Ο ύπνος
“Δεν καταλαβαίνεις, είπε. Απλώς είναι που μ’ αρέσει μα ξεκινάω από την αρχή. Αυτή η δυσκολία να κάνεις το πρώτο βήμα, εκεί που τα πόδια σου παγώνουν και δεν μπορείς να συγκρατήσεις το τρέμουλο, που η καρδιά σου νομίζεις ότι σε εκδικείται και δεν σε αφήνει να πάρεις ανάσα και το μυαλό σου είναι βαρύ και βρόμικο.
Ο φόβος, καταλαβαίνεις; Ο θάνατος. Είναι εκεί, πάντα είναι εκεί. Όμως, κάποτε, έρχεται κάτι και σε κάνει να ξεχαστείς! Ίσως είναι ένα λουλούδι τύχης, τόσο αθόρυβο και απαλό, λίγοι το βλέπουν και τότε αρχίζεις και τρέχεις να το προλάβεις. Διασχίζεις βουνά, θάλασσες και ερήμους. Θέλεις να το φτάσεις. Σ’ αρέσει το νέο σου παιχνίδι, σε έφτασε τόσο μακριά, δυσκολεύεσαι να θυμηθείς πού το πρωτοσυνάντησες, δυσκολεύεσαι να θυμηθείς από πότε τρέχεις. Μέχρι και τον φόβο σου ξέχασες με αυτό.
Κάποτε θυμάσαι, μπορεί μετά από χρόνια, εκεί που πλένεις τα δόντια σου, πριν ξαπλώσεις. Θυμάσαι και ο φόβος επανέρχεται, μαζί με μία απροσδιόριστη χαρά. “Τα καταφέραμε”, λες στον εαυτό σου ψιθυριστά και χαμογελάς. Το χαμόγελο τότε δεν είναι μόνο δικό σου. Το βλέπεις παντού, στην μαμά σου, ακόμα και στο κλάμα της γιαγιάς σου, ίσως και στην φωτογραφία της πεθαμένης προγιαγιάς σου. Το ξέρεις, δεν θα κρατήσει για πολύ. Ο φόβος είναι πάντα εκεί. Κάτω από το φρεσκοπλυμένο μαξιλάρι, κολλημένο στα πίσω δόντια που απονεύρωσες προχτές. Ο φόβος είναι εκεί, καταλαβαίνεις;” είπε και της γύρισε την πλάτη για να κοιτάξει έξω από το παράθυρο. Συνέχισε όμως να μιλά. Όχι σε αυτήν, αλλά στον εαυτό της.
“Ο φόβος είναι πάντα εκεί, ακόμα και όταν τον ξεχνάς. Είναι εκεί… Τον νιώθεις όταν συνηθίζεις τους νέους ρυθμούς και η ασφάλεια της ρουτίνας μοιάζει με νανούρισμα το βράδυ, που δεν μπορείς να κοιμηθείς. Το τρέμουλο πια έχει σταματήσει, η καρδιά χτυπά φυσιολογικά, ο ιδρώτας σου έχει στεγνώσει πια και το κρύο έρχεται σιγά σιγά.
Εγώ τότε φοβάμαι πιο πολύ, καταλαβαίνεις; Δεν ξεχωρίζω πια τις μέρες και οι εικόνες είναι θολές. Οι άνθρωποι μοιάζουν μεταξύ τους και ο εαυτός μου μιλάει πολύ σιγά. Δεν έχει να πει, ούτε να ρωτήσει. Θέλω να έρθει ξανά εκείνη η μεγάλη χαρά, εκείνο το πρωινό που περπάτησα πρώτη φορά, που είπα το πρώτο σ΄αγαπώ και τότε που θα πέθαινα μετά τον χωρισμό.” Έτσι είπε και έκλεισε τα μάτια της ξανά. Δεν ήταν ύπνος, αλλά ευχή!
