Δεν υπάρχει μεγαλύτερη απόλαυση από ένα ωραίο φαγητό έξω από το κάγκελο εγώ έτυχε να είμαι μέσα, την τύχη μου! Το παράτησα, όλο ρύζι και ρύζι και ρύζι στο τέλος θα μάθω κινέζικα. Ας τα κομμάτια παλιό ζωή, για ένα βρωμόξυλο 168 μηνιάτικα στη στενή, τι λες ρε μεγάλε; Με ρωτάς πως ένιωσα όταν είδα τον τσόγλανο να είναι καβάλα στην δικιά μου; Δηλαδή ποια δικιά μου; Ήθελε να της περάσω και στενάχωρο για να την φτάσω μέχρι την εκκλησά. Θόλωσα, έσβησα, το αίμα ανεβοκατέβηκε 78 φορές στην γκλάβα μου μέσα σε ένα λεπτό, τον έκανα από το ξύλο μπλε μαρέ.
Τι τα θέλω και τα σκέφτομαι όλα αυτά και πέφτω στην εξάτμιση; Δηλαδή στον αναστεναγμό. Φταίει και αυτή η άτιμη η κακοκεφιά που χθες το βράδυ έμεινα στεγνός από μπαγιόκο, αυτό το μπαρμπούτι με έχει καταστρέψει αλλά τι να κάνεις στη φυλακή; Γυμναστική; Να διαβάσεις; Να λες ιστορίες; Ρίχνεις κάνα κόκκαλο να ανέβει η αδρεναλίνη. Ούτε για τσιγάρα δεν έχω, βλέπεις εμείς τα παιδιά της μοναξιάς δεν έχουμε κανέναν στον κόσμο να μας φέρει φράγκα, να μας πει καμιά καλή κουβέντα. Έγινε αυτό που φοβόμουν όλοι οι δρόμοι οδηγούν σε αυτόν τον βρωμόδημοσιογράφο να του πουλήσω άλλη μια αληθινή ιστορία πόνου. Α ρε μάνα που κατάντησα, εγώ που όταν περπατούσα όλος ο μαχαλάς βαρούσε προσοχή.
Ας μπούμε στην ιστορία μας να βγάλουμε το χαρτζηλικάκι μας να πάρουμε τα τσιγαράκια μας και να ρίξουμε και καμιά κοκκαλιά, αμέ!
Ήταν πρωί του Αύγουστου κοντά στη ροδαυγή, βγήκα να πάρω αγέρα στην ανθισμένη γη, α ρε Ελλάδα που χάνεσαι και παίρνεις μαζί σου και εμάς τους μάγκες, πάλι μεράκλωσα, ανάθεμα την ώρα κατάρα την στιγμή σκότωσαν οι εχθροί μας την ψυχή μας.
Καθότι δε ντρέπομαι να το πω, με όλα αυτά που έγιναν στη ζωή μου πήραν από μέσα μου αυτό το γελαστό παιδί που έκρυβα τόσα χρόνια, μπορεί να είμαι μαγκιά αλλά είμαι και ευαίσθητος. Ας το καλό τι έπαθα σήμερα; Λοιπόν το τσουλάω και πηγαίνω βουρ για το συμβάν.
Θα ήμουν και 17 χρονών όταν ένας μακρινός θειός του κολλητού μου βρήκε ένα κονέ και με έστειλε στα παπόρια, του τέστιν στα κρουαζιερόπλοια. Να σου το λοιπόν ο δικός σου να κάνει τον ηλεκτρολόγο χωρίς να έχει ιδέα από ηλεκτρολογικά, αλλά άμα έχεις μέσον τύφλα να έχει ο Μάρλο Μπράντο,, δε κολλάει ο Μάρλο Μπράντο αλλά έμενα μ΄αρέσει και αφού μ΄αρέσει τον πετάω σε καμιά πρόταση έτσι για να κάνω ζημιά, πω πω ζημιές πω πω κέφι που έχω σήμερα, η πένα θα πάρει φωτιά!
Άβγαλτο παιδί ήμουν δεν ήξερα τίποτα έκτος Πειραιά και ξαφνικά βρέθηκα σε μέρη και σε κόσμο που ούτε καν είχα ονειρευτεί. Μεγάλο εμπόδιο στάθηκαν τα αγγλικά δε μπορούσα να συνεννοηθώ να ρίξω γκόμενα με τίποτα. Όσο για την δουλειά καλά ήταν τα έκανε όλα ο προϊστάμενος και εγώ τον κοίταζα. Τα βράδια πήγαινα στο crewbar και την άραζα εκεί με έναν βοηθό ψυκτικού που την είχαμε τακινιάσει, αυτός ήταν από την Χίο αλλά καλό παιδί ξήγα.
Στους τρεις μήνες μπάρκο είχα βαρεθεί έλεγα να γυρίσω αλλά ξαφνικά τσακ, με κοίταξε στην κουζίνα που έτρωγα μια χορεύτρια, ώπα λέω, κοιτάω αριστερά κανείς, κοιτάω δεξά κανείς, αμάν τελικά έμενα κοίταζε. Από εκείνη την στιγμή τρελάθηκα όλη μέρα σκεπτόμουν πως θα τη βρω μόνη να της μιλήσω, είχα μάθει κάτι ψιλό αγγλικά θα τα κατάφερνα.
