16.8 C
Athens
Δευτέρα, 9 Δεκεμβρίου, 2024

Η συνάντηση..

Τρεις βδομάδες πριν κλείσω τα τριαντατέσσερα μου χρόνια η ιδέα να κάνω δώρο στον εαυτό μου ένα ταξίδι με Βαν έφερε στη κατοχή μου αυτό που χρειαζόμουν. Ένα Βαν. Βέβαια εμένα μου προέκυψε ένα άπλυτο, μέσα στη σκόνη και την κουτσουλιά Βαν. Η απόφαση μου να το πλύνω δε στέφθηκε με επιτυχία. Το πλυντήριο του βενζινάδικου δε λειτουργούσε το μεσημέρι και εγώ είχα δυόμισι ώρες να καλύψω. Έφυγα απογοητευμένος με κατεύθυνση προς το άγνωστο.

Οδηγούσα σκεφτόμενος τι θα μπορούσα να κάνω. Να πάω για καφέ, να πάω για σκουός, να πάω για αναρρίχηση, να πάω στο λούνα-παρκ ή να γυρίσω σπίτι και να ζωγραφίσω; Με τις σκέψεις να διαδέχονται η μία την άλλη μου ήρθε στο μυαλό η ταινία «Back to the future». Τι ωραία ταινία! Άραγε θα μπορεί να υπάρξει ποτέ ταξίδι στο χρόνο; Αν υπάρξει θα είναι διαθέσιμο στην αγορά; Θα βγει και σε απλικέισον; Θα ισχύουν προσφορές «δύο στη τιμή του ενός» με ένα απλό γραπτό μήνυμα; Θα είσαι μόνο παρατηρητής ή θα μπορείς να επεμβαίνεις;

Εγώ πού θα πήγαινα; Αυτή η ερώτηση με έπιασε εξαπίνης όπως και το φανάρι μπροστά. Αλήθεια που θα ήθελα να πάω; Σκέφτηκα, σκέφτηκα, σκέφτηκα και τελικά το βρήκα! Θα πήγαινα, σαν άλλος Μάρτυ Μακφλάϊ, να συναντήσω τον δεκαπεντάχρονο εαυτό μου -μαθητή γυμνασίου, κοντό μαλλί, τζιν, φλάι μπουφάν με κονκάρδες και μουσταρδί Τίμπερλαντ- ένα βράδυ Παρασκευής… δεκαοχτώ του Μάρτη. Θα ήμουν πολύ προσεκτικός μην τύχει και χαλάσω το χωροχρονικό συνεχές (χωροχρονικό συνεχές είναι το μαθηματικό μοντέλο που ενώνει το χώρο και το χρόνο σε μία συνέχεια).

Τη θυμάμαι καλά εκείνη τη Παρασκευή. Λίγο πριν είχα σχολάσει. Το σχολείο μας ήταν πρωί-απόγευμα. Τι ωραίο το απόγευμα! Ξύπναγα στις 11:00 και έπινα καφέ. Όχι. Μίλκο έπινα. Καφέ πίνω τώρα –φρέντο εσπρέσσο σκέτο. Είχα πάρει «8» σε διαγώνισμα στα μαθηματικά και γαμώτο ήταν εύκολο διαγώνισμα. Φοβόμουν ότι θα μείνω στην ίδια τάξη. Νομίζω δάκρυσα λίγο στην ιδέα ότι θα ξανακάνω τη 3η Γυμνασίου. Οι φίλοι μου θα πηγαίνανε Λύκειο κι εγώ θα ξαναμάθαινα την παραγοντοποίηση; Και η μία σκέψη έφερε την άλλη μέχρι που άρχισα να σκέφτομαι για το τι θα κάνω στη ζωή, αν θα πάω πανεπιστήμιο, αν θα βρω δουλειά, αν θα έχω δικό μου σπίτι κ.α.

Βασικά εκεί νομίζω δάκρυσα λίγο και όχι πριν. Είχα νιώσει τη ματαίωση .Τότε βέβαια δεν ήξερα τη λέξη ματαίωση. Ίσως γι αυτό είχα «12» στα φιλολογικά. Δεν τα διάβαζα. Γιατί και τα μαθηματικά που τα διάβαζα, τι κατάλαβα; «8» έγραψα. Είχα κάτσει λοιπόν σε ένα παγκάκι και προσπαθούσα να σκεφτώ κάτι που θα μου έδινε χαρά. Οτιδήποτε. «Θα παίξουμε μπάλα αύριο». Μπα… «Με περιμένουν μπριζόλες με πατάτες τηγανιτές». Μπα…«Ο Ολυμπιακός είναι πρώτος και θα πάρει πρωτάθλημα μετά από εννιά χρόνια». Ούτε. Για μισό λεπτό…τα πράγματα ήταν σοβαρά. Και σα να μην έφταναν όλα αυτά, θυμήθηκα τη χυλόπιτα που έφαγα πριν μια εβδομάδα.

