Η Ειρήνη Κουμπαρούλη μιλάει στο All4fun για την παράσταση «Μίμοι» του Ηρώνδα στην οποία συμμετέχει κι επαναλαμβάνεται για 2η χρονιά φέτος, μας μεταφέρει την αξία του κειμένου, τους ρόλους που καλείται να ερμηνεύσει, και περιγράφει την συνεργασία της με την Άννα Κοκκίνου καθώς και τους υπόλοιπους συντελεστές.
Μίλησέ μας για τους «Μίμους» του Ηρώνδα, την αξία αυτού του κειμένου και τον λόγο που σας οδήγησε να τους ξαναφέρετε στη σκηνή του θεάτρου Σφενδόνη.
«Οι μίμοι ήταν σύντομοι θεατρικοί διάλογοι που ζωντάνευαν μυθολογικά επεισόδια ή στιγμιότυπα του καθημερινού βίου. Η δωρική αυτοσχέδια φάρσα ήταν η πρώτη μορφή που είχε η δραματική τέχνη στην Ελλάδα. Με την άνθηση, όμως, της μεγάλης ποιητικής θεατρικής τέχνης στις αρχές του 5ου π.Χ. αιώνα, η εικόνα άλλαξε. Το αυτοσχέδιο θέατρο συγκέντρωσε τα έθιμα και τα θέματά του και μετανάστευσε στις δωρικές αποικίες της Σικελίας. Η λέξη μίμος πρωτακούστηκε εκεί. Ο Ηρώνδας σταδιοδρόμησε στο πρώτο μισό του 3ου π.Χ. αιώνα, πιθανότατα στην Αλεξάνδρεια και την Κω. Το έργο του ήταν άγνωστο έως το 1889, όταν βρέθηκε ένας παπύρινος κύλινδρος με οχτώ μιμοδράματά του. Βρέθηκε σ’ έναν τάφο στην πόλη Μαιγίρ (Μοίρες) της Αιγύπτου μαζί με μια μούμια.»
Το να αποφασίσει κανείς να ασχοληθεί με τους Μίμους είναι μια ιδιαίτερα δύσκολη υπόθεση. Θα πρέπει να διαβάσει εις βάθος αυτό που του δίνεται από γραφής αλλά και να ανακαλύψει τον πλούτου των εκφραστικών δρόμων που ανοίγονται μέσα από τη φάρσα, τη Νέα Κωμωδία, τα λαϊκά θεάματα, το αυτοσχέδιο θέατρο, τη σάτιρα. Πρόκειται για μια σπουδή πάνω στην έννοια του «θεατρίνου», γοητευτική και απαιτητική, που ζητά πολλή δουλειά, χρόνο και αφοσίωση.
Μίλησέ μας για τον ρόλο σου, τι σε γοητεύει σ’ αυτόν;
Κατά τη διάρκεια της παράστασης παίζω διάφορους ρόλους , μικρούς και μεγάλους, οι οποίοι είναι εξίσου γοητευτικοί: Παίζω τη Ζηλιάρα, μία κυρά η οποία έχει ερωτευτεί τον δούλο της και επειδή εκείνος κοιτάει άλλες γυναίκες, προκαλεί μια απίστευτη σκηνή ζηλοτυπίας. Και ενώ σκαρφίζεται τις πιο οδυνηρές τιμωρίες για αυτόν, στο τέλος καταλήγει να το συγχωρεί και να βουτάει πάλι στη χαρά που δημιουργεί ο ερωτικός πόθος.
Παίζω επίσης τον Κόκκαλο, ένα παιδί που –αν και τρέμει το ξύλο- θέλει διακαώς να δει τον συμμαθητή του Κότταλο να τις τρώει από το δάσκαλο του. Παίζω τον Πιστό, ένα βοηθό του τσαγκάρη ο οποίος είναι φιλότιμος , χαμογελαστός αλλά αργοκίνητος και αδέξιος.
Αγαπώ ιδιαίτερα τον Μίμο- υποβολέα: έναν ρόλο που σταδιακά πλάσαμε από πέρυσι και οποίος επιβεβαιώνει με τρόπο κωμικό τον από σκηνής κόσμο των μίμων. Ο υποβολέας δίνει κείμενο στους ηθοποιούς, διορθώνει, πετάγεται, βοηθά όπως μπορεί. Μέσα του υπάρχει ο διακαής πόθος για το πότε θα πάρει και εκείνος λίγο χώρο πάνω στη σκηνή.
Πόσο επίκαιρο είναι το έργο; Σε ποιον βαθμό μας αφορά;
Τα πρόσωπα από το έργο του Ηρώνδα είναι εντελώς αναγνωρίσιμα σήμερα. Είναι πλάσματα που δοκιμάζουν να προκαλούν συχνά το παραξένισμα, φέρονται με εξωστρέφεια, σαρκασμό και μια ιδιαίτερη αδρότητα. Αυτό δημιουργεί χαρά, γέλιο αλλά εκεί μέσα κατοικεί και κάτι άγριο- σκοτεινό. Είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακό το πόσο κοντά βρίσκεται η σημερινή ανθρώπινη συμπεριφορά με τους χαρακτήρες της ελληνιστικής εποχής. Έχουν τις ίδιες ανάγκες, τις ίδιες αγωνίες, τις ίδιες αφετηρίες. Αλλά η παράσταση δοκιμάζει να μιλήσει, κατά τη γνώμη μου, για κάτι πέρα από το απλώς ταυτόσημο με το σήμερα. Μέσα από το ξεθάψιμο των μίμων, η παράσταση επιχειρεί να μας θυμίσει πόση δύναμη έχει το «λαϊκό θέαμα» , η φαντασμαγορία του εφήμερου, του πλασμένου με τα πιο απλά υλικά, του τρυφερού- σχεδόν παιδικού βλέμματος- που επινοεί με εδώ και τώρα ιστορίες. Με λαλιές και τρόπους μη λογικούς. Μέσα από τους μίμους επιστρέφουμε στον πυρήνα της θεατρικής συγκρότησης.
