12.6 C
Athens
Τρίτη, 18 Φεβρουαρίου, 2025

Η επιλογή της εβδομάδας: «Ο Δρόμος Περνά Από Μέσα» του Ιάκωβου Καμπανέλλη σε σκηνοθεσία Χρήστου Σουγάρη στο Θέατρο Μικρό Χορν

«Ο Δρόμος Περνά Από Μέσα»

Του Ιάκωβου Καμπανέλλη (επεξεργασία κειμένου Στέργιος Πάσχος και Χρήστος Σουγάρης), σε σκηνοθεσία Χρήστου Σουγάρη, στο Θέατρο “Μικρό Χορν”.

Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης ήταν ένας πολυπράγμων Έλλην (Ναξιώτης στην καταγωγή), θεατρικός συγγραφέας και σκηνοθέτης, ποιητής, στιχουργός, σεναριογράφος και δημοσιογράφος. Τα κείμενά του μεταφράστηκαν και παίχτηκαν σε μεγάλο αριθμό χωρών. Σε ηλικία 78 ετών δε, το 1999, αξιώθηκε να βιώσει την υπέρτατη πνευματική αναγνώριση και διάκριση και να ανακηρυχθεί μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Από μικρός είχε κλίση στη λογοτεχνία, όμως η κακή οικονομική κατάσταση της οικογένειάς του τους οδήγησε στην Αθήνα, όπου αναγκάζεται το πρωί να δουλεύει και το βράδυ να σπουδάζει τεχνικό σχέδιο. Στα δύσκολα χρόνια της Κατοχής, κρατήθηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στην Αυστρία, αλλά όταν επέστρεψε στην Ελλάδα, την περίοδο 1945-46, εντυπωσιασμένος από το Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν, άρχισε να συγγράφει το πλούσιο έργο του.

Το “Ο Δρόμος Περνά Από Μέσα” γράφτηκε το 1990, όταν ο ίδιος ήταν πιο ώριμος συγγραφικά κι είχε ήδη καθιερώσει το δικό του προσωπικό στυλ γραφής. Είχε πια στραφεί στις πιο ρεαλιστικές μορφές της αποτύπωσης των κοινωνικών ζητημάτων. Το έργο μιλά για ένα απλό σπίτι. Ένα ευρύχωρο και υψηρεφές νεοκλασικό κτίριο, με τη μοναδική διαχρονική ομορφιά του, γίνεται το “ακατάλληλο” υπόβραθρο για κοινωνικές κι όχι μόνο τριβές. Για άλλη μια φορά, το παρελθόν συγκρούεται με το παρόν, με μία αλλόκοτη ενέργεια…

ALEXANDROS_VAR8HS-KWNSTANTINA____KLAPSINOU-PERHS_MIXAHLIDHS-ROYLA_PATERAKH-PARIS_8WMOPOULOS.jpg

Ο σκηνοθέτης Χρήστος Σουγάρης, βραβευμένος με το “Βραβείο Κάρολος Κουν”, ηθοποιός και ο ίδιος, επιδιώκει να δώσει μια άλλη πνοή στο σύγχρονο θέατρο, μια νοσταλγική νότα, που είναι πλέον δυσεύρετη στις σύγχρονες θεατρικές σκηνές. Εμφάθυνε στην ψυχολογία του Καμπανέλλη, αλλά και τη νοοτροπία των ηρώων του και μας παρουσίασε το μέλλον αυτού του σπιτιού με τις διαφορετικές προσωπικές προοπτικές των ενοίκων του. Των δύο βασικών ενοίκων, αλλά και των υπολοίπων τριών, που προέρχονται όλοι από διαφορετικά κοινωνικά επίπεδα, έχουν τελείως διαφορετικό ακαδημαϊκό υπόβαθρο, τελείως διαφορετική κοινωνική καλλιέργεια και επομένως, τελείως διαφορετική αντίληψη για το ακίνητο, το μέλλον του και το μέλλον τους.

