρών κανονικά και το στήθος της να ανεβοκατεβαίνε σχεδόν γλυκά. Την στένευαν λίγο τα λουριά αλλά αυτό ήταν φυσικό. Η προστασία απαιτεί θυσία. Αργά, λοιπόν, άρχισε να προσπαθεί να συλλάβει το νέο ασφαλισμένο της εαυτό. Οι κινήσεις, όπως ήταν φυσικό είχαν αλλάξει με τον νέο βαρύ εξοπλισμό. Έπρεπε να κινείται με πιο σαφείς στόχους, γιατί και η πιο μικρή αφηρημάδα της κόστιζε την όρθια, ακέραια φύση της. Δεν ήταν έτοιμη ακόμα και το ήξερε. Η μάσκα ήταν πολύ βαριά και τα γάντια πολύ χοντρά, ενώ η μύες της πολύ αδύναμοι για όλα αυτά, ειδικά μετά την κακομεταχείριση του νεαρού αγοριού, που ακόμα και τώρα δεν μπορούσε να μην δικαιολογήσει. Έτσι είπε το κράτος. Ο μπαμπάς, ο αδερφός, ο μέγας προστάτης και Θεός!
Ο εξοπλισμός είναι πλέον ο Θεός!
Το θέμα δεν ήταν απλό! Έπρεπε να προσαρμοστεί, αλλιώς δεν θα χωρούσε στην πόλη αυτή. Τα πάντα ήταν οργανωμένα. Δεν ήταν η μόνη στο κόσμο αυτό που θα καρφωνόταν στο σταυρό. Έπρεπε να δώσει χρόνο. Να δεχτεί τον εξοπλισμό ή να πάρει το δρόμο για να βρει γκρεμό;
Καλλιόπη Μανδρέκα, 31-3-2020