Πράγμα παράξενο γιατί απ’ όσο ήξερα κανένα ποντίκι μέχρι τώρα στο σπίτι μας δεν είχε καταφέρει να φτάσει ως την οροφή. Ταράχτηκα και πήρα ένα κοντάρι να το σκοτώσω το παλιοπόντικο μα με κατέλαβε άξαφνα εκείνη η ματαιότητα που ώρες-ώρες μ’ έπιανε απέναντι σε όλα και ένιωσα το χέρι μου αδύναμο, λύγισα, μου ‘πεσε στο πάτωμα το κοντάρι μ’ ένα κρότο που με ξάφνιασε κι εμένα τον ίδιο, ο ποντικός παρόλα αυτά δεν σκοτίστηκε.
Αναγκάστηκα λοιπόν να γίνω φίλος μαζί του εφόσον δεν είχα τα κότσια να τον σκοτώσω μήτε και τη θέληση εδώ που τα λέμε. Έτσι μου φάνηκε πως εκείνο που δεν μπορεί κανείς να σκοτώσει πρέπει να μαθαίνει να το αγαπά.
Ένιωσα πεπεισμένος για αυτό ξαφνικά τη στιγμή που άκουγα τον κρότο του κονταριού στο πάτωμα, αν και δεν το ‘χα διαβάσει πουθενά σε κανένα βιβλίο, αλλά έτσι απομονωμένος όπως ζούσα τότε, μάθαινα από τη μοναξιά μου πολλά και διάφορα ίσως ακόμη κι ανόητα πράγματα αλλά οι άνθρωποι όπως και να ‘χει ανόητο με λέγανε από τότε που δεν έλεγα να βγω από το σπίτι μου.
Αυτό που με βοήθησε να συνεννοηθώ μαζί του ίσως να ήταν η σιωπή του ή μάλλον το γεγονός ότι του δάνειζα τις απαντήσεις μου, πράγμα που άρχισε σύντομα να με εξοργίζει τόσο που σκεφτόμουν το ενδεχόμενο να αλλάξω την απόφαση μου και να σηκώσω ξανά το κοντάρι μα είχα πει πως θα τον έκανα παρέα και μόνο άδικο μπορούσε να αποτελέσει κάτι τέτοιο, να του τη φέρω δηλαδή έτσι στα ξαφνικά «μεγάλος απατεώνας θα ήσουν φίλε μου» έλεγα στον εαυτό μου και χωρίς να το καταλαβαίνω πρόσεχα όλο και πιο πολύ το ποντίκι μου λες και δεν ήξερε από μονάχο του να αποφεύγει τους κινδύνους, ανησυχούσα μήπως φάει καμιά αράχνη με δηλητήριο και πεθάνει ή μήπως στραβοπατήσει εκεί που σκαρφάλωνε τους τοίχους και τσακιστεί.

Κατάλαβα πως θέλοντας και μη είχα επιτρέψει στους ανθρώπους να εισέλθουν μέσω εμένα του ίδιου. Δεν ήμουν πλέον ένας άνθρωπος κι αυτό ακριβώς επειδή ήμουν μόνος. Με τον καιρό συνειδητοποίησα πως είχα μάλλον αρχίσει να μοιάζω περισσότερο του ποντικού μου, τον τάιζα με τα χέρια όμως αυτός ο αχάριστος έφτυνε το φαϊ στην παλάμη μου κι έτρεχε να φάει κατευθείαν απο την κατσαρόλα, εκεί που φυλούσα το δικό μου φαγητό. Μόλυνε τα πιάτα μου, έσπερνε τα περιττώματα του επίτηδες, είμαι βέβαιος, στο κρεβάτι μου, χωνόταν στο νερό την ώρα που εγώ πλενόμουν ενώ απέφευγε με κάθε τρόπο να πλένεται στη λεκάνη που του γέμιζα ζεστό νερό για αυτό το σκοπό μονάχα κι όταν το έκανε γέμιζε τον τόπο τόσα νερά που το μετάνιωνα και του επέτρεπα να πλένεται κοντά μου.

