22.9 C
Athens
Παρασκευή, 11 Οκτωβρίου, 2024

Ο ύπνος (3)

“Μεγάλωσα πιο πολύ απ’ ότι περίμενα. Τώρα η κάθε μέρα δυσκολεύει όλο και περισσότερο. Το κρεβάτι δεν με αφήνει να σηκωθώ και η τηλεόραση είναι μόνιμα ανοιχτή.” της είπε και κοίταξε αυτόματα το ρολόι, όχι από ανάγκη να δει την ώρα. “Οι δείκτες δεν με φοβίζουν πια και τα ημερολόγια είναι σταματημένα στην προηγούμενη 20ετία χωρίς να με απειλούν. Στέκουν ήσυχα και περιμένουν. Χωρίς να παρεξηγούν και να ανυπομονούν. Έχουν αποδεχτεί την ακινησία τους και ίσα ίσα ευχαριστούν που δεν βρίσκονται σε κανένα κάδο ανακύκλωσης. “, της είπε αφήνοντας μία πυκνή και βαριά παύση, για να βήξει και να βγάλει όσο υγρό είχε μείνει μέσα της και να ρουφήξει όσο καπνό είχε έξω της, κρατώντας το τόσο ώστε να της κάψει το λάρυγγα.

“Εγώ αρκούμαι στο να κοιτάω εσάς, για να δω πόσος χρόνος μένει. Ξέρεις ότι πλησιάζει όταν αρχίζουν τα ξαφνικά κλάματα, επειδή ρώτησες από απλή ευγένεια αν θες έναν καφέ ή λίγο γλυκό του κουταλιού. Δεν με τρομάζει, αλήθεια. Μπορώ ακόμα να επισκέπτομαι το μπάνιο κατά μόνας και αυτά τα τρία λεπτά ανεξαρτησίας αρκούν για μια ελεύθερη ψυχή σαν την δικιά μου. Πάντα καθυστερώ λίγο, δεν ξέρω αν το έχεις παρατηρήσει. Κάθομαι και σε παρατηρώ να ανυπομονείς να γυρίσω. Τι νόημα θα είχε η ανεξαρτησία, αν δεν υπήρχε πάντα κάποιος να την καταπιέζει; Μπορεί τότε να γινόταν πραγματική ελευθερία” είπε και σηκώθηκε σχεδόν χαμογελαστή, στηριζόμενη ελαφρά στην φούξια μαγκούρα της, έτοιμη να απολαύσει την περατζάδα της μέχρι το μπάνιο. Άνοιξε την πόρτα με δυσκολία, μπήκε μέσα και άρχισε να σιγοτραγουδάει. Σήκωσε το φουστάνι της με το δεξί χέρι και έχωσε την μία άκρη ανάμεσα στα δόντια της, έτσι ώστε να μπορεί να κρατηθεί με το δεξί από το ειδικό χερούλι. Στη συνέχεια άνοιξε την βρύση με το δεξί και έπλυνε μόνο το δεξί, αφού το αριστερό είχε να το χρησιμοποιήσει πενήντα χρόνια.

“Μην κοιμάσαι, της είπε. Η μουσική είναι πάντα εκεί. Εγώ σε χρειάζομαι εδώ, να ξέρω ότι κάποιος με κοιτάει, ότι δεν έχω ακόμα εξαφανιστεί. Θέλω να ξέρω ότι με ακούς, δεν με νοιάζει αν με καταλαβαίνεις, μόνο να με ακούς, να ξέρω ότι ακόμα ακούγομαι. Η μουσική, όμως, είναι πάντα εκεί. Δεν μπορώ να ακουστώ καλά, γιατί η μουσική είναι πάντα εκεί και με καλεί. Είναι εκεί και με καλεί! Θέλει να πάω να χορέψω και να τραγουδήσω. Θέλει να πάω να ζήσω. Δεν πρόλαβα. Τα φορέματα μου πάντα μικρά και πάντα ακατάλληλα.” είπε και έσφιξε στην παλάμη την μαγκούρα της, όχι με θυμό αλλά με τρυφερότητα.

“Η μουσική ήταν πάντα εκεί. Είχα πολλές ευκαιρίες, αλλά κάτι με κρατούσε. Μην βλέπεις αυτό το τσεκούρι. Δεν ήταν αυτό η αιτία. Αυτό το συνήθισα, δεν με επηρέαζε. Μπορούσα να μαγειρεύω με τον τρόπο μου, να αγκαλιάζω με τον τρόπο μου, ακόμα και να κατουράω με τον τρόπο μου. Δεν θα με πείραζε να χορεύω διαφορετικά. Είναι αυτή η θλίψη που έπρεπε να διατηρήσω, αυτή η σκληρότητα και η υπερηφάνεια που έχουν οι δυνατοί. Θα προτιμούσα να  πεθάνω, παρά να χάσω τον έλεγχο. Αλλά η μουσική είναι πάντα εκεί. Πώς να χορέψεις χωρίς να χάσεις τον έλεγχο;

Η αίσθηση του πάγους. Δεν νιώθω τίποτα. Δεν έπασχα ποτέ από κλειδωμένο σώμα, τον αέρα μέσα μου ένιωθα εγκλωβισμένο. Ανάμεσα σε παρατεταγμένα κόκαλα μια ζωή, δεν μπορούσε να βγει. Γι’ αυτό κρατάω την αναπνοή μου, όταν μου έρχεται να κλάψω. Από συνήθεια, όχι από επιλογή. Ξέρω, μόλις βγει ο αέρας ακολουθεί το νερό, μετά το σκοτάδι και ξέρω, στο τέλος έρχεται αέρας θερμός και φως, πολύ φως, τόσο ώστε νιώθεις πάλι ότι χωράς. Δεν θα περιμένεις πολύ, το ξέρω, αλλά εγώ ποτέ δεν άντεχα την αναμονή.

