12 C
Athens
Πέμπτη, 13 Φεβρουαρίου, 2025

ΤΟ ΓΚΡΕΜΙΣΜΑ

Μια φορά και έναν καιρό πριν πολλά πολλά χρόνια, πριν ακόμα ο ήλιος εμφανιστεί και πριν καλά καλά οι πλανήτες μπουν σε σειρά, τότε που όλα ήταν ένα μεγάλο ένα, τότε που οι διαφορές ήταν μόνο ομοιότητες και ο ήχος ήταν συνεχής και ομαλός, τότε που δεν υπήρχαν χρώματα, ένα ολοκληρωμένο απαλό μαύρο που τα εμπεριείχε όλα εμφανίστηκαν για πρώτη φορά  δύο περίεργα πλάσματα. 
 
Ε:Γεια σας κύριε
Φ:Γεια σας κι εσάς
E:Είστε από δω;
Φ:Όχι μόλις ήρθα.
E: Κι εγώ
Φ: Μου παν να ρθω να ρίξω μια ματιά.
E:Ξέρετε από πού ήρθατε;
Φ: Όχι, δεν μου είπαν.
E: Μήπως ξέρετε πότε θα φύγετε;
Φ: Όχι, μου παν ότι αυτό δεν πρέπει να το σκέφτομαι ποτέ. 
E: Εγώ το σκέφτομαι αρκετά συχνά.
Φ: Δεν θα πρεπε.
E:Γιατί;
Φ:Δεν μου είπαν. Απλά μου είπαν να μην το κάνω.
E:Εγώ δεν μπορώ. Οι μέρες εδώ είναι πολύ μεγάλες και δεν ξέρεις πότε ξημερώνει και πότε βραδιάζει.
Φ:Θες να παίξουμε ένα παιχνίδι να περάσει η ώρα;
E:Τι παιχνίδι;
Φ:Να σκεφτούμε ένα τώρα.
E:Θα μπορούσαμε να μαζέψουμε εδώ ότι μπορούμε από αντικείμενα και να φτιάξουμε καστράκια. Μία ο ένας θα βάζει αντικείμενο, μία ο άλλος και όποιος γκρεμίζει το κάστρο θα χάνει.
Φ:Δεν μπορούμε να το παίξουμε αυτό το παιχνίδι.
E:Γιατί;
Φ: Γιατί δεν έχουμε τούβλα.
E:Μπορούμε να φτιάξουμε. Κοίτα μου έδωσαν χώμα και νερό.
Φ:Δεν ξέρω να φτιάχνω.
E:Μα δεν χρειάζεται να φτιάξεις κάτι μεγάλο. Μπορείς απλά να κόψεις ένα μικρό κομματάκι και να το πλάσεις.
Φ:Δεν μπορώ.
E:Κοίτα, θα σε βοηθήσω. Δώσε μου τα χέρια σου.
 
Κι έτσι αυτά τα δύο περίεργα πλάσματα άρχισαν να φτιάχνουν μικρά σχήματα. Τα τοποθετούσαν στο χώμα και προσπαθούσαν να τα στερεώσουν. Πολύ συχνά έπεφταν, αλλά ξαναδοκίμαζαν. Γελούσαν στα γκρεμίσματα και ανυπομονούσαν για τα ξαναξεκινήματα.  Μια φορά όμως έφτασαν μέχρι πολύ ψηλά και κάθησαν ώρες ολόκληρες ή αιώνες και αγνάντευαν το ύψος, χωρίς να τολμούν να κάνουν επόμενη κίνηση.
 
Φ: Φοβάμαι μην το ρίξω.
E: Κι εγώ.
Φ: Προσπαθήσαμε τόσο πολύ.
E: Μην πλησιάζεις. Παραλίγο να πέσει.
Φ: Μην φωνάζεις, θα το ρίξεις.
E: Κάτσε για λίγο ακούνητος. Όλο κουνιέσαι.
Φ: Κι εσύ σταμάτα να ανασαίνεις. Δημιουργείς κύματα αέρα. Δεν βλέπεις που κουνιέται;
 
Πολλές ώρες κάθισαν έτσι ακούνητοι. Μπορεί και μέρες. Χρόνος δεν υπήρχε. Μόνο μία αίσθηση μακράς ακινησίας που πονάει τα πλευρά και την ψυχή. Δεν μιλούσαν, ούτε ανάσαιναν. Προστάτευαν το δημιούργημά τους. Κάποια στιγμή ο ένας ψιθύρισε κάτι.
 
