
Με αφορμή τις παραστάσεις «Ο Γιατρός της Τιμής του» του Πέδρο Καλντερόν ντε λα Μπάρκα και το «Πόσο κοστίζει να ζεις;» της Martyna Majok σε σκηνοθεσία-μετάφραση Θωμά Μοσχόπουλου στο Θέατρο Πόρτα, o ταλαντούχος ηθοποιός και πιανίστας Μελαχρινός Βελέντζας μιλά στο all4fun για τις παραστάσεις που πρωταγωνιστεί, πώς επέλεξε να γίνει ηθοποιός και τα επόμενα σχέδια του.
Απολαύστε όσα θέλησε να μοιραστεί με τους αναγνώστες του all4fun.
1. Πώς αποφάσισες να ασχοληθείς με την υποκριτική;
Η σχέση μου με την τέχνη ξεκίνησε μέσω της μουσικής. Στα έξι μου ξεκίνησα κλασικό πιάνο και μεγαλώνοντας εξερεύνησα το πεδίο του jazz αυτοσχεδιασμού. Δεν ήμουν από τα παιδιά που όταν ήταν μικρά ονειρεύονταν να γίνουν ηθοποιοί. Σπούδασα Διεθνείς Σχέσεις στο Πα.Πει. και μετά ακολούθησαν δύο μεταπτυχιακά στον τομέα της Πολιτιστικής Διαχείρισης -το πρώτο στο Πάντειο και το δεύτερο με υποτροφία στην Ιρλανδία. Στα 30 μου ταξίδεψα μέχρι τον Καναδά για να παρουσιάσω τη διπλωματική μου εργασία και ήμουν έτοιμος για διδακτορικό. Εκείνη την εποχή (2013), έπρεπε να γυρίσω στην Ελλάδα για προσωπικούς λόγους. Καθώς είχα επιστρέψει σε μία χώρα που δεν ήθελα και συνειδητοποίησα πως δε θα έφευγα αμέσως, για κάποιο λόγο που ακόμη δεν μπορώ να εξηγήσω με ακρίβεια (και μάλλον δε χρειάζεται τελικά) έστειλα σε ακρόαση για θεατρική παράσταση. Έτσι απλά. Μην έχοντας καμία επαφή προηγουμένως με το αντικείμενο. Κι έτσι, βρέθηκα στο Rabbithole με την παράσταση Μυστικός Σαίξπηρ σε σκηνοθεσία Τώνιας Ράλλη. Η αντίληψη από τα υπόλοιπα πράγματα που είχα κάνει ως τότε στη ζωή μου με οδήγησε να μην πάω σε δραματική σχολή, αλλά να αναλάβω μόνος μου την εκ-παίδευσή μου. Τα πρώτα δύο χρόνια, γύρισα όλα τα θέατρα για να καταλάβω ποιος είναι ο θεατρικός χάρτης της πόλης και ποιες οι θεατρικές της γλώσσες. Ξεχώρισα τους ανθρώπους που με ενδιέφεραν και είπα μέσα μου πως πρέπει να συναντηθώ μαζί τους. Όχι για να παίξω σε παράστασή τους. Αλλά, για να κτίσω το λεξιλόγιό μου μέσα από τη μελέτη και την έρευνα. Είναι απελευθερωτικό στόχος να είναι η διαδρομή. Όπως επίσης, είναι σημαντικό στη ζωή να συναντιέσαι με τους ανθρώπους. Ούτε να τους περιμένεις, ούτε να πιστεύεις φυσικά πως θα σε περιμένουν. Αυτή η σκέψη με βοηθά πάντα να μένω γειωμένος και συγκεντρωμένος στη δουλειά. Και να μη φοβάμαι. Άμα δουλεύεις, τα υπόλοιπα έρχονται αργά ή γρήγορα. Κι αν δεν έρθουν, πάλι καλά θα είμαστε με έναν τρόπο.

2. Μίλησε μας λίγο για τις δυο παραστάσεις που πρωταγωνιστείς σε μετάφραση-σκηνοθεσία Θωμά Μοσχόπουλου.
