Καύσωνας. Δεν ξέρεις τι μήνας είναι. Οκτώβρης; Νοέμβρης; Καλοκαίρι δεν ήταν μέχρι χτες; Το δέρμα σου αποβάλλει και την τελευταία στάλα σχίζοντας ελαφρά το ρυτιδιασμένο σου ροζ. Κοιτάς έξω από το παράθυρο ακίνητη. Όταν κινείται γρήγορα το μυαλό, το σώμα ατονεί. Εξοικονομεί όσες περισσότερες δυνάμεις μπορεί, αφού το εξαντλείς. Πώς μεγαλώνει η ψυχή; Κουλουριασμένη μέσα στην μάλλινη κουβέρτα σου προσπαθείς να τη ζεστάνεις. Ναι, μεγαλώνει όταν τη κρατάς ζεστή. Μην ξεχνάς την πόρτα ανοιχτή. Η αφόρητη ζέστη συμπιέζει τους όγκους και νιώθεις ότι ο χώρος λιγοστεύει όσο περνάει η ώρα. Πνίγεσαι, αλλά δεν κάνεις τίποτα. Οι εποχές αυτές δεν είναι για να κάνεις πολλά. Σκοτάδι. Ακίνητη με το βλέμμα καρφωμένο στο παράθυρο.
Το τρένο είναι σταθμευμένο πολύ ώρα στην στάση και έχει μαζευτεί πολύς κόσμος που περιμένει απ’ έξω. Φαντάζεσαι τον εαυτό σου να φεύγει, όπως φεύγουν οι ελεύθεροι και οι απογοητευμένοι, αυτοί που αρχίζουν μια νέα ζωή και αυτοί που παρατάνε την παλιά. Δεν σε νοιάζει ο προορισμός. Ο ποιητής μιλάει για το ταξίδι, αλλά εσένα δεν σε νοιάζει το ταξίδι. Μόνο η αναχώρηση, η αποχώρηση ή καλύτερα η αποκόλληση σε ενδιαφέρει. Βάζεις το παλτό σου και πας στην στάση.
“Το τρένο υπέστη βλάβη. Παρακαλείστε να εκκενώσετε τα βαγόνια!” Η βλάβη είναι μηχανολογική. Δεν φαίνεται αλλά υπάρχει. Το τελευταίο βαγόνι φταίει ή το πρώτο; Ποτέ δεν καταλαβαίνεις ποιο είναι ποιο. Ο σκοτεινός θάλαμος που κρύβει τους σωλήνες, που τρέφουν το σιδερένιο φίδι με καύσιμα, ηλεκτρισμό και θερμότητα, έχει σαπίσει. Η μυρωδιά έχει ποτίσει όλο το διάδρομο του τρένου και οι επιβάτες φαίνονται αναστατωμένοι. Οι επιβάτες φοβούνται πιο πολύ τη μυρωδιά, παρά την ίδια την βλάβη. Κοιτούν δεξιά και αριστερά, προσπαθώντας να καταλάβουν από πού έρχεται. Πρώτα μυρίζουν τα αντικείμενα, χώνουν τις μύτες τους μέσα στις κουκέτες, κάτω από τα σκεπάσματα, τα τραπέζια, μέσα στα συρτάρια και στις τουαλέτες. Δεν καταλαβαίνουν. Μετά αρχίζουν να μυρίζουν ο ένας τον άλλο. Χώνουν τις μύτες τους κάτω από τα σακάκια και τις φούστες των φίλων τους, μέσα στα εσώρουχα και στους πάτους των παπουτσιών τους. Τσακώνονται.
Μόνο ένας άντρας στέκεται κοντά στο παράθυρο και μυρίζει τα χέρια του. Η απειλή τον ακινητοποιεί. Δεν ξέρει από τι να προστατευτεί, από τον εαυτό του ή από τους άλλους; Eίναι καχύποπτος με όλους, ειδικά με την ψυχραιμία του προσωπικού.
Οι μόνιμοι, τυπικοί και μαλθακοί, φυσούν τα χάρτινα αχνιστά ποτήρια και ανά τακτά χρονικά διαστήματα επαναλαμβάνουν “Το τρένο υπέστη βλάβη”, χωρίς καμία διάθεση να την επιδιορθώσουν. Οι δόκιμοι, φιλικοί και συνεπείς, προσπαθούν να βοηθήσουν τους φοβισμένους να κατέβουν από το τρένο, όχι για να προσφέρουν, αλλά για να δείξουν στους ανώτερους ότι προσφέρουν.