Φ: Κουράστηκα.
E: Κι εγώ βαρέθηκα.
Φ:Μήπως να σταματήσουμε αυτό το παιχνίδι;
E: Μα το παιχνίδι το έχουμε σταματήσει εδώ και πολύ καιρό.
Φ: Εγώ νόμιζα ότι απλά άλλαξε.
E: Όχι, το σταματήσαμε για να μην το χαλάσουμε.
Φ:Το σταματήσαμε για να μην χάσουμε.
 
Αυτά τα λόγια δεν ήταν ικανά για να συνεχίσουν το χτίσιμο. Κάθισαν κάτω και κοίταξαν το τεράστιο για το ύψος  τους κάστρο.
 
E: Πάμε.
Φ: Ποιανού είναι η σειρά;
E: Δεν θυμάμαι.
Φ: Νομίζω εγώ έπαιξα τελευταίος κι εσύ μετά φοβήθηκες και σταμάτησες.
E: Εγώ;
Φ: Ναι.
E: Δηλαδή αν τώρα πέσει, θα χάσω;
Φ: Ναι, έτσι είναι οι κανόνες.
E: Δεν μπορώ. 
 
Έμεινε πάλι πολύ ώρα να κοιτάει το μέγεθος και πάλι δεν μπορούσε να παίξει. Πλέον καθόταν πλάτη στο δημιούργημα και κοίταζε προς την άλλη πλευρά. Ήθελε πολύ να συνεχίσει το παιχνίδι, αλλά φοβόταν. Μήπως χάσει και δεν μπορέσει να ξαναπαίξει. Μήπως απογοητεύσει τον φίλο της. Μήπως χρειαστεί να το ξαναχτίσει πάλι από την αρχή. 
 
Φ: Γιατί μας έφεραν εδώ;
Ε: Δεν ξέρω. Μας ονόμασαν χτίστες και μας έδωσαν πηλό.
Φ: Γιατί;
Ε: Μάλλον για να μάθουμε να χτίζουμε.
Φ: Έλα να συνεχίσουμε το παιχνίδι.
Ε: Δεν θέλω να χάσω.
Φ: Έλα σε παρακαλώ! Θέλω να παίξω!
Ε: Παίξε εσύ πρώτος.
Φ: Μα έτσι θα χαλάσουμε το παιχνίδι.
Ε: Θες να ξεκινήσουμε από την αρχή;
Φ: Τι;
Ε: Να ξεκινήσουμε ένα νέο παιχνίδι. Και αυτό να μην το πειράξουμε. Να είναι ο καρπός του πρώτου μας.
Φ: Φανταστική ιδέα αλλά δεν μπορώ.
 
Κάθισε σε ένα βράχο για να μπορεί να είναι στο ίδιο ύψος με το ψηλό δημιούργημά του και με κλειστά τα μάτια φανταζόταν τι θα γινόταν αν το παράταγε και ξεκινούσε ένα άλλο. 
 
Φ: Ό,τι και να κάνω θα ‘χω πάντα στο μυαλό μου αυτό εδώ το πρώτο. Πάντα θα αναρωτιέμαι αν μπορώ να το ψηλώσω κι άλλο.  Δεν μπορώ να φτιάξω άλλο. Το μυαλό μου θα ναι πάντα σε αυτό εδώ το παλιό.
Ε: Τι θα κάνουμε λοιπόν;
Φ: Περίμενε να το σκεφτούμε…
Ε: Μάλλον πρέπει να το γκρεμίσουμε.
Φ: Τι;
Ε: Πρέπει να το αφανίσουμε.
Φ: Μα τι είναι αυτά που λες;
Ε: Μην φοβάσαι. Θα φτιάξουμε πιο μεγάλο και πιο ωραίο. Τώρα ξέρουμε.
 
Έδωσαν κι άλλο χρόνο. Πολύ χρόνο, από αυτόν που δεν έχει λεπτά, ούτε μέρες, ούτε χρόνια. Περίμεναν ένα θαύμα να συμβεί. Περίμεναν να γκρεμίσει το δημιούργημά τους κάποιος άλλος. Να μην έχουν την ευθύνη. Περίμεναν έναν σεισμό, μία πλημμύρα να αφανίσει τα πάντα. Να μπορέσουν να ξαναρχίσουν από την αρχή.  Αλλά τίποτα δεν γινόταν. Έπρεπε να πάρουν μόνοι την απόφασή τους. 
 