Την τρίτη μέρα την πέτυχα στο διάδρομο στο deck 5, με κοίταξε, την κοίταξα, μου χαμογέλασε, της χαμογέλασα και τελικά η κοπέλα αποδείχτηκε κυρία, πήγαμε στην καμπίνα και της έριξα 5 μποφόρια για να μάθει τι σημαίνει αθάνατο ελληνικό τσαρούχι! Δε το κρύβω έπεσα στην καψούρα της! Από την επόμενη μέρα στη δουλειά πετούσα, σκέψου ότι ο προϊστάμενος έβαλε τα κλάματα από την συγκίνηση που με είδε επιτέλους να πιάνω κατσαβίδι! Πετούσα και όταν λέμε πετούσα τι εννοούμε; Πετούσα! Απλά πράγματα!
Ο καιρός περνούσε μπόμπα και εγώ ήμουν στο σορόπι, όμως όταν λέμε ότι το χούι δε φεύγει αδελφέ μου δε φεύγει. Εγώ τώρα ελληνάρας η γκόμενα από το Καναδά, εκείνη απελευθερωμένη εγώ μη τυχόν κοιτάξει κανέναν θα την στείλω από εκεί που ήρθε. Μια μέρα που ήταν νύχτα δηλαδή όταν νύχτωσε βγήκαμε να πάμε σε ένα μπαράκι, ήμασταν στο Ακαπούλκο με διανυκτέρευση, εκεί υπήρχε ένα μπαράκι που σύχναζε το πλήρωμα.
Όταν φτάσαμε όπως πάντα καμάρωνα που είχα τέτοιο γκομενάκι δίπλα μου,, ήπιαμε και από 4 ποτά και ήμουν αδελφέ μου πασάς στα ανάκτορα. Τώρα πως της την έδωσε ήθελε να ανέβει να χορέψει στο τραπέζι, χορεύτρια ήταν κιόλας… αλλά εγώ της το είχα πει – Ροσέλ εγώ τέτοια δε γουστάρω- φαίνεται όμως πως είχε ζαλιστεί πολύ και με έγραψε.
Μέχρι να γυρίσω να παραγγείλω αλλά δυο ποτά είχε πηδήξει στο μπαρ και χόρευε, αμάν θεέ μου ποιος με είδε και δε με φοβήθηκε, ή θα την πλάκωνα στη κλωτσά η έπρεπε να κάνω κάτι να ξεδώσω. Χωρίς να το σκεφτώ πηδάω πάνω στη μπάρα και εγώ και αρχίζω να χορεύω, δε ξέρω αδελφάκι πως μου την έδωσε αλλά έχασα το μυαλό μου χόρευα ασταμάτητα επί δυο ώρες, η δικιά μου πρέπει να είχε κατέβει στο δεκάλεπτο, με κέρασαν και κάτι σφηνάκια και κάτι από δώθε από κήθε ξαφνικά βρέθηκα … πω ρε πούστη μου τι βγάζω στη φόρα για 50 ευρώ… βρέθηκα να με φιλάει μια Λουκρητία με γλώσσα, γνωστή στο καράβι για τα γούστα της, μόλις συνειδητοποίησα τι γίνεται έφυγα τρέχοντας και κλείστηκα στην καμπίνα μου.
Την άλλη μέρα είχε βουίξει στο παπόρι ότι είμαι σφυρίχτρα, άμα σου βγει το όνομα άντε να αποδείξεις ότι δεν είναι έτσι.
-Ρε εγώ; Εγώ που διαθέτω τουρμπίνα έτοιμη να ικανοποιήσει κάθε θηλυκό; Ρε πάτε καλά; Είμαι άντρας πολύ άντρας μα παρά πολύ άντρας.
– Xα χα χα χα.
– Xο χο χο χο χο.
– Xι χι χι χι.
Τέτοια ξεφτίλα δεν έχω ξανανιώσει πήγα στον καπετάνιο και υπέβαλα την παραίτηση μου. Την δέχτηκε αμέσως και με έστειλε στον αγύριστο. Μέχρι να πατήσω το πόδι μου στην πατρίδα, ο καπετάνιος είχε ρίξει σήμα στον θειό του κολλητού και αυτός στην κυρά Μαρία.
Όταν μπήκα σπίτι αντί να με περιμένει να με φιλήσει μου ήρθε ένα τσόκαρο στο κεφάλι και με άφησε ανάσκελα με την μάνα μου από πάνω να γκαρίζει.
-Δε ντρέπεσαι ρε; Για αυτό σε έστειλα στα καράβια; Για να γίνεις κουδουνίστρα; Άμα δεν είσαι εσύ άντρας θα σε κάνω εγώ.
-Μαμά δε κάνει αυτό είναι ανώμαλο.
Με έκλεισε για τρεις μήνες στο σπίτι και κάθε μέρα ερχόταν με την καινή διαθήκη και με διάβαζε για να φύγει το δαιμόνιο από μέσα μου, όταν επιτέλους <<έφυγε>> με άφησε. Αυτή η κλεισούρα τελικά αποδείχτηκε σχολείο για τις μετέπειτα επισκέψεις μου στη στενή, χίλιες φορές στη στενή με άλλους μάγκες παρά με την μάνα μου από πάνω με το λιβανιστήρι!
Ο μάγκας είναι ένας από όλους αυτούς τους ανώνυμους <<ήρωες>> που γεννηθήκαν σε μια φτωχογειτονιά του Πειραιά στα μέσα του 1940. Ένας από όλους αυτούς που για να επιβιώσει έπεσε στην αλητεία, την κλεψιά και την πονηρία, συνάμα όμως έμαθε την μπέσα, την τιμή και την αξία του λόγου. Τώρα που γέρασε μας αφηγείται μέσα από την φυλακή στιγμές από την ζωή του!
V-sam