ΣΑΒΒΑΤΟ
Βλέπεις τον εαυτό σου να σηκώνεται από το κρεβάτι και να περπατάει αργά προς την σχολική σου τσάντα. Έχεις μέσα ένα μολύβι, μία ξύστρα και άπειρα ξύσματα. Τίποτα άλλο. Βουτάς το κεφάλι σου μέσα στα ξύσματα και πλένεις το πρόσωπό σου σαν να είναι το νερό μιας παγωμένης λίμνης. Μυρίζεις όλο το ξύλο και φαντάζεσαι ότι βρίσκεσαι σε ένα δάσος γεμάτο δέντρα, παχιά δέντρα που στάζουν νερό και μέλι.
Την ξέρεις αυτή τη τσάντα. Ξεκίνησε με πολλά βιβλία και κατέληξε με ένα μολύβι, μια ξύστρα και άπειρα ξύσματα. Η τσάντα σου έγινε ένας σκουπιδοντενεκές. Όσο έξυσες από το σώμα και από το μυαλό σου βρίσκεται σε αυτά τα σκουπίδια που τα μαζεύεις και τα μαζεύεις και σε λίγο φοβάσαι ότι δεν θα μπορείς να την σηκώσεις, θα σκιστεί και θα περπατάς και θα αφήνεις τα σκουπίδια σου παντού. Τα αγαπάς τα σκουπίδια σου, δεν θες να τα χάσεις. Πρέπει να κάτσεις εκεί και να τα προσέχεις . Δεν πετάμε τίποτα. Γιατί αν πετάξεις τα σκουπίδια σου, ποια θα είσαι χωρίς αυτά; Αυτά σε καθορίζουν. Μια τσάντα κενή, είναι μία τσάντα νεκρή. Κάποιες φορές το έχεις ευχηθεί, αλλά δεν θες να το πεις σε κανένα, να τα κάψεις όλα. Μην τα λες αυτά! Χωρίς αυτά θα΄σαι ένα τίποτα.
Μένεις ακίνητη και μουρμουρίζεις σιγά, ότι πρέπει να σηκωθείς και να πας σχολείο, αλλά το σώμα σου δεν σε υπακούει, τίποτα δεν σε υπακούει. Μακάρι να μπορούσες να μην σκέφτεσαι άλλο. Πρέπει να σηκωθείς ψηλά και να πετάξεις, πρέπει να σκίσεις το ταβάνι και να φύγεις μακριά, αλλά δεν μπορείς. Το σώμα σου είναι παγωμένο. Τρέμεις και φοβάσαι ότι αν κάνεις έστω και ένα βήμα θα σπάσεις. Φόβος! Αυτός είναι ο φόβος, η αίσθηση ότι οι κλειδώσεις σου έχουν σφίξει τόσο πολύ, έχουν κολλήσει μεταξύ τους με ένα πράσινο υγρό και δεν μπορούν να γλυστρίσουν μέσα στην κίνηση. Η ακινησία σου δίνει ασφάλεια, σε κρατάει ζεστή και προστατευμένη.
Κοιτάς τον καθρέφτη μπροστά σου και βλέπεις τα κόκαλα σου να τρέμουν. Έχεις να φας μέρες και η πείνα πια έχει ξεχαστεί, έχει γίνει κάτι μέσα σου και νιώθεις ελαφριά, έτοιμη να εξατμιστείς, αλλά δεν μπορείς να κουνηθείς. Ανασαίνεις και βλέπεις καθαρά τον αέρα να κυλάει μέσα στο δέρμα σου και να κάνει μικρές τρύπες για να βγει. Ο αέρας θέλει να βγει και να σκίσει τα σάπια πνευμόνια σου, θέλει να βγει και να ανασάνει, αλλά δεν μπορεί. Δεν μπορεί να κάνει τίποτα. Δεν έχει δύναμη, θέλει να κοιμηθεί, αλλά ούτε αυτό το μπορεί. Οι φυσικές λειτουργίες, οι οργανικές λειτουργίες σου επαναστατούν. Δεν είναι το μυαλό σου που τις ελέγχει, κάτι άλλο είναι, κάτι μαγικό που δεν το βλέπεις, είναι κάτι που το νιώθεις καμιά φορά όταν έχεις διαύγεια, αλλά δεν μπορείς να το περιγράψεις. Είναι ένας εαυτός που σε βλέπει από ψηλά ή από πολύ χαμηλά, αλλά δεν είσαι εσύ. Είναι αυτός που μερικές φορές μοιάζει με μία κυρία με κοκάλινα γυαλιά που σου φωνάζει και άλλες με έναν άντρα που μοιάζει να σε αγαπά. Και άλλες με ένα μικρό παιδί που φοβάται και μένει ακίνητο, είναι ένα παιδί πετρωμένο, που κανείς δεν μπορεί να το πείσει να κινηθεί.