Λάτρεψα την κ. Ρούλα Πατεράκη, στο ρόλο της Γλυκερίας, της οικονόμου. Ένας τόσο μικρός ρόλος για μια μεγάλη κυρία του θεάτρου, που ξέρει να επιλέγει συνεργασίες και κάθε φορά να αποδίδει όπως πρέπει. Λιτή ερμηνεία, όπως ταιριάζει στο ρόλο της στριφνής, περίεργης, αλλά και πιστής, παράλληλα, ψυχοκόρης – οικιακής βοηθού, που έζησε όλα της τα χρόνια στο σπίτι του αφεντικού της και το προστατεύει σαν να ήταν δικό της. Η ζωή της όλη αποτελείται πια από τα έπιπλα και τα σερβίτσια του αρχοντικού και η παρουσία της είναι έκδηλη – αλλά διακριτική – ακόμη κι όταν δεν είναι μέσα σ΄αυτό. Ο ρόλος αλλά και το υποκριτικό ταλέντο της κ. Πατεράκη, έφερναν πολύ συχνά χαμόγελο στα χείλη μας, όπως και πολλή συγκίνηση, για την αγάπη της και τη δοτικότητά της.

PARIS_8WMOPOULOS-KWNSTANTINA____KLAPSINOU-ROYLA_PATERAKH-PERHS_MIXAHLIDHS-ALEXANDROS_VAR8HS.jpg

Ο Πέρης Μιχαηλίδης ανέλαβε τον κεντρικό ρόλο του ιδιοκτήτη και οικοδεσπότη του νεοκλασικού, Φάνη Ποριώτη. Του πήγαινε γάντι, μιας κι έχει έμφυτη αυτή την κλασική θεατρική γοητεία, πράγμα που ακολούθησε και το ρόλο. Δεν τσιγκουνεύτηκε τη χάρη και την ευγένεια (που τόσο πολύ λείπει στη σύγχρονη εποχή), ούτε προς τους επίμονους νέους συνεργάτες ούτε και στον ελαφρώς επιθετικό μοναδικό ανηψιό. Ειδικά οι μεταξύ τους στιγμές ήταν βαθιά ανθρώπινες. Φάνηκε δε ότι προσέγγισε εγκάρδια την πιο λαϊκή τάξη, μέσα από τις αναλυτικές περιγραφές των επαφών του με τα καταστήματα της γειτονιάς. Ο Μιχαηλίδης παρέμεινε γεναιόδωρος συναισθηματικά μέχρι και την τελευταία στιγμή, όταν αντιλήφθηκε τελικά τις προθέσεις και τα σχέδια ολονών. Ωραίο στήσιμο και έκφραση προσώπου.

Ο Αντωνάκος του Πάρι Θωμόπουλου απειλεί – επιτυχώς – με πονηριά όχι μόνο το κτίριο, αλλά και τους μόνιμους ενοίκους τους και διαφοροποιεί τα κίνητρά του από αυτά της γυναίκας του και του ανηψιού. Ο Θωμόπουλος ήταν ιδιαίτερα πειστικός, ως φιλόδοξος νέος κι ανερχόμενος επιχειρηματίας. Εκπροσώπησε επάξια τις στρατιές των νεόπλουτων νεο-Ελλήνων, που τόσο δραματικά καυτηριάζει ο Καμπανέλλης στο έργο του. “Κοντράρει” κεκαλυμένα στο έργο, αλλά ξεκάθαρα σ΄εμάς, τον ιδιοκτήτη της οικίας, βάλλοντας με την αμφιβόλου ηθικής μανιέρα του την μεσαία τάξη και τις “παλιές μεγάλες καλές αστικές οικογένειες”.

Πολύ γλυκιά η Κωνσταντίνα Κλαψινού στο ρόλο της όμορφης υποταγμένης συζύγου, Λίτσας. Υπάκουη και πολύ ευπειθής, η Κλαψινού γίνεται το κατάλληλο δόλωμα στα χέρια του συζύγου για την προσέλκυση κι άλλων νεόπλουτων, που διψούν για αντίκες κι αναγνώριση… Αποδίδει ευχάριστα το ρόλο της καταπιεσμένης συζύγου, που διψά – κατά βάθος – για οικονομική αποκατάσταση κι ελευθερία. Τα συναισθήματά της για τον ανηψιό του ιδιοκτήτητη δεν αποκρύπτουν το υποβόσκον οικονομικό συμφέρον, όμως η ερμηνεία της Κλαψινού μας αποκαλύπτει και μία άλλη πτυχή του ρόλου· την ανάγκη της για εσωτερική ανασυγκρότηση κι ανεξαρτητοποίηση.