Φ:Πρέπει να το γκρεμίσουμε! Αλλιώς δεν θα προχωρήσουμε. 
E:Εντελώς;
Φ:Εντελώς!
E:Ωραία. Έχουμε τσεκούρι ή φτυάρι;
Φ:Μα σου εξήγησα και πριν ότι δεν έχουμε τίποτα.
E:Πού είναι ο πηλός;
Φ:Πάρε να φτιάξουμε.
 
Άρχισαν να φτιάχνουν τα όργανα γκρεμίσματος, γεμάτοι χαρά. Χόρευαν και τραγουδούσαν! Ανυπομονούσαν να κόψουν κάθε τι που τους δέσμευε, οτιδήποτε τους κράταγε κολλημένους στο παρελθόν. Φυσικά δεν έλειπαν οι σκέψεις. Οι φόβοι σε σχέση με το νέο και οι ενοχές σε σχέση με το παλιό.
 
E:Έτοιμος;
Φ:Ναι. Εσύ;
Ε:Έτοιμη!
Φ:Πάμε;
E:Ναι!
Φ:Ξεκίνα!
E:Ξεκίνα εσύ!
Φ:Ας ξεκινήσουμε μαζί.
E:Ωραία να μετρήσω μέχρι το 3;
Φ:Μέχρι το 10. Μα κοίτα πόσο ψηλό είναι. Είναι όμορφο και λαμπερό. Μήπως είναι αμαρτία να γκρεμίσουμε κάτι τόσο μεγάλο. 
E:Αυτά χρειάζονται περισσότερο γκρέμισμα. Μην φοβάσαι! 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9
Φ:Γίνεται να μετρήσεις από την ανάποδη;
E:10,9,8,7,6,5,4,3,2,1
Φ:Όχι. Είναι η περιουσία μου. Χωρίς αυτό δεν θα ‘χω τίποτα.
E:Έχεις πηλό. Έλα σε παρακαλώ! Πάμε να κάνουμε μια νέα αρχή. Μην δειλιάσεις!
 
Γύρισε την πλάτη του και δεν της ξαναμίλησε. Δεν μπορούσε να αφήσει το παρελθόν του και να ξαναγυρίσει στο μηδέν. Προτιμούσε να σκέφτεται τρόπους προσαρμογής, παρά γκρεμίσματα. Το πρόβλημα ήταν ότι ούτε μιλούσε, ούτε έχτιζε, μόνο σκεφτόταν και άρχισε να πονάει το κεφάλι του και να βαριέται. Οπότε άρχισε να μιλάει.
 
Φ: Ήρθε η ώρα να κανονίσουμε ποιανού είναι το κάστρο. Αλλιώς δεν μπορώ να σκεφτώ καθαρά. Πάντα θα εξαρτώμαι από σένα. Δεν σε εμπιστεύομαι. Εσύ μπορεί να θες να το κάψεις, να το φας, να το γκρεμίσεις.
E: Είναι δικό μου. Εγώ ξεκίνησα πρώτη να παίζω.
Φ:Ναι αλλά εγώ είχα την ιδέα. Αν δεν είχα την ιδέα, ακόμα θα έβοσκες.
E:Χωρίς εμένα δεν θα το έφτιαχνες.
Φ:Νομίζεις. Με σένα άργησα να το φτιάξω.
E:Μην με εκνευρίσεις. Σταμάτα! Αν είναι κάποιου είναι και των δυο.
Φ:Όχι! Δικό μου!
 
Τα δυο πλάσματα δεν μπόρεσαν να βγάλουν άκρη. Κανείς δεν παραδεχόταν ότι άνηκε και στους δυο. Άρχισαν λοιπόν να χτίζουν μόνα τους νέα  κάστρα. Είχε περισσέψει πολύς πηλός και πλέον είχαν κατακτήσει τεχνικές για γρήγορο και εύκολο χτίσιμο. Έχτιζαν και ξαναέχτιζαν. Για γκρέμισμα ούτε λόγος, μέχρι που αναπόφευκτα δεν υπήρχε άλλος χώρος. Είχε μείνει μονάχα μια σπιθαμή.
 
E: Μην τολμήσεις. Εγώ πάτησα πρώτη.
Φ: Τι λες. Εγώ έχω τελειώσει τόση ώρα και κοιτώ να δω πώς θα χτίσω. Με πλάτη προς τον ήλιο ή το αντίθετο.
E: Μην αρχίζεις.
Φ: Εσύ μην αρχίζεις.
E: Δεν έχουμε κανόνες εδώ. Ο πιο δυνατός νικάει. Κάνε στην άκρη, μην σου φέρω τον πηλό στο κεφάλι.
 