Το βραβευμένο με Pulitzer «Πόσο κοστίζει να ζεις;» της Martyna Majok θέτει στο επίκεντρο την αναπηρία των ανθρώπων να επικοινωνήσουν. Στη ζωή μας αναπτύσσουμε πολεμικές: άμυνα, επίθεση. Γιατί, δεν μπορούμε να συμφιλιωθούμε με την ίδια την ύπαρξη κι έτσι προβάλλουμε στους άλλους τις δικές μας αδυναμίες. Αυτό το ρεαλιστικό έργο -λιτό, άμεσο και βαθιά ανθρώπινο-, αναδεικνύει τη σημασία της αποδοχής του άλλου και την αδυναμία των ανθρώπων να βαδίσουν προς αυτό τον δρόμο. Κι εκεί το κόστος είναι κατά βάση ψυχικό και ως τέτοιο είναι και μη μετρήσιμο. «Ο γιατρός της τιμής του» είναι από την άλλη ένα σκοτεινό και ποιητικό έργο που θέτει στο επίκεντρο την αστάθεια μιας κοινωνίας, όπου όλα χαρακτηρίζονται από αμφιθυμία. Όλα είναι δισυπόστατα: αυτά που λένε οι ήρωες εκφράζουν την αγωνία τους να ελέγξουν τους γύρω τους προκειμένου να νιώσουν ασφαλείς. Αυτό το κλίμα αμφιθυμίας περιβάλλει και το κεντρικό θέμα του έργου: τη γυναικοκτονία της Μενθία από τον σύζυγό της Γκουτιέρε.
Οι ρόλοι μας επιτρέπουν να ζήσουμε ζωές που υπό άλλες συνθήκες δε θα μπορούσαμε να το κάνουμε. Και μαζί μας, τις ζουν και οι θεατές. Οπότε, περισσότερο συνειδητοποιώ τι ήταν αυτό που κρατούσα κρυμμένο μέχρι να το ανακαλύψω.
3. Αφήνοντας πίσω έναν ρόλο, υπάρχει κάτι που κρατάς από την προσωπικότητα και τον χαρακτήρα του ήρωα που έχεις υποδυθεί;
Οι ρόλοι φτιάχνονται από τα υλικά που φέρουμε ως άνθρωποι. Οπότε, μ’ έναν τρόπο, ένας ρόλος είναι κι ένας δρόμος να φωτίσει κανείς μια πλευρά του εαυτού του που πολλές φορές δεν είναι η κυρίαρχη. Επίσης, οι ρόλοι έχουν ενδιαφέρον, γιατί αποτελούν αποχρώσεις και λεπτές ποιότητες του ίδιου πράγματος. Τέλος, οι ρόλοι μας επιτρέπουν να ζήσουμε ζωές που υπό άλλες συνθήκες δε θα μπορούσαμε να το κάνουμε. Και μαζί μας, τις ζουν και οι θεατές. Οπότε, περισσότερο συνειδητοποιώ τι ήταν αυτό που κρατούσα κρυμμένο μέχρι να το ανακαλύψω.
4. Η συνεργασία με τον Θωμά Μοσχόπουλο πως είναι;
Πρόκειται για έναν από τους σπουδαιότερους σκηνοθέτες της παλιάς γενιάς που διαθέτουμε ως χώρα. Είναι ένας πραγματικός ερευνητής που ενδιαφέρεται σε βάθος για το αποτέλεσμα αυτού που παρουσιάζει κι ένας σκηνοθέτης ο οποίος έχει διάρκεια στον χρόνο χωρίς να χάνει την όρεξή του. Δουλεύοντας μαζί του, ένα βασικό στοιχείο που συναντιόμαστε είναι το ό,τι διαθέτει ένα συγκεκριμένο λεξιλόγιο με το οποίο κινείται θεατρικά. Είναι σημαντικό το να υπάρχει κώδικας επικοινωνίας την ώρα της πρόβας: ένα σύστημα δηλαδή αναφοράς στο οποίο μπορούμε να αναφερόμαστε από κοινού. Επίσης, ο τρόπος που προσεγγίζει τις παραστάσεις του είναι κατεξοχήν μουσικός: μέσα από το ρυθμό και τις δυναμικές στις εντάσεις δημιουργεί μία συγκεκριμένη παρτιτούρα του έργου.