Και ξέρεις ε, απεχθάνομαι τις γυναίκες που αναμένουν. Περιμένουν  να γυρίσει ο άντρας τους στο σπίτι. Περιμένουν να τηλεφωνήσει, περιμένουν να τις αγαπήσει. Βουτηγμένες μέσα στην ωμή αδιαφορία τους, μένουν παθητικές και μαραζωμένες ελπίζοντας πως ο χρόνος θα βοηθήσει, μα ο χρόνος πιο πολύ χωρίζει, παρά ενώνει, όπου υπάρχει φόβος και ανάγκη, αλλά δεν μιλάνε, γιατί αν μιλήσουν μπορεί να ουρλιάξουν και τότε ο άντρας θα φύγει και τότε τι θα έχουν να περιμένουν; Τότε θα είναι αναγκασμένες να ζήσουν.” είπε και άφησε μια μεγάλη αναπνοή να φύγει από μέσα της, έτσι ώστε για λίγα δευτερόλεπτα να φανεί ακόμα πιο αδύνατη απ’ ότι ήταν, αλλά και πιο χαλαρή. Έκλεισε τα βλέφαρά της μαλακά και εκεί που λίγο λίγο άνοιγαν τα πλαδαρά χείλη της, ως απόδειξη του ύπνου της, ξαφνικά πήρε μία δυνατή ρουφηξιά αέρα από την μύτη και άνοιξε βίαια τα μάτια της, κρατώντας τον αέρα πεισματικά μέσα της.

“Δεν θέλω να κοιμηθώ ακόμα. Άνοιξε το φως. ΑΝΟΙΞΕ ΤΟ ΦΩΣ ΣΟΥ ΛΕΩ!!! Έτσι…Καλύτερα τώρα. Εγώ ερωτεύτηκα μία φορά μόνο, εκεί γύρω στα 22. Ήταν μαγικά! Γελούσα συνέχεια, όχι γιατί έλεγε αστεία πράγματα, αλλά γιατί τα έλεγε με αστείο τρόπο. Εγώ ξεκαρδιζόμουν και τότε έπαιρνε το πιο σοβαρό του ύφος, με κοιτούσε βαθιά μέσα στα μάτια και με φιλούσε. Νόμιζα ότι έβλεπε τη ψυχή μου. Δεν φιλούσε εμένα, αλλά την ψυχή μου. Είχε το θάρρος να μου τα δώσει όλα, χωρίς να φοβηθεί μήπως τα χάσει ή δεν τα πάρει πίσω. Ήταν από αυτούς που είχε βρει τον τρόπο να γεμίζει, ακριβώς επειδή δίνει. Γεμάτος ζωή. Ένιωθα να ανοίγουν διάπλατα όλα μέσα μου, όταν ήμουν μαζί του. Τα μάτια μου για να μην τον ξεχάσουν ποτέ, τα χείλη μου για να γευτούν όλα τα κομμάτια του και το σώμα μου για να αγαπήσει κάθε σιωπή του. Ο έρωτας είναι το πιο αληθινό ψέμα στην ζωή. Τόσο τρομακτικό όμως το να χάνεις τον έλεγχο, που τόσο λίγοι το τολμούν.

Θεέ μου, αυτή η μουσική, είναι πάντα εκεί. Χωρίσαμε ένα χρόνο αργότερα, όταν ξαφνικά ένα πρωί βρέθηκα στο νοσοκομείο, μη μπορώντας να κουνήσω τίποτα από την αριστερή μου πλευρά. Η καρδιά παρέλυσε σιγά σιγά. Χρειαζόμουν χρόνο, αλλά αυτός δεν μπορούσε να ανεχτεί το ότι δεν μπορούσα πια να παίρνω αυτά που μου δίνει. Το μόνο που κατάφερα στο τέλος είναι να ζητάω ταπεινά συγνώμη για κάτι που έπαθα χωρίς να φταίω και να απολογούμαι για τον φόβο που ένιωθα αρχικά και για την σκληρότητα που αναγκάστηκα να υιοθετήσω μετά. Ο έρωτας έγινε κάτι μακρινό που νοσταλγούσαμε. Έφυγε λίγες βδομάδες αργότερα, ένα βράδυ που γύρισε σπίτι και έκλεισα το φως στη κρεβατοκάμαρα για να νομίσει ότι κοιμάμαι.

Νυστάζω. Κλείσε το φως σε παρακαλώ. Και χαμήλωσε αυτή την μουσική ή κλείσ’ την.” της είπε αλλά δεν πήρε απάντηση.

” ΚΛΕΙΣ’ ΤΗΝ ΣΟΥ ΛΕΩ! Νυστάζω…” είπε ξανά και περίμενε υπομονετικά να την κλείσει. Περίμενε αλλά δεν ερχότανε κανείς.  Η μουσική έκλεισε, αλλά δεν ερχότανε κανείς. Άνοιγε τα μάτια της με πίεση ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Την άκουγε ακόμα σαν απόηχο από μακριά. Περίμενε να σταματήσει, αλλά δεν ερχότανε κανείς. “Η μουσική είναι πάντα εκεί, αλλά δεν έρχεται κανείς. Είναι πάντα εκεί και με καλεί”είπε και αποκοιμήθηκε γλυκά σιγομουρμουρίζοντας τον τελευταίο στίχο.

ΤΕΛΟΣ

24/9/17, Καλλιόπη Μανδρέκα

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

Σχετικά Άρθρα

Τελευταία Άρθρα