«Ξέρεις ότι δεν είσαι καλλιτέχνης, ε;» είπε ο παχύς του αντίχειρας στο κοκαλιάρικο μικρό. Αυτό συρρικνώθηκε και προσπάθησε να κρυφτεί μέσα στα πολλά, αλλά δεν μπορούσε. «Είσαι μικρό και φοβισμένο. Ποτέ κανείς δεν θα σε δει! Είσαι το μικρό και δεν χρησιμεύεις πουθενά.»
Τότε αυτός ίσιωσε την παλάμη του ξαφνικά και την είδε από ψηλά.
“Εγώ είμαι μικρό, αλλά είμαι το μόνο που χωρά. Μέσα στις μύτες των ανθρώπων, στα σκοτεινά, στα βρομερά, μες στις φωλιές των σκουληκιών και στα αυτιά! Είμαι το μόνο που χωρά.”
Το έλεγε από μικρός αυτό, όταν περπατούσε. Περπατούσε πολύ. Έλεγε ότι το κάνει για να κρατάει ενεργό το μυαλό του. Ψιθύριζε κείμενα απ’ έξω, όπως κάνουν οι ηθοποιοί, για να κρατάει ενεργό το μυαλό του. Ενεργό, ενεργό, ένα μυαλό που εδώ και καιρό είχε μπλεχτεί μόνο σε μία σκέψη. Τι θα γράψει. Θα γράψει; Και αν γράψει, πότε θα γράψει και αν γράψει ποιος θα το διαβάσει και αν δεν γράψει ποιος θα καταλάβει ότι δεν έγραψε; Τι θα γράψει; Τι έχει να πει; Να πει για να μην ξεχάσει να λέει ή για να θυμούνται οι άλλοι ότι κάποτε είπε;
Μερικές φορές δεν μιλάει. Κρύβεται σε κάτι σκοτεινά δωμάτια και δεν θέλει να βγει. Δεν έχει τι να πει. Είναι μικρό και δεν καταλαβαίνει. Δεν καταλαβαίνει τίποτα και φοβάται ότι ό,τι και να πει είναι και αυτό μικρό. Όχι παθητικά. Ενεργά. Κυνικά. Θυμώνει με τον κόσμο, που δεν έχει κάτι καινούριο να δώσει, κάτι ωραίο, να το πει. Και μετά θυμώνει με τον εαυτό του που δεν έχει κάτι ωραίο να δει, κάτι καινούριο να πει.
Μαλακίες. Πώς να τα γράψω αυτά; Ποιος διαβάζει τέτοιες μαλακίες; Δεν θα γράψω τίποτα. Θα φάω ένα σουβλάκι και θα πάω σπίτι για ύπνο. Κοπελιά, πιάσε ένα απ’ όλα με κέτσαπ. Κέτσαπ, όχι μαγιονέζα. Κέτσαπ! Τι δεν καταλαβαίνεις; Δεν έχεις κέτσαπ στην χώρα σου; Κόκκινο παχύρρευστο υγρό; Ναι αυτό. Φαϊ, ναι, λίγο φαϊ, να κάψει λίγο την σκέψη και να βουλιάξει την απραξία μέσα σε μια καυλωτική πράξη! Ναι…. Αυτό είναι! Συγγραφέας και μαλακίες. Κέτσαπ, λίγη κέτσαπ να τρέξει στο λαρύγγι, να γεμίσει το στόμα, να την νιώσει η γλώσσα και να βγει μέσα από την μύτη. Κέτσαπ μέσα μου, μόνο κέτσαπ…Αξεπέραστη, καυλωτική κέτσαπ!
Τι κοιτάς ρε; Θες φαϊ; Έλα, γαμώ την φιλανθρωπία μου. Πάρ’ το! Ναι, πάρ ‘το όλο. Τι κοιτάς; Δεν θες να φας; Τι θες; Θες λεφτά; Λεφτά δεν παίζουν φίλε, θες τα παπούτσια μου; Η αλήθεια είναι ότι βαρέθηκα να τα φοράω. Ναι, πάρ ‘τα. Δε τα θέλω. Θες και το σακάκι μου; Κι αυτό! Πάρ ‘το κι αυτό. Σακάκι με σουβλάκι δεν πάει. Θες και αυτήν την τσάντα; Δερματίνη είναι, αλλά δεν γαμιέται. Τόσα χρόνια την κουβαλάω και τι…Άδεια παραμένει. Θα κρατήσω μόνο αυτό το μολύβι. Δώρο της γυναίκας μου. Τι; To θες; Πάρ ‘το! Δεν το χρειάζομαι, απ΄ ότι φαίνεται. Δεν καταλαβαίνω γιατί με κοιτάς. Γιατί δεν φεύγεις; Τι; Με συμπαθείς; Συγνώμη που γελάω, αλλά μου φαίνεται γελοία η κατάσταση. Γιατί με πλησιάζεις; Να με αγκαλιάσεις θες; Τράβα από δω παλιό πούστη! Τράβα σου λέω! Μακριά! Ανώμαλε!
