15.1 C
Athens
Δευτέρα, 17 Μαρτίου, 2025

Ιστορίες ενός μάγκα 11

Είναι πουτάνα η ζωή μα και εμείς δεν πάμε πίσω… μια σκέψη ενός αδιάφορου ανθρώπου, Ουδεμία σχέση έχει με την ιστορία!

Πάμε στην ιστορία μετά τον βαθυστόχαστο προσωπικό αυθόρμητο στίχο, που σας έδωσα για τροφή σκέψης! Άτσα, μαγκιά ο μάγκας! Πάλι κέφια έχω σήμερα!

Κοίτα να δεις τώρα πως γίνεται η φτιάξη, πετάει ένα πουλάκι στο δάσος και όπως κοζάρει βλέπει ένα λαχταριστό καρπό δέντρου, αμάν σου λέει εδώ είμαστε, προσγειώνεται ομαλά η ανώμαλα πάνω στο κλαδί του ανάλογα τις προτιμήσεις του και αρχίζει το μασούλημα, όταν ταρατσώσει το στομάχι την αράζει εκεί μέχρι να γίνει η πέψη, έπειτα κάνει ένα μπραφ με τα φτερά για απογείωση αλλά από το σφίξιμο ρίχνει και τις κουτσουλιές του στο χώμα! Έπειτα έρχεται η βροχή ρίχνει τις στάλες της και πάει την κουτσουλά στις ρίζες του δέντρου για να το θρέψει, να του δώσει μέταλλα και στοιχεία που χρειάζεται ώστε να είναι υγιές δυνατό για να βγάλει νέο πλούσιο λαχταριστό καρπό, αυτό είναι το φυσικό λίπασμα.

Είναι μια αιώνια τίμια συνεργασία πουλιών και δέντρων, μου δίνεις σου δίνω, δίκαια πράγματα όμορφα νοικοκυρεμένα! Είναι ο κύκλος της ζωής, καθότι τίποτα δεν παίρνουμε χωρίς να δίνουμε, όλες οι δράσεις κρύβουν αντιδράσεις, πως τα λέω έτσι ο πούστης έτσι μου έρχεται να πηδήξω από την ταράτσα από την πολύ γνώση γαμώ την θεια μου την τσουράμπενα που δεν την γνώρισα κιόλας! Ωχ αμάν κέφι που έχω πάλι σήμερα, ωχ αμάν! Και να σου πω και κάτι; Γιατί μια φορά ωχ αμάν; Και τρεις αμάν άμα λάχει!

Έτσι στα 17 με έστειλε και η κυρά Μαρία σε ένα θειο μου στην λαϊκή να τον βοηθάω να πουλάει την πραμάτεια του, ώστε να συμμετέχω και εγώ στον κύκλο της ζωής! Δράση αντίδραση, η δράση ήταν να τα κουβαλάω να τα πουλάω και η αντίδραση ήταν να μου δίνει χαρτζιλίκι! Αδελφέ μου είναι μην συνεργαστείς με γνωστό ή συγγενή, σου ρουφάει μέχρι και το μεδούλι, το χαρτζιλίκι δεν έφτανε ούτε για τσιγάρα αλλά ο κώλος μου από την κούραση πεντοχίλιαρο, άμε!

Δεν ήθελε ιδιαιτέρες γνώσεις σα δουλειά αλλά πανάθεμα την είχε ένα ωράριο που ακόμα και ο Ήλιος βαριόταν να ανατέλλει, από τις 3 τα χαράματα ξυπνούσαμε για να πάμε στα ψυγεία να αγοράσουμε φρούτα, άσχετα που τα πουλούσαμε της ώρας ολόφρεσκα, σπαρταριστά!

Από την πρώτη μέρα που βγήκα στο μεροκάματο με τον θειο μου κάθε πέμπτη που ήμασταν στην Ηλιούπολη γινόταν κάτι πολύ παράξενο. Στις 12 το μεσημέρι ερχόταν μια πελάτισσα η κυρά Αλίκη 45 χρονών αφράτη με λευκή επιδερμίδα και κάτι μεγάλα μπαλόνια για στήθος. Με το που αγόραζε το εμπόρευμα ο θειος έφευγε για καμιά ώρα και με άφηνε μόνο μου.

