10.7 C
Athens
Τετάρτη, 19 Φεβρουαρίου, 2025

Ο Κύκνος (Τέταρτο Μέρος)

6. Σκοτώνει
 
Δεν ήξερε αν πρέπει ή δεν πρέπει. Η ζωή είναι μικρή, πολύ μικρή, μας το λένε και μας το ξαναλένε. Και είναι το μόνο που σκεφτόμαστε όταν σηκωνόμαστε από το κρεβάτι και όταν ξαναπέφτουμε. Ζήσε, λένε, επειδή έρχεται το τέλος. Τι είναι όλα αυτά; Από που ήρθαν; Πώς κάνεις πράξη το ζήσε, όταν νιώθεις ότι δεν νιώθεις;
Από εκείνη την μέρα που είχε κάτσει μέσα στο διάλειμμα, το μικρό ξωτικό καθόταν μέσα κάθε μέρα, με διαφορετική δικαιολογία κάθε φορά.  Φοβόταν την αρνητική του απάντηση, αλλά για κάποιο λόγο τολμούσε κι έτσι η απάντηση ήταν πάντα θετική. Δεν ήξερε γιατί, αλλά ένιωθε τιμή που ήταν η μόνη που άφηνε μέσα στην τάξη. Ήταν η μόνη που μοιραζόταν τα δέκα λεπτά μοναξιάς του και όχι μόνο αυτό, αυτός ο άνθρωπος που δεν μιλούσε ποτέ, μαζί της μιλούσε και όχι μόνο αυτό, μαζί της χαμογελούσε και όχι μόνο αυτό, μαζί της ένιωθε ζωντανός και όχι, όχι δεν είναι μόνο αυτό, είναι όλα αυτά που αυτή και μόνο αυτή τον έκανε να νιώθει, είναι η δύναμη που ένιωθε ότι ασκεί πάνω του, είναι ο παντοδύναμος εαυτός της, που έβλεπε στα κόκκινα πια, ορθάνοιχτα μάτια του. 
 
Φυσικά πάντα υπήρχε η απόσταση καθηγητή και μαθήτριας, αυτό δεν μπορούσε να αλλάξει. Το πλαίσιο είναι πάντα εκεί και πάντα σε καθορίζει, είτε θες να ουρλιάξεις από χαρά, είτε θες να σκίσεις τα ρούχα σου από πόθο, τα πάντα σε αναγκάζουν να χαμηλώνεις λίγο το κεφάλι, μη τυχόν και ο άλλος καταλάβει τι σκέφτεσαι και αμέσως μετά να το ξανασηκώσεις, ελπίζοντας ότι τα έχει δει όλα και δεν θα χρειαστεί να τα πεις εσύ.
 
Η απόσταση ήταν πάντα εκεί και αυτό την έκανε να απελπίζεται, να φοβάται ότι η στασιμότητα θα ξεθωριάσει τα χρώματα. Το κόκκινο θα γίνει πορτοκαλί και το πράσινο, κίτρινο. Είχε αρχίσει να βάζει λίγο κραγιόν στα χείλη. Αυτός το είχε παρατηρήσει, αλλά τι να της πει; Μουγγός σε ένα κόσμο που οι πάντες μιλούν και ξαναμιλούν και πρέπει να απαντάς και να ξανά απαντάς σε πράγματα που δεν άκουσες, αλλά ξέρεις ότι θα ξανά ακούσεις. Σε θέλω, σε θέλω, σε θέλω! Μόνο τις σκέψεις του άκουγε, που κι αυτές μπλέκονταν μαζί με όχι, με θέλω, με δεν μπορώ, με όλα τα μη και τα αργότερα του κόσμου.
 
Αυτά τα μικρά κερασάκια στα χείλη της μπορούσαν να φυτρώσουν κερασιές στην αίθουσα και να τον κάνουν να ανασαίνει βαθιά τις ώρες των παραδόσεων, για να ρουφήξει ό,τι περιλαμβάνει η μυρωδιά της, χώμα, κεράσια, φράουλες, ιδρώτα, χυμούς, ζουμιά και να ξέρει ότι όλα είναι γι΄ αυτόν. Τα μάτια του πλέον δεν μπορούσαν να κοιτάξουν αλλού, μόνο αυτή. Ό,τι έλεγε το έλεγε γι’ αυτή, ό,τι σύσπαση έκαναν τα μινύγγια του κεφαλιού του, το έκαναν γι’ αυτή, όλες οι συσπάσει ς του κορμιού του γίνονταν γι’ αυτή. Οι κουρτίνες πλέον ήταν πάντα τραβηγμένες, τα παράθυρα ορθάνοιχτα και η Άνοιξη ολοδική τους.
 