Τι κρίμα να μην μπορείς να κάνεις τίποτα, όταν θες να κάνεις τα πάντα, όταν όλα μέσα σου τα ζητάνε όλα και δεν μπορούν να δράσουν, γιατί το τίποτα σε τρομάζει και εσύ δεν το αντέχεις το τίποτα, δεν το μπορείς. Το “όλα” γεμίζει τα πνευμόνια σου και κάνει την ανάσα σου να καίει, αλλά τώρα μόνο κρύο έχεις μέσα σου και τα πόδια σου δεν σε υπακούν. Το μυαλό σου τριγυρίζει μόνο του, χωρίς να έχει κάποιον να το ακούει. Παραμιλάει και καμιά φορά γελάει υστερικά, μήπως το ακούσεις εσύ και κάνεις κάτι, αλλά εσύ δεν μπορείς να κάνεις τίποτα, γιατί σου πήραν το “όλα” και χωρίς το “όλα”, είσαι ένα τίποτα!
Οι σκέψεις σου ουρλιάζουν, πες μου ότι τις ακούς. Γιατί δεν κάνεις κάτι; Γιατί δεν φωνάζεις τον μπαμπά; Δεν ακούν εδώ. Το σπίτι κουφάθηκε και δεν μπορεί να ακούσει τις ώρες που περνούν. Ο χρόνος φεύγει και εσύ δεν μπορείς να τον προλάβεις. Φεύγει. Μόνο ο χρόνος φεύγει, όλα τα άλλα μένουν ακούνητα, ο αέρας κλειδωμένος στο σώμα σου και η ψυχή κλειδωμένη στο μυαλό σου. Δεν έχει νόημα, καταλαβαίνεις ; Δεν έχει νόημα να κουνηθείς, γιατί πεθαίνεις, δεν έχει νόημα να ακουστείς, γιατί πεθαίνεις, δεν έχει νόημα να χαρείς, γιατί πεθαίνεις, δεν έχει κανένα νόημα το “όλα” σου, γιατί όλο ελαττώνεται και γίνεται τίποτα. Το “όλα” σου πέθανε και τώρα ζεις μέσα στο τίποτα.
Που είναι όλοι; Γιατί νιώθεις τόση μοναξιά; Θέλεις μάτια, μόνο μάτια να σε κοιτούν, να ξέρεις ότι σε βλέπουν. Ψάχνεις μάτια στους τοίχους και στο πάτωμα, στο καθρέφτη σου και στα φωτιστικά, μα δεν βρίσκεις τίποτα. Ψαχουλεύεις το σώμα σου, μήπως και έχει κρυφτεί κάπου ανάμεσα στις μασχάλες ή ανάμεσα στα δάχτυλά σου, μα δεν βρίσκεις τίποτα. Δεν σε βλέπει κανείς. Είσαι μόνη μέσα σε ένα κλειδωμένο δωμάτιο που δεν έχει τίποτα.
Μην νιώθεις τέλμα, Μπρέντα. Σκέψου ότι δεν υπάρχει τέλμα. Πάντα θα σκάβεις και για πιο κάτω. Πάντα υπάρχει πιο κάτω. Δεν υπάρχουν όρια, αυτό το ξέρεις. Τα όρια τα έχεις ξεπεράσει προ πολλού και έχεις πολλά ακόμα να σπάσεις. Έτσι θα συνεχίσεις εσύ, θα σπας και θα σκάβεις, θα σπας και θα σκάβεις, χωρίς τέλος. Τέλος, τέλμα, αδιέξοδο! Είναι εκεί, το νιώθεις. Δεν υπάρχει κάτι πέρα από αυτό. Είναι το τέλος! Είναι η τσάντα σου που δεν χωράει άλλο, είναι ο αέρας που κλειδώθηκε στο κορμί σου, είναι η φωνή σου που δεν την ακούει κανείς.
Ξύπνα Μπρέντα! Ξύπνα! Πρέπει να κάνεις κάτι για να σε δουν. Πρέπει να σε δουν και να σε ακούσουν. Έχεις φωνή! Όσοι έχουν φωνή, μπορούν κάτι να πουν! Μίλα Μπρέντα. Πού είναι η φωνή σου; Κοιμήθηκε γιατί έκλεισαν τα αυτιά σου. Έλα Μπρέντα, σήκω! Δεν είσαι παιδί. Μπορείς να σηκωθείς και να τα κάνεις όλα. Μπορείς να τα βρεις όλα, αρκεί να αφήσεις χαλαρές τις κλειδώσεις σου να ανοίξουν. Μην βάζεις τόση πίεση και θα περπατήσεις, αφέσου Μπρέντα! Αφέσου, χαλαρή, χωρίς να σφίγγεσαι. Ανάσα Μπρέντα! Μπορείς…Απλά ανάσαινε!
Καλλιόπη Μανδρέκα, 20/4/2017
& Το πρώτο μέρος του διηγήματος μπορείτε να τον βρείτε στον εξής σύνδεσμο: http://all4fun.gr/columns/who-me/14765-2017-04-06-18-33-05.html
&& Το δεύτερο μέρος του διηγήματος μπορείτε να τον βρείτε στον εξής σύνδεσμο:http://all4fun.gr/columns/who-me/14795——2.html
&&& Το τέταρτο μέρος θα δημοσιευτεί την Πέμπτη 27/4/2017