Εκεί μιλάμε έβγαζα το άχτι μου του έκλεβα το λιγότερο 500 δραχμές, τότε ήταν λεφτά όχι αστεία. Αφού είχε αποφασίσει να μου πίνει το αίμα στο όνομα της συγγένειας είχα αποφασίσει και εγώ να τον παίρνω πίσω… τον παίρνω είπα; Λάθος να το παίρνω πίσω, το αίμα, το άλλο δεν κάνει πονάει, έτσι λένε δηλαδή όχι ότι ξέρω προσωπικά, ένας φίλος που το δοκίμασε μου το είπε. Ξέρω τι σκέφτεσαι ότι όταν έχουμε κάνει κάτι εμείς για το οποίο μπαντζαρόνουμε πάντα εμφανίζουμε ένα φίλο μπροστά.

Τρεις μήνες γινόταν η ίδια ακριβώς δουλειά ερχόταν η κυρά Άλικη ψώνιζε και ο θειος με άφηνε μόνο μου. Ήθελα να πάω να δω που πάει αλλά δεν μπορούσα να αφήσω και τον πάγκο μόνο του…

-Έλα να πάρεις πορτοκαλιά μήλα, αχλαδιά τα πάντα έχω λέμε τα πάντα.

– Είναι καλά;

– Τα καλύτερα.

– Που το ξέρεις;

– Τα πήγα πρώτα από το πανεπιστήμιο, κάνε μας τι χάρη!

– Με ειρωνεύεσαι;

– Ρε φίλε θα πάρεις περιμένει ουρά από πίσω;

– Μα δεν είναι κανένας. Συγγνώμη που ρωτάω αλλά την άλλη φορά βρήκα μέσα σε ένα μήλο σκουλήκι.

-Και διαμαρτύρεσαι; Τσάμπα κρέας! ΕΛΑΤΕ ΝΑ ΠΑΡΕΤΕ, τσάμπα τα έχω λέμε τσάμπα.

Έπιασα τον φίλο μου τον Νέστορα και του εξήγησα τι ακριβώς ήθελα από εκείνον, αρνήθηκε αλλά μόλις του έταξα τρία κατοστάρικα συμφώνησε! Καλό παιδί ο Νέστορας αλλά ταληροφονιάς για το χρήμα έκανε τα πάντα.

Πέμπτη 11:59, σκάει η κυρά Αλίκη…

– Γεια σου μικρέ!

– Γεια σας τι να σας βάλω; 

– Τα γνωστά!

– Τρία κιλά μήλα τρία πορτοκάλια και δυο αχλάδια; (δεν αφήνουμε τα γνωστά να σου βάλω τα άγνωστα που τα έχω και πάνω μου;)

– Ακριβώς.

– Έγινε!

Με πλήρωσε και έφυγε, αμέσως ο θειος μου…

– Μικρέ πάω σε μια δουλειά και έρχομαι, δε θα αργήσω!

– Τι δουλειά θειε;

– Εσύ να κοιτάς την δουλειά σου.

– Ναι θειε αλλά εσύ τι δουλειά έχεις;

– Ότι θέλω!

– Τι θέλεις;

– Ρε μαλακισμένο πάλι έχεις όρεξη για πλάκες; Αι παρατάμε και είμαι φορτωμένος!

Με το που έφυγε, ήρθε και έκατσε στον πάγκο ο Νέστορας και πήρα τον θειο στο κατόπι. Ρε τι έκανε ο παλιοκερατάς ο θειος μου; Δεν έλεγε ψέματα όντως ήταν φορτωμένος. Μπήκε μέσα στο φορτηγό με την κυρά Αλίκη, στην καρότσα πίσω, τους άφησα πέντε λεπτά και όπως κάνω μάτι από μια τρυπίτσα που υπήρχε στην καρότσα, τι έκανε ο αθεόφοβος; Ξαλάφρωσε πάνω της!

Δε μπορώ να πω όλη αυτή η κατάσταση με έφτιαξε, από τότε όποτε ερχόταν η κυρά Αλίκη να ψωνίσει ονειρευόμουν να ήμουν εγώ στο φορτηγό μαζί της, με τον καιρό αυτή η επιθυμία μου έγινε έμμονη!

Το έβαλα σκοπό ζωής να την πηδήξω δε γινόταν να τρώει ο θειος και ο ανιψιός στο πίτουρο.