5. Ποια από τις δυο παραστάσεις θα πρότεινες σε κάποιον να δει και γιατί;
Θα του πρότεινα να δει και τις δύο, καθώς μιλάμε για δύο εντελώς διαφορετικές μεταξύ τους παραστάσεις, που προέρχονται όμως από τον ίδιο σκηνοθέτη και μεταφραστή. Έχουν λοιπόν έναν υπόγειο κοινό κώδικα που ακουμπά σε μια συνολική αισθητική προσέγγιση.
Διάβασα κάτι που είπε πρόσφατα ένας άλλος σπουδαίος σκηνοθέτης, ο Θεόδωρος Τερζόπουλος: «…ζούμε ως υποθετικά όντα, σε μία διαρκή εκκρεμότητα και αιώρηση των σωμάτων, των συναισθημάτων, των καταστάσεων…»
6. Σε μια περίοδο που το ελληνικό θέατρο ήρθε αντιμέτωπο με τρομερά αντίξοες συνθήκες, όταν για μεγάλο χρονικό διάστημα δεν πραγματοποιούνταν παραστάσεις, πιστεύεις διδάχτηκε κάτι ο κόσμος του θεάτρου από μια τέτοια εμπειρία; Η κρίση αυτή έφερε το ελληνικό θέατρο αντιμέτωπο με τις παθογένειές του;
Το ζήτημα δεν είναι τι γίνεται με το θέατρο, αλλά με την κοινωνία της οποίας μέρος είναι και το θέατρο. Τι συμβαίνει λοιπόν με τον κόσμο ολόκληρο. Αυτή τη στιγμή γίνεται ένας πόλεμος που δεν ξέρουμε την εξέλιξή του. Τόσο η πανδημία όσο και ο πόλεμος, σε όσους δεν είμαστε τα άμεσα θύματά τους, μας δημιουργεί ένα κοινό συναίσθημα: φόβο. Μήπως γίνουμε τα άμεσα θύματα. Και θλίψη για όσα συμβαίνουν στους συνανθρώπους μας. Διάβασα κάτι που είπε πρόσφατα ένας άλλος σπουδαίος σκηνοθέτης, ο Θεόδωρος Τερζόπουλος: «…ζούμε ως υποθετικά όντα, σε μία διαρκή εκκρεμότητα και αιώρηση των σωμάτων, των συναισθημάτων, των καταστάσεων…» Μέσα σε αυτή την κατάσταση, οφείλουμε να κάνουμε ότι μπορούμε και να μη σταματήσουμε να παλεύουμε. Για μένα ένας τρόπος είναι να παραμένουμε προσηλωμένοι στη μεγαλύτερη εικόνα. Και να αντιληφθούμε πως είμαστε ένα πολύ μικρό κομματάκι, απειροελάχιστο, της διαδρομής που λέγεται ανθρωπότητα. Και ως τέτοιο είμαστε ασήμαντοι και σημαντικοί ταυτόχρονα. Χρειαζόμαστε τη διαλεκτική: να μη χάνουμε τη δυνατότητα να συζητάμε δίνοντας χώρο στον άλλον. Αυτά για μένα δεν είναι γενικότητες, αλλά το σημείο εκκίνησης των πραγμάτων. Κι επίσης να μην ξεχνάμε πως εάν θέλουμε να αλλάξουμε τα πράγματα αυτό απαιτεί διάρκεια στο χρόνο και όχι πυροτεχνήματα. Και βεβαίως θεσμική αντιμετώπιση. Είναι πολιτικό το πρόβλημα σε όλη την κοινωνία και ως εκ τούτου και στο θέατρο. Και δεν εννοώ χρώματα και κόμματα, αλλά την πολιτική ως μια δυνατότητα: να συζητάμε και να διεκδικούμε τα πράγματα παίρνοντας όμως ταυτόχρονα την ευθύνη μας απέναντι σε αυτά. Παρατηρώ πως αρκετοί άνθρωποι επιζητούν την αλλαγή, αλλά δε θέλουν να πάρουν καμία ευθύνη. Κρύβονται πίσω από τους άλλους ή τα πληκτρολόγιά τους. Η εποχή τρέχει με ιλιγγιώδη ταχύτητα και όλοι ψάχνουν ήρωες ή αποδιοπομπαίους τράγους προς κατανάλωση. Like or dislike. Accept or cancel. Δεν υπάρχει η ψυχραιμία για διάλογο. Χρειάζεται αντίσταση σε αυτή τη βία της ταχύτητας. Γιατί αν βιαστούμε χάνουμε τη μεγάλη εικόνα λειτουργώντας με το θυμικό και όχι ψύχραιμα.