Αργότερα σκέφτηκα μόνος μου πως ίσως και να έφταιγε εξίσου και το όνομα που του ‘χα δώσει και με μίσησε το ζωντανό. Ήταν το όνομα εκείνου του φίλου που είχα κάποτε. Απο εκείνη την ημέρα πάντως καλυτέρεψε η σχέση μας. Ή μάλλον εκείνος έδειχνε να αδιαφορεί περισσότερο για εμένα κι εγώ βρήκα επιτέλους την ησυχία μου να ασχοληθώ με τις δουλειές που είχα αφήσει πίσω. Αλλά, μαντέψτε, επιστρέφοντας στην παλιά μου ζωή βρήκα πως δεν έκανα ποτέ και τίποτε το αξιόλογο, το μοναδικό αξιόλογο γεγονός ήταν ακριβώς αυτό:
Ο ποντικός μου, η μέρα που είχα προσπαθήσει να τον σκοτώσω, η μέρα που κάθισα και σκέφτηκα τι απόφαση να πάρω κι η μέρα που είχα αποφασίσει να τον αγαπώ. Μιαν άλλη μέρα ήρθε στο Σπίτι εκείνη. «Μήτσο» του είπα «θα κάτσεις ήσυχος κάτω απο το κρεβάτι» γνωρίζοντας καλά οτι θα έκανε ακριβώς το αντίθετο.
Μπήκε αυτή μέσα, κοίταξε γύρω της είπε κάτι σαν «πώς ζεις έτσι; Αποκλείεται να βγάλω τα παπούτσια μου εδώ μέσα» ύστερα κοίταξε τη στοίβα με τα πιάτα στο νεροχύτη, τα πεταμένα ρούχα, τις κάλτσες στην εξώπορτα, το σκουριασμένο κάγκελο του μπαλκονιού, μετά έβαλε τα κλάματα. Εγώ την βοήθησα να φορέσει το παλτό της και την συνόδευσα στο δρόμο. Εκείνος όμως είχε προφτάσει να χωθεί στην τσέπη της.
Όταν αυτή τον είδε πέταξε το παλτό στο πεζοδρόμιο, σχεδόν ψύχραιμη χωρίς πολλές φωνές, όπως όλες οι γυναίκες του είδους της, με χαστούκισε δυνατά κι απομακρύνθηκε με το λεπτό της πράσινο πουλόβερ, τα χέρια τυλιγμένα γύρω απο το μικρό της κορμί και την πλεξούδα της να χορεύει στο κρύο φως εκείνου του Φλεβάρη. Ήξερα πως δεν θα ξαναερχόταν ποτέ πια να με δει.
«Όπως και να ‘χει ζει με εκείνον τώρα, τον παλιό σου φίλο, είναι η γυναίκα εκείνου πλέον, δεν έχεις κανένα δικαίωμα… Ούτε να κλάψεις. Για ποιόν λόγο άλλωστε; Τώρα όλοι έφυγαν. Εσύ έφυγες απο εκείνους. Κανείς δεν πρόκειται να ξαναέρθει, μπορείς να είσαι ήρεμος.» Δεν ένιωθα όμως ήρεμος. Κράτησα σφιχτά στο χέρι μου τον Μήτσο, εκείνος χωρίς να βγάλει μιλιά με κοίταξε σαν άνθρωπος, μ αυθάδεια και υποτίμηση, μου φάνηκε ίσως και με κάποιο ειρωνικό χαμόγελο. Γίνεται τάχα να χαμογελάει ένας ποντικός και μάλιστα ειρωνικά; Μα ναι! είχα δει πολλούς ανθρώπους που θύμιζαν ποντίκια να το κάνουν. Ένιωθα μπερδεμένος και θιγμένος.
Σαν τρελός άρπαξα το ίδιο εκείνο μαχαίρι με το οποίο είχα βουτυρώσει το ψωμί σήμερα το πρωί, λίγο πριν χτυπήσει αυτή το κουδούνι μου, το βύθισα στο αδύναμο στήθος του ενώ εκείνος, ασθμαίνοντας είναι η αλήθεια, με κοίταζε προκλητικά χωρίς να δείχνει ίχνος πόνου. Αυτό με εξαγρίωσε. Πίεσα το μαχαίρι πιο βαθιά μα ‘κεινος εξακολουθούσε να κοιτάζει απαθής. Τότε κατάλαβα. «έγινες άνθρωπος Μήτσο; ποιός απο όλους τους ανθρώπους; Μπας κι έγινες ο εαυτός μου;
Λοιπόν αυτός ο τόπος δε μας χωράει και τους δυο» .
Έβγαλα το μαχαίρι απο το στήθος του και το βύθισα στο δικό μου. Δεν ήθελε πολύ κουράγιο. Ούτε και δίστασα όπως τότε στην αρχή. Τώρα ήταν μια κι έξω, τώρα τον είχα πια αγαπήσει, δεν είχα καμιάν άλλη υποχρέωση κι ούτε που έτρεξε σταγόνα αίμα. Κατευθείαν στην καρδιά με πήρε…
Της Αγγελίνας Κλαυδιανού, 16/3/2018