Εσύ στέκεσαι εκεί ανάμεσα και παρακολουθείς. Πάλι ακίνητη. Στέκεσαι και παρατηρείς. Φοβάσαι, αλλά όταν το ξέρεις μπορείς για λίγο να σκεφτείς. Από πού έρχεται αυτή η μυρωδιά; Είναι φωτιά ή μούχλά; Μακάρι να ναι φωτιά. Πλησιάζεις το σκοτεινό θάλαμο. Η μυρωδιά είναι αφόρητη, όξινη και δημιουργεί δάκρυα. Ξέρεις ότι οι βλάβες δεν εξαφανίζονται. Συνηθίζεις και προσαρμόζεσαι. Δεν μπορείς να δεις. Τα μάτια σου τρέχουν και σε εμποδίζουν. Με κλειστά τα μάτια πλησιάζεις κι άλλο. Μπαίνεις μέσα στο θάλαμο. Πατάς ότι κουμπί βρεις, αλλά δεν γίνεται τίποτα. Η μυρωδιά. Σε εξαντλεί η μυρωδιά. Η μυρωδιά είναι σαν τις σαπισμένες σκέψεις. Αυτές που σιγοψιθυρίζουν τα βράδια και σου λένε μάταιο, μάταιο, μάταιο. Φύγε, γύρνα σπίτι. Δεν είναι ακόμα η ώρα…
Κατεβαίνεις κι εσύ. Στέκεσαι σε ένα πεζούλι λίγο πιο μακριά για να ηρεμήσουν τα μάτια σου. Περιμένεις υπομονετικά κάτι να γίνει. Τίποτα δεν γίνεται. Το τρένο παραμένει ακίνητο και ο κόσμος παραιτείται και φεύγει. Άλλοι κλαίνε γοερά, γιατί δεν κατάφεραν να ταξιδέψουν. Άλλοι ανακουφίζονται, γιατί ξέρουν ότι αργά ή γρήγορα θα γύριζαν πίσω. Το πιο λυπηρό είναι το βλέμμα τον παιδιών, που αφήνουν τα λούτρινα αρκουδάκια τους στα παράθυρα, ελπίζοντας πως θα ταξιδέψουν αυτά.
Το πρωί έγινε μεσημέρι και το μεσημέρι απόγευμα, το φως λιγόστεψε και τα μάτια σου άρχισαν να κλείνουν. Κούραση. Αυτή η κούραση, που σε κάνει να λες αύριο και αυτό το αύριο που θα γίνει μεθαύριο και μετά από λίγα χρόνια θα γίνει ποτέ. Ακόμα και οι φύλακες φεύγουν. Τσαλακώνουν το χάρτινο ποτήρι και το πετούν κάτω αδιάφορα, με ένα βλέμμα αποχωρισμού. Η νύχτα απλώνεται στο σταθμό σαν νεκρικό πέπλο και ένα κοράκι περνάει για να κρώξει την ταφή.
Σήμερα. Τώρα. Πρέπει να βρεις κάποιον να σε βοηθήσει. Αρχίζεις και περπατάς. Ώρες, μπορεί και μέρες, δεν ξέρεις, δεν σε νοιάζει. Είναι το μόνο που έχεις να κάνεις, άρα μπορείς να το κάνεις. Για καλή σου τύχει βρίσκεις μαζεμένο κόσμο σε μία πλατεία λίγο πιο κάτω. Είναι το πανηγύρι. Εκατοντάδες άνθρωποι ο ένας πάνω στον άλλο. Ιδρωμένα σώματα που ανυπομονούν να αγγιχτούν και τα στόματα τους στεγνά από φθηνά ναρκωτικά, ποτίζουν τον αέρα χρώμα και αλκοόλ. Τα ρούχα τους είναι σκισμένα και μυρίζουνε φωτιά. Το δέρμα τους είναι πασαλειμμένο με κάρβουνο και τα δόντια τους τόσο λευκά. Γελάνε υστερικά, λευκά, κάτασπρα και είναι πιο πολύ στόμα, παρά σώμα. Δεν μιλάνε. Τα ανοίγουν μόνο για να φάνε. Πεινάνε. Όταν χορτάσουν αρχίζουν να μιλάνε. Αγαπιούνται και μισιούνται. Και όταν χορτάσουν κι από λόγια αρχίζουν να χτυπάνε. Παθιασμένοι χτυπάνε τύμπανα και τσίγκινους κάδους. Ανάβουνε φωτιές και χορεύουν πάνω στα αποκαϊδια της γειτονιάς. Θυμίζει πόλεμος, αλλά δεν είναι. Δεν υπάρχουν νεκροί. Είναι όλοι μαζί!
Δεν μπορείς να τους πλησιάσεις. Είναι πολύ μεγάλοι ή πολύ μικροί. Δεν τους φτάνεις στο ύψος. Φοράνε πανύψηλα ξυλοπόδαρα και η φωνή σου δεν φτάνει να τους μιλήσει. Φωνάζεις, αλλά δεν σ’ ακούει κανείς. Είναι πολύ ψηλοί και αστείοι πάνω στα ξύλινα βάθρα. Φαίνονται χαρούμενοι, αλλά δεν είναι. Τρέμουν συνεχώς μην πέσουν, αναγκασμένοι να βλέπουν συνεχώς κάτω, τα μάτια τους είναι πρησμένα από την αϋπνία και ο κορμός τους ατροφικός. Οι υπόλοιποι πολλοί μικροί. Έχουν στριμώξει τα γόνατα τους σε στενά παπούτσια. Δεν περπατάνε, πονάνε. Μένουν ακίνητοι και περιμένουν να τους βοηθήσουν οι ψηλοί. Τους φωνάζεις να βγάλουν τα παπούτσια, αλλά δεν ακούνε ούτε αυτοί. Λύνουν και ξαναδένουν, λύνουν και ξαναδένουν, αλλά δεν αρκεί.
Καλλιόπη Μανδρέκα, 11/10/2017
& Το δεύτερο μέρος θα δημοσιευτεί την επόμενη Πέμπτη.