Η Βάνα Πεφάνη επιστρέφει στη σκηνή μ’ έναν ρόλο γεμάτο ένταση και δυναμισμό στην παράσταση «Το Σπίτι στην Εθνική». Υποδύεται τη μία από τις δύο αδελφές που, μετά από χρόνια, βρίσκονται ξανά αντιμέτωπες με το πατρικό τους σπίτι — ένα σπίτι που θέλουν να πουλήσουν, αλλά που κουβαλά μέσα του μνήμες κι ανείπωτα συναισθήματα. Με αφορμή την παράσταση, η Βάνα Πεφάνη μιλά για τη δύναμη των δεσμών του αίματος, για τις ρωγμές των ανθρώπινων σχέσεων αλλά και για τη δική της προσωπική διαδρομή μέσα σε έναν ρόλο που ακροβατεί ανάμεσα στην ανάγκη και τον φόβο να αντέξουμε.
– Τι πραγματεύεται η παράστασή σας και θα δούμε πάνω στη σκηνή;

Στη σκηνή βλέπουμε δύο αδελφές να προσπαθούν να συμφωνήσουν — ή έστω να επιβιώσουν — σ’ έναν χώρο που κάποτε ένωνε και τώρα διαλύει. Και φυσικά, φαντάσματα. Πραγματικά, ή εσωτερικά — είναι θέμα οπτικής.
Το Σπίτι στην Εθνική είναι, στον πυρήνα του, ένα έργο για το τι σημαίνει να αντέχεις. Όχι ηρωικά — καθημερινά. Να αντέχεις τη φθορά του χρόνου, τις ρωγμές στις σχέσεις, την απομάκρυνση από το γνώριμο. Είναι μια κωμωδία, ναι — αλλά πίσω από το χιούμορ υπάρχει μια μεγάλη αγωνία: Πού βρίσκουμε νόημα όταν όλα αλλάζουν;
– Γιατί θα πρότεινες σε κάποιον να δει το έργο σας;
Γιατί όλοι έχουμε ένα «σπίτι στην εθνική». Ένα μέρος — ή έναν άνθρωπο — που αγαπήσαμε πολύ, αλλά που πια δεν μπορούμε να αντέξουμε. Και γιατί το έργο σου δείχνει με χιούμορ, οξύτητα και ευαισθησία πώς είναι να παλεύεις ανάμεσα στην αγάπη και στη λογική. Γιατί είναι αστείο, συγκινητικό και απροσδόκητα βαθύ. Γιατί μιλά για κάτι που όλοι νιώθουμε: τον φόβο της απώλειας και την ανάγκη να αντέξουμε.
– Μίλησέ μας για τον ρόλο σου και ποια η αξία που προσδίδεις στο κείμενο;
Η Τρίνι είναι αυτή που προσπαθεί να είναι λογική. Η «ρεαλίστρια». Εκείνη που θέλει να πουλήσει το σπίτι, να πάψει να ζει με φαντάσματα — κυριολεκτικά και μεταφορικά. Αλλά στην πραγματικότητα, είναι τόσο εγκλωβισμένη όσο και η αδελφή της.
Ο ρόλος της Τρίνι έχει ένταση. Είναι εκείνη που συγκρούεται, που λέει τα «άβολα», που κινεί την πλοκή. Και μου αρέσει γιατί δεν είναι ούτε αντιπαθητική ούτε εύκολα συμπαθής — είναι ανθρώπινη. Το κείμενο του Σανθόλ είναι έξυπνο γιατί ξέρει να μιλά για μεγάλα θέματα με απλές λέξεις. Και ξέρει να γελάει με τα πιο σοβαρά. Αυτό είναι γενναιότητα — valentía, όπως λέει κι ο ισπανικός τίτλος.

– Πώς βίωσες τη συνεργασία σου με την Ντέπυ Πάγκα αυτήν τη φορά στον ρόλο του σκηνοθέτη, αλλά και τους υπόλοιπους συντελεστές της παράστασης;
Η Ντέπυ Πάγκα είναι ένας άνθρωπος που προσπαθεί πολύ και φροντίζει ακόμα πιο πολύ τους ανθρώπους της. Χρόνια συνεργαζόμαστε και αισθάνομαι σαν το ‘σπίτι’ μου μαζί της. Έχω εμπιστοσύνη στη σκηνοθέτιδα μου και στο αποτέλεσμα της παράστασης. Με όλους τους ηθοποιούς είχα την τύχη να γνωρίζομαι από πριν-εκτός του Φώτη Λαζάρου- και να έχω δουλέψει μαζί τους. Άρα δεν ξεκινήσαμε από την αρχή. Η συνεργασία μας ήταν απαιτητική αλλά αποκαλυπτική. Θα έλεγα πως φτιάξαμε μια μικρή κοινότητα. Έναν δικό μας μικρόκοσμο. Και κάπως έτσι, το «σπίτι» του έργου έγινε και δικό μας — με όλη την ένταση, τη φροντίδα και την αγάπη που αυτό συνεπάγεται.
– Πόσο σημαντική θεωρείς για σένα αυτήν τη δουλειά και ποιες είναι οι προσδοκίες σου γενικότερα από τη συγκεκριμένη προσπάθεια;
Είναι από τις δουλειές που δεν ξεχνάς. Γιατί σε αναγκάζει να αντιμετωπίσεις όχι μόνο τον ρόλο σου, αλλά και τα δικά σου διλήμματα. Πόσο από το παρελθόν αντέχεις; Τι σημαίνει “προχωρώ”; Μπορείς να συγχωρέσεις τον εαυτό σου που θέλει να φύγει;
Προσδοκία μου; Όχι μόνο να πετύχει η παράσταση. Αλλά να κάνει τους θεατές να θυμηθούν κάτι δικό τους. Να σκεφτούν έναν δικό τους χώρο, ή έναν δικό τους φόβο — και να μιλήσουν για πρώτη φορά με θάρρος.
Του Κυριάκου Κουρουτσαβούρη, 24/10/2025
Πληροφορίες για την παράσταση ΕΔΩ

