«Τραγούδι λέω δυνατά ν’ ακούσουν όλα τα παιδιά ν’ ακούσει η πολιτεία κι απ’ το τραγούδι μου αυτό παλιάτσοι άλλοι εκατό να βγουν στην κοινωνία»
Δεν νομίζω να υπάρχει άνθρωπος που να είδε το «Περιμένοντας τον Γκοντό» του Σάμιουελ Μπέκετ στο Θέατρο Χώρος και να μην σιγοτραγούδησε αυτό το τραγούδι του Νότη Μαυρουδή για έναν παλιάτσο.
Γιατί η παράσταση που ξετύλιξε (αυτή είναι η σωστότερη λέξη από το «σκηνοθέτησε») η Ελένη Μαυρίδου, κάπου εκεί, στην τραγικά αστεία μορφή (ή μήπως στην γελοία τραγικότητα;) των παλιάτσων έχει τις ρίζες της.
Ας τα πάρουμε όμως από την αρχή: δεν μιλάμε απλά για άλλη μια παράσταση του περίφημου και χιλιοανεβασμένου αυτού έργου-συμβόλου του 20ΟΥ αιώνα. Μιλάμε για μια παράσταση που καταθέτει άποψη, αντίληψη, κατανόηση. Μια παράσταση, που επιχειρεί να επικοινωνήσει με τον συγγραφέα, και να προχωρήσει το έργο ένα βήμα παρακάτω. Μία παράσταση που ο λυρισμός συμπράττει με τη δωρικότητα, η ποίηση με την ωμότητα, ο ύμνος με το επιτύμβιο, ο λόγος με τη σιωπή.
Η Ελένη Μαυρίδου, επιλέγει να τοποθετήσει στη σκηνή, γύρω από το δέντρο-προβολέα (σήμα κατατεθέν του έργου και μοναδικό σκηνικό της παράστασης) δύο ζευγάρια Βλαδίμηρου-Εστραγκόν: το ένα λαλίστατο-το άλλο σιωπηλό, το ένα να μεταφέρει λόγο και πράξη των ηρώων, το άλλο να ενσαρκώνει τη σκέψη και τη διάνοια τους, το ένα να ερμηνεύει όσα κάνουν οι ήρωες, το άλλο να «μαντεύει» όσα θα ήθελαν να κάνουν. Και ζωντανεύει ανάμεσά τους, τον ίδιο το συγγραφέα , να τους συντονίζει, να τους ενορχηστρώνει, να τους καθοδηγεί. Τον συγγραφέα που παρακολουθεί άλλοτε ικανοποιημένος, άλλοτε δυσαρεστημένος σχεδόν πάντα σκεπτικός για όλα όσα συμβαίνουν στον κόσμο-σκηνή, σε αυτήν την ερημιά, σε αυτό το άχρονο και άτοπο πλαίσιο.
Οι ήρωες κινούνται από το αστείο στο τραγικό, αποδεικνύοντας ότι τελικά και οι δύο καταστάσεις συγκροτούν μια και ενιαία συναισθηματική ιδιοσυγκρασία του ανθρώπινου είδους, ότι είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος της ψυχοσύνθεσής μας. Ντυμένοι όμοια και ανάλογα τα δύο ζευγάρια κουρελήδων παλιάτσων, παιχνιδίζουν με τα καπέλα τους, φοράνε τις μύτες τους, παίζουν πινγκ-πονγκ (σε μια από τις ωραιότερες παραστατικές σκηνές που έχουμε δει επί σκηνής), καταβρέχονται.
Οι Νατάσα Εξηνταβελώνη, Ανδρέας Κανελλόπουλος, Γιάννης Καράμπαμπας, Γιώργος Κατσής, Κίμων Κουρής, Γιάννης Λεάκος εξαιρετικά συντονισμένοι και ενορχηστρωμένοι, σε απόλυτη χρήση όλων των ερμηνευτικών τους μέσων, το λόγο τους, την κίνηση τους, τα βλέμματα τους, τις εκφράσεις τους μας προσφέρουν εξαιρετικές στιγμές υποκριτικής τέχνης: πώς να περιγράψει πχ κανείς εκείνη τη σκηνή «της σκέψης» από τον Γιώργο Κατσή σε εκείνη την αρχέγονη λατρευτική τελετή που στήνεται, ή τη γύμνια του ανθρώπου Ανδρέα Κανελλόπουλου μπροστά στο ξωτικό-παιδί-αγγελιοφόρο Νατάσα Εξηνταβελώνη, εκείνο το συνεχές σφυροκόπημα των δυο ζευγαριών, την πληθωρική παρουσία του Κίμωνα Κουρή.
Και τι σπουδαία έμπνευση αυτή η στιγμή της έκδηλης απογοήτευσης για τα πεπραγμένα του ανθρώπου, τότε που όλα διακόπτονται και οι ηθοποιοί απεκδύονται κοστούμια και «χαρακτήρες» και γίνονται οι σύγχρονοι εαυτοί τους, για να συνεχίσουν το ίδιο αμετανόητοι σε εκείνο το γαϊτανάκι του αιώνα μας, αρνούμενοι να διδαχθούν από το παρελθόν, πεισμωμένοι στην αβεβαιότητα του μέλλοντος, καταδικασμένοι στη στασιμότητα του παρόντος.
Το αποτέλεσμα είναι συντριπτικό για το κοινό, που παρακολουθεί κάποιες στιγμές αμήχανο στη διαχείριση του συναισθήματος που προκαλεί η παράσταση, σε εκείνο το διφορούμενο κλαυσίγελο.
Η παράσταση, επαναλαμβάνω δεν είναι απλά άλλο ένα ανέβασμα του έργου. Η ποιητική της, η αρτιότητά της, και η πίκρα της την κάνουν ξεχωριστή και μια από τις σπουδαιότερες παραστάσεις της φετινής περιόδου αφού δημιουργεί μοναδικές συγκινήσεις.
«Να ‘χαμε λιγο σκοινί παραπάνω…»
Είναι το θέατρο-σήμερα, που επιστρέφει στη ρίζα του, τον άνθρωπο και τη ψυχή του. Στη μοίρα του, στις πράξεις του και στην καταδίκη του.
Κώστας Ζήσης 5/12/2018