Εκεί δάκρυσα τελικά κι όχι τις δύο προηγούμενες φόρες. Ποιο σχολείο και ποια βαθμολογία συγκρίνονται με την εφηβική αγάπη; Είχα στείλει τον κολλητό μου να τα ζητήσει για μένα. Εγώ κότα. Κότα λυράτη. Ας όψεται ο έρωτας. Και τα δάκρυα γίνανε κλάματα. Έκλαιγα. Η ώρα περνούσε κι εγώ έκλαιγα. Την ήθελα πολλούς μήνες. Ήθελα να τη φιλήσω στο στόμα. Να περπατάμε χεράκι-χεράκι. Να βγαίναμε ραντεβού στα Γκούντις. Ήταν σε άλλο τμήμα και την έβλεπα μόνο στα διαλείμματα.  Έκανα και το καραγκιόζη συχνά-πυκνά μπας και την εντυπωσιάσω. Έφευγα σούζα με το ποδήλατο -μια φορά έπεσα. Στηνόμουν στην ουρά του κυλικείου όποτε πήγαινε κι αυτή. Έπαιρνα ό,τι κι αυτή. Κοίτα, ταιριάζουμε. Παίρνουμε και οι δύο κουρού.

Σκεφτόμουν το τέλος που με βρήκε και έκλαιγα πιο πολύ. Έβγαζα και άναρθρες σκόρπιες λέξεις. «Γιατί δε με θέλει, καμία δε με θέλει, πότε θα βρω εγώ κορίτσι; Μα την αγαπώ. Για πάντα θα την αγαπώ».Το πόσο πολύ έκλαψα εκείνο το βράδυ, μόνο η νύχτα το ξέρει. Βλέπεις είχα ακόμα έντονη την ανάμνηση του μπλουζ που χορέψαμε ένα μήνα νωρίτερα σε ένα πάρτι μασκέ. Είχα σπασμένο πόδι, φόραγα γύψο, τη πλησίασα και της είπα «θέλεις να χορέψουμε; Αλλά εγώ θα κάθομαι ακίνητος, γιατί έχω τις πατερίτσες». Η πιο όμορφη ακινησία. Τα καλύτερα τρεισήμισι λεπτά της δεκαπεντάχρονης ζωής μου.

Θα εμφανιζόμουν,λοιπόν, δίπλα μου στο παγκάκι -θα διατάρασσα το χωροχρονικό συνεχές, βέβαια, αλλά δεν πειράζει, για τον εαυτό μου πρόκειται- και θα έλεγα,
-Μη στεναχωριέσαι. Θα σου κάνω σπόιλερ τώρα αλλά…Την τάξη θα την περάσεις, μην ανησυχείς! Η κοπέλα σε βλέπει σα φίλο και αυτό είναι κάτι που θα το συναντήσεις αρκετές φορές στη ζωή σου. Επίσης να ξέρεις πως θα ξανακλάψεις για γυναίκα. Κάνε υπομονή και θα βρεις την γυναίκα των ονείρων σου.
Και καθώς θα χανόμουν χαρούμενος και χαμογελαστός στα βάθος, λίγο πριν σβήσω μέσα στην ομίχλη, θα σταμάταγα, θα γύρναγα το κεφάλι και με σοβαρό ύφος θα έλεγα,
-Ψιτ. Σύντομα θα κάνεις και σεξ.

Αχ, πόσα προβλήματα και πόσες έγνοιες θα είχα λύσει με το ταξίδι στο παρελθόν. «Μπιππππππππππ». Η κόρνα του αμαξιού από πίσω μου όμως, με επανέφερε στη πραγματικότητα –να πάω το βαν για πλύσιμο. Είχε ανάψει πράσινο και εγώ ήμουν ακόμα χαμένος. Πάτησα γρήγορα γκάζι και ξαφνικά μου ήρθε μια ιδέα τρομερή. «Αυτό θα κάνω», σκέφτηκα! Γείωσα το πλύσιμο, έφτασα σπίτι, πάρκαρα το Βαν, ανέβηκα τρέχοντας τις σκάλες, έπιασα το κινητό να πάρω τη κοπέλα μου για να της πω να έρθει από το σπίτι, πληκτρολόγησα τον αριθμό… αλλά δε πάτησα ποτέ την «κλήση». Θυμήθηκα ότι δεν έχω κοπέλα. Χωρίσαμε περίπου ένα χρόνο πριν. Στάθηκα ακίνητος κοιτάζοντας γύρω μου με αγωνία αλλά και με την ελπίδα να έχει εφευρεθεί στο μέλλον το ταξίδι στο χρόνο, ώστε να έρθει ένας μελλοντικός εαυτός μου και να μου κάνει σπόιλερ.

Του Σωτήρη Μεντζέλου, 29/9/2016 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

Σχετικά Άρθρα

Τελευταία Άρθρα