ROYLA_PATERAKH-ALEXANDROS____VAR8HS-PARIS_8WMOPOULOS-KWNSTANTINA_KLAPSINOU-PERHS_MIXAHLIDHS.jpg

Τέλος, στο ρόλο του ψυχρού τεχνοκράτη ανηψιού, ο εξαιρετικά ρεαλιστικός Αλέξανδρος Βάρθης. Πολύ συγκεντρωμένος σ΄αυτό που κάνει, διεκδικεί τα όποια δικαιώματά του στο ακίνητο χωρίς περιστροφές.  Ακόμη κι όταν ο έρωτας του χτυπά την πόρτα (περισσότερο ως διαθέσιμη επιλογή, παρά ως πηγαίο συναίσθημα), δεν νοιώθει κανένα δεσμό με το αρχοντικό, ενώ υπάρχει συγκεκριμένο πρόγραμμα στο μυαλό του, για την μελλοντική εκμετάλλευση του ακινήτου. Ο Βάρθης εκπροσωπεί δυναμικά τη νεώτερη, την πιο σύγχρονη γενιά, που απεμπολεί το οικογενειακό παρελθόν, προς όφελός του.

Έξυπνη η σκηνοθετική άποψη να δοθεί τόση μεγάλη σημασία και λεπτομέρεια στο σκηνικό, μιας κι αυτό συνιστά τη θεματική βάση της ιστορίας. Το ζηλευτό κουκλόσπιτο-αρχοντικό της Ελένης Μανωλοπούλου δεν αποτελεί απλώς ένα σκηνικό, αλλά το βαθύ αίτιο των συγκρούσεων και το σημαντικότερο λόγο του κοινωνικού προβληματισμού. Δικαίως θεωρήθηκε βασικό και νευραλγικό μέρος της παράστασης, μιας και συμβόλιζε σαφείς και πολυσημικές έννοιες κι αξίες. Αποτελεσματικός ο φωτισμός του Γιάννη Δρακουλαράκου, όπως και τα κοστούμια της Χριστίνας Κωστέα. Όσο για τη μουσική επένδυση του Στέφανου Κορκολή, θεωρώ ότι ήταν το απόλυτο μουσικό πλαίσιο, καθώς ο Κορκολής δεν παρασύρθηκε από την αναμφισβήτητη προσωπική επιτυχία του, αλλά αντίθετα, “έντυσε” με χάρη και αρμονική ταπεινότητα την παράσταση, σεβόμενος το κείμενο και όλους τους συμμετέχοντες, δίνοντάς τους απόλυτη προτεραιότητα.

ROULA_PATERAKH-KWNSTANTINA____KLAPSINOU.jpg

Κι από τέτοιου είδους υλικές διεκδικήσεις, κανένας δεν βγαίνει ψυχικά αλώβητος… Τρυφερή κι ευαίσθητη προσέγγιση, γεμάτη λυρισμό (προσφέρεται βέβαια και το έργο). Διάβασα αρκετές κριτικές για τη συγκεκριμένη παράσταση. Κάποιες όχι ιδιαίτερα κολακευτικές. Δεν είχα τη χαρά και την τύχη να δω προηγούμενο θεατρικό του ανέβασμα. Όμως, από τη δική μου ματιά – από τη θέση του θεατή και του συναισθανόμενου – το αποτέλεσμα ήταν θετικότατο. Είδα μια πολύ ωραία παράσταση, σκηνοθετικά κι ερμηνευτικά, που ειλικρινώς θα πρότεινα στους φίλους μου.

Πληροφορίες για την παράσταση εδώ

Της Βικτώριας Πέππα, 17/2/2020

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

Σχετικά Άρθρα

Τελευταία Άρθρα