Άκου πως έγινε η μηχανή. Εντελώς ξαφνικά 11 μισή ώρα με έπιασε ένας απίστευτος στομαχόπονος, δίπλωσα, έπρεπε να φύγω. Ο θειος όλο αγωνία…

-Ρε κάνε υπομονή, κάτσε εδώ και μην κάνεις τίποτα απλά φύλα τον πάγκο.

-θειε δε μπορώ θα πεθάνω.

-Κρατήσου λίγο να πάω σε μια δουλίτσα ρε αναθεματισμένε και θα έρθω κάνε υπομονή.

-Θειε αλήθεια δεν αντέχω, φεύγω.

-Α ρε κωλόπαιδα, εγώ φταίω που σε παίρνω μαζί μου.

Και έφυγα αλλά δεν έφυγα, πήγα κρύφτηκα λίγο πιο κάτω να έχω επαφή με τον πάγκο. Είδα την κυρά Αλίκη να ψωνίζει και να λέει κάτι με τον θειο μου. αυτή την φορά πήρε τον δρόμο της επιστροφής και όχι το δρόμο για το φορτηγό. Έτρεξα την σταμάτησα και…

-Κυρά Αλίκη ο θειος μου λέει να πάτε εκεί που ξέρετε.

-Εσύ δεν ήσουν άρρωστος;

-Ο θεός να είναι καλά!

-Ευχαριστώ.

Έφυγα γρήγορα πήγα ξεκλείδωσα την καρότσα από το φορτηγό και περίμενα, μόλις μπήκε μέσα η κυρά Αλίκη, μπήκα και εγώ!

-Τι θες εσύ εδώ;

Την έπιασα στο γνωστό παραμύθοτσιλιμπουρδιστήρι, μου αρέσετε έχω πάθει πλάκα σας θέλω, δίπλα σας νιώθω πεταλούδες στο στομάχι.

-Είσαι τρελός; Εσύ είσαι παιδί.

– Παιδί παιδί αλλά με μια που… να!

– Ανά χαθείς.

Και εκεί πάνω στο ανά χαθείς την πιάνω σε κάτι γλωσσόφιλα και ενέδωσε η μαντάμ! Αυτό ήταν, επί μισή ώρα χαμουρευόμασταν και όπως είμαι έτοιμος να βάλω την μανικά μέσα, ανοίγει η πόρτα,

-Ρε παλιοκερατά θα σου γαμ… ότι έχεις και δεν έχεις.

Και τον βλέπω να ξεντύνεται, αμάν λέω την κάτσαμε! Ακόμα τρέχω, ευτυχώς που φορούσα ακόμα το σώβρακο!

Και δεν πήδηξα και έκανα Ηλιούπολη Πειραιά με τα πόδια, για καλή μου τύχη στο δρόμο με λυπήθηκε κάποιος, του πέταξα και εγώ το παραμύθι ότι μου έκλεψαν τα ρούχα και μου έδωσε ένα παντελόνι και μια μπλούζα αλλά από παπούτσια μηδέν ξυπόλυτος έφτασα σπίτι.

Η κυρία Μαρία τουλάχιστον είχε ένα καλό, ήθελε να με δέρνει μόνο εκείνη κανένας άλλος. 6 φορές ήρθε από τότε ο θειος μου να με δείρει και ενώ της εξηγούσε τι του έκανα δεν τον άφηνε. Του έλεγε συνέχεια…

-Άσε θα το ταχτοποιήσω εγώ.

Και με έδερνε εκείνη, αλλά τουλάχιστον ήταν μητρικές φάπες δεν πονούσα όπως θα πονούσα με τον θειο.

Συμπέρασμα: Οι δράσεις δεν έχουν πάντα τις επιθυμητές αντιδράσεις. Πάντα θα βρεθεί ένας μαλάκας θειος να στην σπάσει. Ξέρεις τι είναι να είσαι στο παρά τσακ και να μείνεις με την μάνικα στα χέρια;    

Ο μάγκας είναι ένας από όλους αυτούς τους ανώνυμους <<ήρωες>> που γεννηθήκαν σε μια φτωχογειτονιά του Πειραιά στα μέσα του 1940. Ένας από όλους αυτούς που για να επιβιώσει έπεσε στην αλητεία, την κλεψιά και την πονηρία, συνάμα όμως έμαθε την μπέσα, την τιμή και την αξία του λόγου. Τώρα που γέρασε μας αφηγείται μέσα από την φυλακή στιγμές από την ζωή του!

V-Sam

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

Σχετικά Άρθρα

Τελευταία Άρθρα