Μόλις τελείωνε το μάθημα, αρρώσταινε. Γύρναγε στους δρόμους καπνίζοντας, περιμένοντας την επόμενη μέρα. Ήξερε καλά ότι έπρεπε να κρατηθεί. Έπρεπε να συγκρατηθεί. Οι νόμοι, η κοινωνία, η οικογένεια του, ακόμα και οι γείτονες, όλοι ήταν εκεί για να του πουν το μεγάλο “ΟΧΙ”. Όχι δεν μπορείς, δεν πρέπει, δεν επιτρέπεται. Η ζωή σου πρέπει να ελέγχεται. Είσαι μεγάλος πια. Επιτρέπεται να πεθαίνεις λίγο λίγο κάθε μέρα. Το παιδί σου μεγάλωσε και η γυναίκα σου χάλασε, οι γονείς σου έφυγαν και η ζωή σου έμεινε εκεί, χωρίς να περιμένει, χωρίς να θέλει και χωρίς να τη θέλουν, γιατί έτσι πρέπει, γιατί έτσι είναι η ζωή. 
 
Μόνο το πράσινο ξωτικό πίστευε ότι τον θέλει και αυτό τον συγκινούσε λίγο. Ένιωθε κάπως καλά. Σηκωνόταν το πρωί και χτυπούσαν κάπως πιο γρήγορα οι δείκτες του ρολογιού. Σε κάθε τικ έπεφτε και ένα κεράσι και σε κάθε τακ χρωματιζόταν ο τοίχος λίγο πιο πράσινος. Έπλενε το πρόσωπό του και έβλεπε τον εαυτό του διαφορετικό.  Δεν ήταν μόνο τα μαλλιά του που είχαν γίνει πάλι μαύρα και τα κενά είχαν καλυφθεί, δεν ήταν που το κορμί του φαινόταν δυνατό και έτοιμο για κάθε πάλη και για κάθε άγγιγμα. Ήταν το βλέμμα του, που δεν χόρταινε να κοιτά. Γαλάζια όπως πάντα, αλλά τώρα λίγο πιο μπλε, πιο σκληρά και πιο ανοιχτά, είχαν σχήμα ξανά. Αυτό παθαίνεις; Σκληραίνεις από  αναμονή και ανοίγεις από  ανάγκη;
 
-Κύριε, μπορείτε να μου κάνετε ιδιαίτερα μαθήματα; Δεν καταλαβαίνω τίποτα πια.
 
 Κενό. Δεν ακουγόταν τίποτα. Πάγωσε. Δεν σκεφτόταν, δεν έβλεπε. Μόνο μύριζε την διακεκομμένη ανάσα της και τα χείλια της, που τρεμόπαιξαν ελαφρά για μια στιγμή όταν τον κοίταξε στα μάτια, λίγο πριν τα κατεβάσει απότομα στο πάτωμα. Γιατί έτσι γίνεται. Φοβάσαι, τρέμεις όταν πλησιάζεις κάτι μεγάλο. Πότε έρχεται η ώρα που τίποτα δεν είναι μεγάλο πια και όλα είναι ακριβώς στο ύψος σου; Όλα είναι στην ευχέρεια σου να τα κατακτήσεις, να τα γκρεμίσεις, να τα φας, να τα αγαπήσεις, να τα χρησιμοποιήσεις. 
 
Η γη άνοιξε και άρχισε να τρέμει. Έχωσε τα νύχια του μέσα στην ξύλινη έδρα για να συγκρατήσει αυτό που νιώθει. Κρύο μέσα σε μια αίθουσα, που ούρλιαζε από φωτιά. Δεν έβλεπε. Τα δάχτυλά του μόνο γεύονταν και η γλώσσα του, που είχε γίνει τεράστια σαν ενός μεγάλου φιδιού την ώρα που αλλάζει δέρμα. Τα χέρια του άλλαξαν σχήμα και έγιναν μόνο δάχτυλα που τραβάνε τρίχες, σάλια και πόνο. Τίποτα από ζέστη. Όλα κρύο και όλα θυμός για ένα “όχι” που τού είπε το “ναι”. Θρανία σπασμένα και σκόνη, απέραντη σκόνη να κλείνουν την ανάσα, να αλλοιώνουν την γεύση και να στεγνώνουν την αφή. Δεν ένιωθε τίποτα! Σπασμένα γυαλιά, παντού γυαλιά και κομμένα συναισθήματα στο πάτωμα να φτύνουν χολή και φράουλες. Λιωμένες κόκκινες φράουλες μέσα σε πράσινα υγρά.
 
-Είσαι μεγάλο κορίτσι εσύ. Ξέρεις να φιλάς και να αγαπάς. Γιατί δεν μιλάς; Τα ξωτικά δεν μιλάνε αλλά ξέρουν τα πάντα! Μ΄ αγαπάς;
 
Με μισείς! Είσαι μικρή και τα μικρά κορίτσια ξέρουν μόνο να μισούν, γι’ αυτό θα πάρω τις μικρές σου φράουλες και θα τις λιώσω μέσα στα μεγάλα μου δάχτυλα!
 
