4η ΜΕΡΑ
Το να είσαι αόρατος είναι το καλύτερο παιχνίδι του κόσμου. Κάνεις ό,τι ό,τι θες και κανείς δεν σε ενοχλεί. Ούτε γελάει, ούτε σε κοιτάει σαν να είσαι γεμάτος λάσπες. Όταν είσαι αόρατος δεν φοβάσαι τίποτα και κανέναν. Εγώ στα διαλείμματα τρέχω τρέχω και φτάνω πρώτος σε όποιο σημάδι και να βάλω στόχο. Κάνω κούνια και φτάνω πιο ψηλά από όλους! Και όταν κρύβομαι κανένας δεν με βρίσκει. Είναι τέλεια! Είμαι ο μεγαλύτερος νικητής του κόσμου!
Καμιά φορά είναι όπως όταν κλείνει τα μάτια η μαμά. Είμαι αόρατος και κάνω τα πιο αστεία πράγματα του κόσμου για να γελάσει, αλλά δεν γελά. Κολοτούμπες, πετάω χώματα, πέτρες και χτυπάω τα χέρια μου, σαν να είναι η γη ένα μεγάλο ταμπούρλο. Αλλά κανείς δεν ακούει. Η γη είναι κουφή.
Σήμερα όμως με άκουσε η Ελέλη, το κορίτσι με τα ξανθά κοτσιδάκια. Με πλησίασε αργά αργά και με ένα αυστηρό ύφος μου είπε “λελιλαλλαλο.” Εγώ δεν κατάλαβα τι είπε αλλά, χωρίς να το καταλάβω την πήρα στην αγκαλιά μου. Την έσφιξα όσο πιο πολύ μπορούσα. Αυτή, τότε άρχισε να ουρλιάζει μέσα στα αυτιά μου. Έβγαλε ένα τσιριχτό ήχο που ποτέ δεν θα μπορούσα να φανταστώ ότι μπορεί να βγει από ένα τόσο λεπτό κορίτσι με τόσο ξανθά κοτσιδάκια. Νομίζω ότι από τότε κουφάθηκα κι εγώ σαν τη γη.
Αμέσως ήρθε η κυρία Ξου και προσπάθησε να ηρεμίσει την Ελέλη, αφού εμένα πρόλαβε να με σπρώξει ελαφρά κάνοντάς μου νόημα με το χέρι της να φύγω. Εγώ έκανα ότι δεν το είδα, γιατί ήθελα να είμαι μαζί με την Ελέλη, αλλά τελικά η κυρία Ξου την πήρε μακριά μου.
Συνθήκη κουφού! Δεν ακούω τίποτα και βλέπω τα πάντα. Τα μάτια μου είναι δύο μεγάλες αστραπές. Καταλαβαίνουν τα πάντα, αλλά δεν μιλούν και δεν ακούν. Τα μάτια μου είναι ένας μεγάλος κυκλ… Δεν πρέπει να λέω αυτή τη λέξη.
10η ΜΕΡΑ
Δεν μ’ αρέσει να πηγαίνω σχολείο. Το σχολείο είναι για τα παιδιά που είναι καλά. Που μπορούν να ακούνε και να μιλάνε. Εγώ είμαι κουφός και μουγγός. Δεν μου μιλάνε και ποτέ δεν με κοιτάνε.
Μ’ αρέσει να βγαίνω στα διαλείμματα. Εκεί έχει δέντρα, λουλούδια και μου θυμίζει το σπίτι μου. Θέλω να πάω σπίτι. Η μαμά λέει ότι θα γυρίσουμε, εγώ δεν ξέρω. Κάθε μήνα αλλάζουμε σπίτι.
Στην αρχή μέναμε σε ένα δωμάτιο με άλλους σαν κι εμάς, αλλά μας έδιωξαν γιατί η μαμά είχε σημάδια στο πρόσωπο και επειδή δεν ήθελε να την ακουμπάνε και να την ακολουθούν όταν μπαίνει στο μπάνιο. Την φώναζαν γατούλα. Εμένα μου άρεσε που ήμασταν με φίλους. Τώρα δεν έχω φίλους. Μετά μείναμε για λίγο σε ένα πάρκο, που έμοιαζε με την Γκαμπούρα. Είχε πολλούς ανθρώπους που συνέχεια περπατάνε και κουβαλούν πράγματα.