Την έσπρωξε και αυτή η πράξη θα οδηγούσε στο θαύμα που περίμεναν, καθώς από τα νεύρα της άρχισε να πετάει κομμάτια πηλού στα κάστρα του εχθρού της και οι πρώτες καταστροφές ήταν φανερές. Τα κάστρα γκρεμίζονταν από το θυμό τους. Ακόμα και το πρώτο το πρωταρχικό φαινόταν φθαρμένο και ξεθωριασμένο. Πάλευαν και τα πάντα γύρω τους μίκραιναν. Τα σώματα τους αδυνάτιζαν και τα μάτια τους μεγάλωναν. Πληγές εμφανίζονταν στα χέρια και στα αυτιά. 
 Όμως δεν πέρασαν ούτε πέντε λεπτά, χρόνια ή αιώνες όταν ξαφνικά, κάποιος κύριος τους σταμάτησε. Ένας κύριος με μαύρο κοστούμι και καπέλο. Ένας κύριος σαν όλους τους άλλους δηλαδή. Τα πλάσματα δεν είχαν ξανακούσει, ούτε ξαναδεί κυρίους, αλλά δεν έδειξαν τίποτα, πέρα από ένα σχετικό ίσιωμα της πλάτης και λίγο πιο απαλές κινήσεις για να δείχνουν σοβαροί.
 
K:Με συγχωρείτε, αλλά δεν σας επιτρέπω. Βρίσκεστε σε ιδιόκτητο χώρο. 
E: ΙΔΙΟ…τι;
K: Ιδιόκτητο. Μου ανήκει.
Φ: Μα εμείς το φτιάξαμε. 
K: Δεν έχει σημασία. Σας ανήκει το δημιούργημα, αλλά μου ανήκει ο χώρος πάνω στο οποίο δημιουργήσατε. Συμπερασματικά, κάνοντας δυο, τρεις υπολογισμούς μου ανήκει ό,τι βρίσκεται στο οίκημα.
E: Μα τι λέτε; Εμείς χτίζουμε τόσο καιρό. Κοιτάχτε τα χέρια μας.
K: Καταλαβαίνω. Μπορώ να σας παραχωρήσω 2 δωμάτια στο πρώτο κάστρο που φτιάξατε για να μένετε.
E: Μα εμείς δεν τα φτιάξαμε για να μένουμε, τα φτιάξαμε για να παίζουμε.
K:Υπογράψτε εδώ παρακαλώ.
E:Μισό λεπτό. Να το συζητήσουμε. 
K:Δεν συζητάμε κυρία μου εδώ. Εδώ δουλεύουμε. Με περιμένουν να φύγουμε. Έχουμε να πάμε και σε άλλα οικήματα.
E+Φ:ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΚΙ ΑΛΛΟΙ ΣΑΝ ΚΙ ΕΜΑΣ;
K: Φυσικά. Εκατοντάδες πλανήτες με αμέτρητα πλάσματα.
E:Κι όλα χτίζουν;
K:Τα περισσότερα ναι. Μόνο ένας αποτελεί εξαίρεση.
E:Ποιος;
K: Ο πλανήτης των κυριών με τα μαύρα καπέλα. 
E¨Εσείς ζείτε εκεί;
Κ: Φυσικά.
E: Και τι κάνετε;
K¨Καταμέτρηση κτισμάτων.
Ε: Ακούγεται πολύ θλιβερό να μαζεύετε κτίσματα.
K: Δεν θα συζητήσω μαζί σας για την θλίψη της πλάσης. Αν δεν υπήρχαν κτίσματα δεν θα είχαμε πλάση. Υπογράψτε.
 
Τα δύο παράξενα πλάσματα κοιτάχτηκαν. Δεν ήθελαν να δώσουν τον κόπο τόσων χρόνων σε έναν κύριο με μαύρο καπέλο. Αυτή τη φορά δεν μιλούσαν. Αλλά άκουσαν τις σκέψεις ο ένας του άλλου. Μετά από τόσα λεπτά, χρόνια ή αιώνες, είχαν χτίσει μια βαθύτερη επικοινωνία, που δεν χρειαζόταν λέξεις. Μόνο βλέμμα.
 