 Με μισείς, γι’ αυτό έγραψες αυτό το γράμμα! Το διάβασα. Το διάβαζα συνέχεια. Ξανά και ξανά!!! Το διάβαζα μέχρι να καταλάβω ποια είσαι. Ήξερα ότι η ζωή είναι κόκκινη μαζί με πράσινο. Ήξερα ότι έπρεπε κάποτε να την γευτώ, να την φάω ολόκληρη γιατί έτσι πρέπει. Γιατί μπορώ και το αξίζω! Είμαι νέος και μπορώ να επιλέξω αν αύριο θα φάω κρέας ή πάπια, αν θα φάω κύκνο ή περιστέρι, αν θα φάω ζωή ή θάνατο. Έχω δυνατότητα επιλογής και αυτό με κάνει δυνατό και νέο. 
 
Με μισείς! Με μισείς; 
 
Νύχτωσε και δεν πρόλαβα να σου πω καλημέρα… Συγνώμη…
 
7. Πεθαίνει
 
Ξύπνησε σε ένα δωμάτιο με κιτρινισμένους τοίχους που έχουν αυτή την γυαλάδα που σε κάνει να νομίζεις ότι τα φώτα σε χτυπάνε διπλά. Όλα τα φώτα σε κοιτάνε. Δεν μπορείς να ξεφύγεις. Είναι πάντα εκεί και εσύ σκέφτεσαι σιγά, για να μην ακουστείς. Πρέπει να μουρμουρίζεις σιγά σιγά τι θέλεις, γιατί αν σε ακούσουν και σου δώσουν αυτά που θέλεις, εσύ τότε δεν θα είσαι έτοιμος να τα πάρεις. Εσύ απλά ήθελες να τα ζητάς, όχι να τα πάρεις. Όχι να τα πάρεις. Δεν ξέρω αν την ήθελα. Ήθελα να ξέρω ότι μπορώ να την θέλω, όχι να την έχω.
 
Άρχισε πάλι ο πονοκέφαλος. Το στόμα του ήταν ξερό. Μύριζε τσιγάρο και εμετό. Τα χέρια του δεν τα αισθανόταν. Αυτό το πάθαινε μόνο όταν έκανε κάτι που δεν έπρεπε να κάνει. Ήταν ο προσωπικός του τρόπος να καταλαβαίνει ότι κάτι δεν έπρεπε να αγγίξει. Είχε πολλά χρόνια να το αισθανθεί. Από τότε που ήθελε να τα αγγίξει όλα. 
 
Βρισκόταν στο νοσοκομείο της γειτονιάς του; Οι κουρτίνες είναι κλειστές και ο ορός δεν είναι στα δεξιά. Πού είναι ο Θεός; Η θάλασσα; Μου πήρανε την θάλασσα…
 
Η κόρη του και η γυναίκα του ήταν εκεί. Δίπλα του, πάντα κοντά του, γιατί έτσι πρέπει, γιατί η αγάπη αν δεν ήταν γεμάτη “πρέπει” δεν θα ήταν αγάπη, θα ήταν ελευθερία, άρα η ελευθερία δεν έιναι αγάπη, είναι χάος, είναι φόβος και αυτός δεν άντεχε να ‘ναι μόνος. Ήταν μόνος και ήξερε να αποφεύγει το μαζί, τον εαυτό του και τα δάση. Το πρώτο γιατί του θύμιζαν τα “πρέπει”, το δεύτερο τα “αν” και το τρίτο τα “θα”.
 
-Μπαμπά γιατί το έκανες;
-Ποιο;
– Σκότωσες ένα κύκνο στο δάσος.
-Το ξωτικό;
-Κύκνο.
-Το ξωτικό μου; 
-Μπαμπά, δεν υπάρχουν ξωτικά.
-Υπάρχουν κύκνοι;
-Ναι υπάρχουν, αλλά τα σκοτώνουν οι κυνηγοί.
-Γιατί;
-Για να μην πετάνε. Αυτοί φοβούνται το ύψος, το βάθος και το χρόνο. Το πρώτο γιατί έχει ήλιο, το δεύτερο γιατί έχει σκοτάδι και το τρίτο γιατί έχει ζωή.
 
Η γυναίκα του δεν μιλούσε. Παρατηρούσε ανέκφραστη τον άντρα της. Τους μαύρους κύκνους κάτω από τα μάτια του και τις λευκές λίμνες στο στήθος του. 
 
-Είμαι μικρή και δεν ξέρω να πενθώ. Κοριτσάκι μου, μην κλείσεις το φως. Φοβάμαι. 
 
ΤΕΛΟΣ
 
Καλλιόπη Μανδρέκα, 30/3/2017
 
 
& Το τρίτο μέρος του διηγήματος μπορείτε να το βρείτε στον εξής σύνδεσμο. Στο τέλος της σελίδας επισυνάπτονται οι σύνδεσμοι του πρώτου και του δεύτερου μέρους: http://all4fun.gr/columns/who-me/14685-2017-03-24-21-29-13.html

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

Σχετικά Άρθρα

Τελευταία Άρθρα