Εδώ οι άνθρωποι περπατάνε και φαίνονται πολύ σοβαροί. Στο Μπαγκλαντέζ εμείς δεν φοράμε τόσα πολλά ρούχα, για να μην ζεσταινόμαστε. Εδώ οι άνθρωποι δεν έχουν σώμα. Εδώ πρέπει συνέχεια να είσαι με ρούχα. Ποτέ γυμνός. Η μαμά λέει ότι τα φοράμε για να τους αρέσουμε και να μας πάρουν στην δουλειά. Αφού η μαμά όταν πάει για δουλειά δεν φοράει τίποτα. Εγώ δεν ξέρω τι πρέπει να φοράω για να τους αρέσω.
17η ΜΕΡΑ
Η Ελέλη δεν με κοιτάει πια. Ήταν η μόνη που με κοίταζε. Με την άκρη του ματιού της έκανε ότι διαβάζει τον πίνακα που έχω στα δεξιά μου, αλλά εγώ ξέρω ότι κοιτούσε εμένα. Μετά την αγκαλιά που της έκανα, έρχεται συνέχεια η μαμά της στα διαλείμματα και παρακολουθεί τι κάνει. Και στην τάξη η δασκάλα την έβαλε να κάτσει στον απέναντι τοίχο, όσο πιο μακριά γίνεται. Είναι το πιο όμορφο κορίτσι στην τάξη. Νομίζω ότι θα την παντρευόμουν αν ήμασταν μεγάλοι.
Σήμερα είχε βγάλει τα χέρια της έξω από τα κάγκελα και προσπαθούσε να φτάσει ένα σκυλάκι που καθόταν κοντά σε ένα αυτοκίνητο. Ένα μαύρο μικρό σκυλί που έβγαζε κάτι ήχους σαν να είναι γάτα. Είχε πολύ πλάκα. Μόλις το είδαν και τα άλλα παιδιά, κατευθείαν έφτασαν στα κάγκελα και άρχισαν να το χαϊδεύουν.
Έδειχνε τόσο ευχαριστημένο,που μέχρι και ο φύλακας άνοιξε την πόρτα για να μπει μέσα. Έπεσαν όλοι πάνω του και άρχισαν να το χαϊδεύουν, να το αγκαλιάζουν και να του μιλάνε. Έδειχνε τόσο ευχαριστημένο. Η ουρά του πήγαινε πάνω κάτω και τέντωνε το κεφαλάκι του για να πάρει όσα πιο πολλά χάδια μπορούσε. Τα κατάφερε!
30 μικρά λευκά χέρια χάιδευαν μία μαύρη μεγάλη γούνινη πλάτη. Το σκυλάκι τούς έγλειφε τα χέρια για να τα ευχαριστήσει. Έδειχνε τόσο ευχαριστημένο.
30 μικρά λευκά χέρια χάιδευαν μία μαύρη μεγάλη γούνινη πλάτη. Το σκυλάκι τούς έγλειφε τα χέρια για να τα ευχαριστήσει. Έδειχνε τόσο ευχαριστημένο.
Έβλεπα όλα τα παιδιά να του μιλάνε και να το αγαπάνε. Απορούσα πώς γίνεται να του μιλάνε τόση ώρα, αφού ούτε καταλαβαίνει, ούτε ξέρει να μιλάει. Τα σκυλιά σε γλείφουν για να σου πουν σ’ αγαπώ, κουνάνε την ουρά τους για να παίξουν, γρατζουνάνε την πόρτα για να πάνε βόλτα και πάνε κοντά στο πιάτο τους όταν θέλουν να φάνε. Τόσο εύκολα.
& Μπορείτε να διαβάσετε το πρώτο μέρος για το “Ημερολόγιο του Αζόρ” στον εξής σύνδεσμο: http://all4fun.gr/various/articles/14303–1-.html
&& Το τρίτο και τελευταίο μέρος του διηγήματος θα δημοσιευθεί την Τετάρτη 18 Ιανουαρίου.
Της Καλλιόπης Μανδρέκα, 15/1/2017