Πέρασαν τα χρόνια και έφυγε πάλι από εκεί. Πήγε να βρει κάτι κάπου αλλού. Φόρεσε τις μαύρες γαλότσες και τα τρύπια γάντια, έναν σκούφο να καλύπτει τα μεγάλα αυτιά και ανέβηκε προς το βουνό. Πέρασαν μέρες και ο φόβος δεν ερχόταν πια. Τον περίμενε την νύχτα, γιατί αυτός τρυπώνει στα ροδόδεντρα και βγάζει περίεργους ήχους τα μεσάνυχτα. Τρίζουν οι πόρτες και ακούγονται σταγόνες από τις ξεβιδωμένες βρύσες. Ο φόβος είναι πάντα εκεί.
“Δεν έρχεται πια, της είπε. Με ξέχασε και τώρα το μυαλό μου δεν μου μιλά. Με ξέχασε και νιώθω μόνη. Οι ώρες περνάνε πιο γρήγορα και τίποτα δεν με σταματά. Πάω ευθεία μπροστά. Δεν λοξοδρομώ. Τώρα πάω ευθεία και τα δέντρα δεν με απασχολούν. Δεν σταματάω να χαιρετίσω τους περαστικούς και η μαμά όταν με κοιτά δεν με φοβίζει πια. Δεν υπάρχει αρχή, μέση, ούτε τέλος. Όλα είναι ένας ευθύς δρόμος. Το χώμα έγινε άσφαλτος και αν θέλω παίρνω και ταξί. Ο φόβος θα έπρεπε να ναι κάπου εκεί. Εκεί, για να μπορώ να νιώσω τη χαρά. Ο φόβος έφυγε μακριά και δεν μου είπε ούτε γεια. Εγώ τώρα νιώθω μόνη, γιατί φοβάμαι, μήπως με αφήσει κι η χαρά.”
Έτσι της είπε, αλλά δεν ξαναέφυγε από κοντά της για να βρει κάτι κάπου άλλου. Έκατσε να τελειώσει τον καφέ της και περίμενε τη συμβουλή και την κατανόησή της. Ήθελε παρέα.
Πέρασαν τα χρόνια και τα ταξίδια είχαν σταματήσει. Τα θολά λιμάνια και οι κρύες νύχτες στα βουνά είχαν ξεχαστεί. Μια μικρή αναστάτωση όμως, πάντα υπήρχε όταν έπαιρνε το πρωινό. Είχε ηρεμίσει και μασούσε πιο αργά. Τα βλέφαρά της ήταν αραγμένα απαλά και δεν ανοιγόκλειναν έντονα πια. Τα χέρια της ήταν καθαρά. Τα χώματα είχαν φύγει από τα νύχια. Ήταν μια όμορφη γυναίκα. Τα ρούχα της προσεγμένα και τα μαλλιά πάντα χτενισμένα. Μια μικρή αναστάτωση όμως, πάντα υπήρχε όταν έπαιρνε το πρωινό.
“Δεν καταλαβαίνεις, έτσι; Μεγάλωσα. Δεν μπορώ να ξεκινήσω από την αρχή! Τα χρόνια είναι μετρημένα και σχεδόν προδιαγεγραμμένα. Η γάτα κοιμάται τα πρωινά και ο φούρναρης πάντα έχει έτοιμα ψωμιά. Μόνο αυτό το παιδί που στέκεται στο λιμάνι, φαίνεται πως κάτι περιμένει. Είναι μεσημέρι και όλο το χωριό κοιμάται. Είναι ιδρωμένο και κάτι περιμένει. Κοιτάει, αλλά δεν έρχεται κανείς. Κάθεται στο σκαλοπάτι και σκουπίζει το μέτωπο του. Ακόμα περιμένει. Δεν έρχεται κανείς. Η γάτα ξυπνάει, κάνει τρία βήματα και ξανακοιμάται. Δεν έρχεται κανείς…”
“Δεν καταλαβαίνεις…Δεν ακούς…”, είπε και έκλεισε τα μάτια της, για να κοιμηθεί.
Καλλιόπη Μανδρέκα, 1/9/2017