Έλεος πια. Θες να κάνεις μια καλή πράξη και μετά θέλουν να τους στήσεις και κώλο. Ουίσκι. Διπλό. Χωρίς. Όχι, δεν θέλω να ξεχάσω. Να θυμηθώ θέλω, φίλε μου. Μ’ αρέσει αυτή η εικόνα τού πότη άντρα. Μοιάζω πιο άντρας καταρχήν και επιπλέον, όταν το μάτι αρχίζει να γυαλίζει λίγο, βλέπει καλύτερα. Μόλις πιω λίγο, θα μπορώ και να επικοινωνήσω. Τώρα, παπάρια. Λέω αυτά που έχω μάθει απ’ έξω. Μέσα σε μισή ώρα έχω γίνει όλοι όσοι χρειάζεται για να μην θεωρηθώ τρελός. Το μόνο αφύσικο που έκανα είναι να δώσω τα παπούτσια μου σε ένα πούστη ζητιάνο.
Τι λες ρε μαλάκα; Ούτε το ουίσκι μου δεν τελείωσα! Πας καλά; Τι επειδή δεν φοράω παπούτσια; Άσε ρε. Σε κωλόμπαρο μπήκα, όχι σε εστιατόριο. Σε ενοχλεί η γύμνια; Να ρε γύμνια! Πάρ ‘την. Πάρε και το πουκάμισο, πάρε και το παντελόνι, πάρ ‘τα όλα ρε! Μαλάκα. Στ’ αρχίδια μου σε γράφω. Ούτε το ουίσκι του δεν μπορεί να πιει κανείς, στην κωλόπολη. Βάλε τώρα πιο δυνατά την μουσική.
Μουσική, μουσική. Το κεφάλι μου. Λίγο ακόμα θέλει και έγινε. Λίγο ακόμα. Σαράντα. Καστανά μαλλιά με ελάχιστες λευκές. Τελευταία μούσια, γιατί είναι της μόδας. Βάλε άλλο ένα διπλό. Σκέτο. Χωρίς. Ώπα! Να το έγινε… Νέος. Δεν ξέρω τι γίνεται. Δεν ξέρω αν θα φάω ή θα φαγωθώ. Έτσι κι αλλιώς αχόρταγος. Ένα ρεμάλι, όπως τότε. Χωρίς κουστούμι. Χωρίς τίποτα. Απλός και ωραίος! Εγώ!
Γεια. Πώς σε λένε; Ωραίο όνομα. Ταιριάζει τόσο πολύ σε αυτά τα θλιμμένα μάτια. Γιατί δεσποινίς, λυπάστε; Μπορώ να πάρω όλη τη θλίψη σας και να την φάω, μόνο και μόνο για να νιώσω την χαρά ότι έχω μέσα μου κάτι από σας. Τόσο απαλό δέρμα. Κι αυτά τα δίχτυα. Ένα ψάρι είσαι ομορφιά μου, ενα μικρό ψαράκι μέσα στα δίχτυα μου πιασμένο. Πάμε πάνω. Έλα μωρό μου, δεν κρατιέμαι. Είσαι τόσο όμορφη. Υπέροχη! Δε θέλω να σε αγγίξω, δεν μπορώ, μην χαλάσω την εξαίσια ομορφιά. Μην φοβάσαι. Έλα, φέρε τα κλειδιά. Γδύσου! Γδύσου σου λέω! Βγάλ’ τα όλα! Δεν αντιστέκεσαι ε; Ούτε μια μικρή αντίδραση να μου το παίξεις δύσκολη; Μαλακισμένη! Δεν μιλάς ε; Σε έχουν μάθει μόνο να δέχεσαι ε; Παίζεις τον ρόλο σου. Το παίζεις καλά. Έτσι σιωπηλή. Να φαντάζεται ο άλλος όλες τις απαντήσεις . Έτσι, ακίνητη και γυμνή! Φοβάσαι; Γιατί δεν αντιστέκεσαι, ε; Δεν με φοβάσαι; Δεν σου κάνω καμία αίσθηση; Μίλα! Πες κάτι, γαμώτι μου! Δεν φτιάχνομαι έτσι. Σ’ αρέσω; Γιατί δεν μιλάς; Γαμημένη πόρνη! Πόνα! Γιατί δεν πονάς; Με μισείς; Νιώσε κάτι! Πόνα! Γιατί δεν πονάς; Γιατί δεν νιώθεις; Γυναίκα είσαι. Σε βιάζω, δεν νιώθεις; Θα ‘πρεπε να νιώθεις! Πουτάνα. Έχεις παιδί; Γι’ αυτό γαμιέσαι; Θα στο φάω! Πόνα πόρνη, πόνα! Πόνα, πόνα, πόνα, πονάω!
Τι κάνεις; Μην τολμήσεις να το ξανακάνεις αυτό. Τι κάνεις;
Καλλιόπη Μανδρέκα, 5-1-2018