Φ: Τι θα κάνουμε; Δεν θέλω να του τα δώσουμε.
Ε: Ούτε εγώ.
Φ: Τα κάστρα είναι η ζωή μας. Είναι δικά μας. Μας καθορίζουν και μας αντιπροσωπεύουν. Χωρίς αυτά θα είμαστε ένα τίποτα. 
 
Έσφιξε τις παλάμες του θυμωμένος έτοιμος να χτυπήσει τον κύριο με το μαύρο καπέλο.
 
Ε: Δεν ξέρω..Ίσως είναι η ευκαιρία που ψάχναμε, για να ξαναρχίσουμε από την αρχή.
Φ: Τι εννοείς; Από το μηδέν; Με θλίβει αυτός ο αριθμός.
E:Από το δύο. Μόνος κανείς δεν κάνει τίποτα.
Φ: Πώς μπορείς να έχεις τόσο θάρρος;
E: Δεν είναι θάρρος. Είναι ότι θυμάμαι πώς ήρθαμε εδώ. Μόνο με χώμα και νερό. 
Φ: Φίλησε με.
 
Τον φίλησε. Τα δύο παράξενα πλάσματα δεν είχαν ξαναφιλήσει, ούτε είχαν ξαναφιληθεί. Κόλλησαν τα σώματα τους και το φιλί τους κράτησε πολύ. Ακόμα και όταν τα σώματά τους είχαν απομακρυνθεί. Ξαφνικά ο κύριος με το μαύρο καπέλο πάγωσε. Δεν κουνιόταν. Μεταμορφώθηκε σε ένα μαύρο σκιάχτρο από αυτά που διώχνουν τα πουλιά από τα σπαρτά.
 
Φ: Τώρα τι θα γίνει, την ρώτησε αυτός παραξενεμένος από την εικόνα του παγωμένου κυρίου με το μαύρο καπέλο.
E: Τώρα θα χορέψουμε. Νικήσαμε!!!!!
 
Άρχισαν να χορεύουν και να γκρεμίζουν ένα ένα τα κάστρα, παίζοντας και παραπατώντας. Φυσικά δεν έλειψαν τα δάκρυα και οι παύσεις. Δεν έλειψαν τα βλέμματα γεμάτα αγωνία και τρόμο, η ανασφάλεια για το μετά. Γκρέμισαν κάθε τι παλιό και σαπισμένο, άλλοτε με φτυάρι, άλλοτε με πέτρες και άλλοτε με τα χέρια τους. Ώσπου έφτασαν στο πρώτο, πρωταχικό κάστρο, αυτό που έφτιαξαν μαζί πριν πολύ καιρό. Εκείνη ούρλιαξε γεμάτη πάθος και χαρά.
 
Ε: Γκρέμισε το! Βάλε του φωτιά! Δεν χρειαζόμαστε τίποτα από όλα αυτά!
Φ: Σταμάτα.
E: Τι έγινε πάλι;
Φ: Αυτό το φτιάξαμε μαζί.
E: Μα θα φτιάξουμε άλλο. Τώρα ξέρουμε.
Φ: Αυτό έγινε όταν ακόμα δεν υπήρχε τίποτα. Όταν ακόμα όλα ήταν παιχνίδι. Σε παρακαλώ. Μην το πειράξουμε αυτό. Μου θυμίζει πώς πρέπει να είναι η ζωή.
 
Εκείνη δεν μίλησε. Ούτε αντέδρασε. Έκατσε πάνω σε μία πέτρα και κοίταξε  τα συντρίμμια γύρω της. Και μετά αυτόν. Το βλέμμα της ξεκουράστηκε πάνω του. Έκλεισε τα μάτια και ήταν η πρώτη φορά που κοιμήθηκε από τότε που ήρθε σε αυτό το παράξενο μέρος. Το πρωί την ξύπνησε και της είπε κάτι στο αυτί. Χαμογέλασε πονηρά και σηκώθηκε. Πήρε ένα θρυμματισμένο κομμάτι από τα χαλάσματα, φύσηξε μέσα και βγήκε ένας ήχος. Κοιτάχτηκαν με απορία. Γύρισαν αργά το κεφάλι και κοίταξαν γύρω τους, μαγεμένοι. Και τότε ένιωσαν πρώτη φορά στην ζωή τους ελεύθεροι.
 
ΤΕΛΟΣ
 
Καλλιόπη Μανδρέκα, 20/2/2020

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

Σχετικά Άρθρα

Τελευταία Άρθρα