7. Ποιο ρόλο θα ήθελες οπωσδήποτε να παίξεις και γιατί;
Δε σκέφτομαι ρόλους, αλλά έργα. Ο ρόλος είναι κομμάτι μιας συνολικής αφήγησης και μέρος μιας συλλογικής δουλειάς που είναι το θέατρο. Οπότε, με ενδιαφέρει τι συνολικά αρθρώνεται και πώς μπορώ να εξυπηρετήσω αυτό το σκοπό μέσα και από τη δική μου προσπάθεια.

8. Στην τηλεόραση θα έπαιζες;
Η τηλεόραση έχει διαφορετικούς κανόνες από το θέατρο. Τις περισσότερες φορές, τα πράγματα γίνονται βιαστικά και πρόχειρα. Στο θέατρο υπάρχει ο χρόνος να γεννηθούν και να προκύψουν τα πράγματα, εφόσον βέβαια το επιθυμήσουν οι συντελεστές μιας παράστασης. Αλλιώς κι εκεί μιλάμε για παραστάσεις με τηλεοπτικούς όρους. Δεν έχουμε καλή τηλεόραση. Δεν πρέπει να μας μπερδεύει το ότι γίνονται πάλι αρκετές παραγωγές μετά από μια περίοδο όπου γίνονταν ελάχιστα πράγματα. Οι συζητήσεις περί επιστροφής της καλής μυθοπλασίας είναι λίγο βιαστικές κι επίσης δεν καταλαβαίνω πολλές φορές τι είναι αυτό που «επιστρέφει». Γιατί από τις αρχές του ’90 που θυμάμαι, δε νομίζω πως ποτέ είχαμε καλή τηλεόραση με κάποιες λίγες εξαιρέσεις κάποιων σειρών, που επιβεβαίωναν τον κανόνα. Πέρα από το καλλιτεχνικό περιεχόμενο, είναι δεδομένη και η απαξίωση του επαγγέλματος όπως αυτή αντανακλάται στις αμοιβές ηθοποιών (κυρίως των νέων): είναι απογοητευτικές. Και είναι ευθύνη και των ηθοποιών που μπαίνουν σε αυτή τη διαδικασία αδιαφορώντας για οποιαδήποτε συλλογική στάση απέναντι στην υποτίμηση του επαγγέλματος. Οπότε, και στο θέμα της τηλεόρασης δε μ’ ενδιαφέρει αν θα έπαιζα ή τι ρόλο θα έκανα. Αλλά, ποιο είναι το καλλιτεχνικό πρόταγμα και τι συμβαίνει επίσης σε επίπεδο παραγωγής και εργασιακών σχέσεων. Συνεπώς, δεν το αποκλείω αρκεί να πρόκειται για πολύ προσεγμένη παραγωγή και με οικονομικές απολαβές που να υποστηρίζουν ένα πλαίσιο σεβασμού στη δουλειά που κάνουμε. Ίσως χρειάζεται να κάνουμε λιγότερα πράγματα σε αυτή τη δουλειά, ακριβώς για να είναι και να παραμένει δουλειά. Να κάνουμε πράγματα για τα οποία δε θα νιώθουμε πως δεν ήμασταν συνεπείς απέναντι σε αυτό που μπορούσαμε και θέλαμε για τον εαυτό μας. Όλα αυτά βέβαια επιλογές είναι και είναι σεβαστές. Οφείλουμε όμως να δούμε τι παράγουν αυτές οι επιλογές και να παίρνουμε την ευθύνη που μας αναλογεί.
Του Γιάννη Αντωνίου 10-03-2022
Επιμέλεια άρθρου: Δημήτρης Κοτσίφης
Επιμέλεια άρθρου: Δημήτρης Κοτσίφης