Πώς βίωσες τη συνεργασία σου με την Άννα Κοκκίνου και τους άλλους συντελεστές της παράστασης.
Η Άννα Κοκκίνου είναι μια καλλίτεχνις με τρομερό αισθητικό κριτήριο, με μια ιδιαίτερη ευφυΐα και φυσικά με τεράστια εμπειρία πάνω στο πεδίο. Παραμένει βαθειά ανήσυχη, μελετώντας με ιδιαίτερη ευαισθησία το υλικό που έχει στα χέρια της και δημιουργώντας συνεχώς ερωτήματα για το πώς θα το φτάσει στην αρτιότερη έκφραση του. Πέρυσι ξεκίνησα να δουλεύω μαζί με την Άννα ως βοηθός της, έπειτα ενσωματώθηκα οργανικά στο σώμα της παράστασης και φέτος με εμπιστεύτηκε σε μεγαλύτερους ρόλους. Είναι εξαιρετικό μάθημα για έναν ηθοποιό να δουλεύει με την Άννα Κοκκίνου. Εξαιρετικό. Θέλει αφοσίωση, ειλικρίνεια, ανοικτότητα .
Έχω ιδιαίτερη χαρά να συνεργάζομαι επίσης με εξαιρετικούς παρτενέρ και με εκλεκτούς συνεργάτες: με την Ρηνιώ Κυριαζή, δασκάλα μου στη Δραματική Σχολή «Αρχή» και πρόσωπο –αναφορά στα θεατρικά μου βήματα, τον Νίκο Νίκα, την Ρίτα Λυτού, τον Πάρη Λεόντιο. Στα πρόσωπά μας φοράμε τις υπέροχες μάσκες της Μάρθας Φωκά, στα κινητικά μας περπατήματα είναι μαζί μας η Βρισηίδα Σολωμού, στην μουσική ο εξαιρετικός Νίκος Βελιώτης. Είναι εξαιρετικά γόνιμη η συνάντηση και ανταλλαγή μαζί τους.
Ποια είναι τα χαρακτηριστικά που διαφοροποιούν την παράστασή σας; Γιατί θα πρότεινες σε κάποιον να δει το έργο σας;
Αυτό που εκτιμώ πολύ, μεταξύ άλλων, σ’ αυτή τη δουλειά είναι ότι κινείται με όχημα την φαντασία, την ψευδαίσθηση, τη μαγική ατμόσφαιρα που δημιουργεί η μάσκα. Η φόρμα δεν είναι αυτοσκοπός αλλά ένα μέσο για να απομακρυνθούμε από τον ρεαλισμό, την συνήθεια του καθημερινού, την ωμότητα – υλικά από τα οποία είναι πλασμένος ο σύγχρονος κόσμος. Όταν η σύγχρονη ζωή απαιτεί την όλο και πιο σκληρή αποτύπωση της, το να συγκροτεί κανείς μια παράσταση με όρους ποιητικής μεταφοράς, φαντασίας, με όρους μεταποιητικής των αισθήσεων είναι για μένα όχι μόνο απολαυστικό αλλά και κοινωνικά αναγκαίο. Τούτη η συνεχής ερευνητική διαδικασία είναι μια διερώτηση για το τι είναι αυτό που δονείται μέσα στον πυρήνα αυτών των πλασμάτων. Και ενώ καταλαβαίνει κανείς ότι όλα αυτά που βλέπει είναι ένα «ψέμα», αφού μπροστά στα μάτια του περνούν μίμοι με μάσκες, φόρμες, παραγεμίσματα, πλάσματα με παράδοξα και αλλόκοτα στοιχεία, αισθάνεται πως όλα αυτά καταφάσκουν την εσώτερη αλήθεια του ανθρώπινου φαινομένου.
Ποιες είναι οι προσδοκίες σου συνολικά απ’ τον χώρο αυτόν και ποια τα επόμενα σχέδιά σου;
Θα ήθελα να έρθουν μέρες όπου ως ηθοποιοί θα δουλεύουμε με λιγότερο άγχος για την καθημερινή μας επιβίωση και με περισσότερη ηρεμία και ποιότητα. Μελλοντικά σχεδιάζω να εστιάσω περισσότερο στην έρευνα πάνω στη φωνή, μέσα από τη μελέτη του φυσικού σώματος, του ήχου και του αρχαίου λόγου.
Του Κυριάκου Κουρουτσαβούρη, 26/11/2019
Πληροφορίες για την παράσταση ΕΔΩ