Η ιστορία του Θωρηκτού βασίζεται σ’ ένα μικρό επεισόδιο από το μυθιστόρημα Μεθυσμένη Πολιτεία του Σωτήρη Πατατζή.
Ένας Γυμνασιάρχης και μια καθηγήτρια Γαλλικών που ζουν σε μια επαρχιακή πόλη στη διάρκεια της δικτατορίας του Μεταξά, τρώνε μαζί βραδινό. Συζητούν, προσπαθούν να μιλήσουν για τα αισθήματά τους και τελικά μια αδέξια ερωτική εξομολόγηση θα προκαλέσει μια ακόμη πιο αδέξια αντίδραση.
H Ασπασία-Μαρία Αλεξίου και ο Βασίλης Βηλαράς, που ερμηνεύουν τους δύο ρόλους και συνσκηνοθετούν την παράσταση μίλησαν στο All4fun για το “Θωρηκτό”
– Ποιος ήταν ο λόγος που επιλέξατε το συγκεκριμένο απόσπασμα και ποια είναι η σημασία του κειμένου στο σήμερα;
Ασπασία-Μαρία: Είναι μια γλυκόπικρη ιστορία για την προσπάθεια δύο ανθρώπων, ενός Γυμνασιάρχη και μιας καθηγήτριας Γαλλικών που ζουν σε μια μικρή επαρχιακή πόλη, να συναντηθούν και να επικοινωνήσουν. Παράλληλα, είναι σαν μια εξερεύνηση των ιδιωτικών κόσμων που χτίζουμε για να βρούμε καταφύγιο από ό,τι θεωρούμε εχθρικό και του πώς ίσως τελικά παγιδευόμαστε μέσα τους. Αυτοί οι δύο ήρωες με τις προσπάθειές τους να βρουν τις κατάλληλες λέξεις για να εκφραστούν, με τις αγωνίες και τις επιθυμίες τους με συγκινούν.
Βασίλης: Η ιστορία αυτών των δυο ανθρώπων είναι ένα πολύ μικρό κομμάτι στη δράση ολοκλήρου του βιβλίου. Δεν είναι οι πρωταγωνιστες της ιστορίας, δεν είναι καν οι δευτεραγωνιστες. Για πρώτη φορά τους συναντάμε στο βιβλίο στη σελίδα 152. Το πρώτο μισό κομμάτι του βιβλίου δηλαδή υπάρχει χωρίς αυτούς μέσα. Η παράσταση μας νιώθω ότι φωτίζει τους ανθρώπους που δεν ζουν φαντασμαγορικές ζωές, δεν είναι δημοφιλείς ούτε τρομερά εντυπωσιακοί, είναι όμως ο μέσος όρος, και είναι συμφιλιωμένοι με αυτό. Είναι δηλαδή ο καθένας μας και κανείς μας ταυτόχρονα.
– Πόσα κοινά στοιχεία έχει η Ελλάδα του ‘48 με την Ελλάδα του σήμερα;
Βασίλης: Το βιβλίο καλύπτει μια τρομερά παράλογη δεκαετία. Αναφέρεται στο 1939 και γράφτηκε το 1948. Αυτά τα σχεδόν δέκα χρόνια σημάδεψαν τους ανθρώπους με πάμπολλους τρόπους. Δικτατορία, παγκόσμιος πόλεμος, κατοχή και εμφύλιος είναι αυτά που έζησε ο συγγραφέας αυτή τη δεκαετία και όμως το πιο φωτεινό κομμάτι του βιβλίου είναι αυτό που μιλάει για τον πόθο των ανθρώπων και για τη μοναξιά. Σήμερα, πολλοί άνθρωποι αισθάνονται την ανάγκη να εξισώσουν τις εποχές και να μιλήσουν για σημερινούς εμφύλιους και χούντες. Νομίζω το ίδιο συμβαίνει και με τον πόνο των ανθρώπων και την ανημποριά τους να διαχειριστούν τη μοναξιά τους. 70 χρόνια μετά, είμαστε στο ίδιο σημείο.
Ασπασία-Μαρία: Η Μεθυσμένη Πολιτεία δημοσιεύτηκε το ’48 αλλά η πλοκή του βιβλίου εκτυλίσσεται την περίοδο της δικτατορίας του Μεταξά. Οπότε ίσως θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για το χρόνο της αφήγησης, το χρόνο της συγγραφής και για το χρόνο που εμείς ασχοληθήκαμε με το συγκεκριμένο απόσπασμα. Χάριν συντομίας, αντιγράφω από ένα άλλο σημείο του βιβλίου: «[…] της ήρθε μια επιθυμία να γελάσει. Ένιωθε πως υπήρχε κάτι κωμικό σε όλη αυτήν την ιστορία, τραγικά κωμικό ίσως, ή και γελοίο.»
– Λέμε συχνά για τα ελαττώματα των Ελλήνων, όμως όχι μόνο δε φροντίζουμε να τα διορθώνουμε, αλλά τα επαναλαμβάνουμε. Πώς η τέχνη και το θέατρο θα μπορούσε να επέμβει περισσότερο στην αλλαγή της συγκεκριμένης νοοτροπίας;
Ασπασία-Μαρία: Ναι, αλλά τι ακριβώς λέμε και πώς το λέμε και ποιοι είμαστε «εμείς» που μιλάμε; Σε τελική ανάλυση, είμαστε οι αφηγήσεις μας, ίσως κάποιες φορές να μας υπερβαίνουν αλλά είναι πολύ δύσκολο να ξεφύγεις απ’ αυτό που ζεις κι απ’ αυτό που είσαι. Οπότε θα έλεγα ότι ο καθένας μπορεί ίσως να ξεκινήσει απ’ τον εαυτό του. Το ότι κάποιος έγραψε ένα υπέροχο και οξυδερκές βιβλίο για την ψυχοσύνθεση κάποιου λαού δεν με απαλλάσσει από κάτι, ούτε μπορεί να υποκαταστήσει τον κόπο που δεν είμαι διατεθειμένη να κάνω. Δεν μπορεί να συνειδητοποιήσει κάποιος άλλος κάτι για μένα. Το θέμα είναι εγώ να θέλω να μπω σε μια προσωπική διαδικασία να καταλάβω και να επαναλάβω ή να μην επαναλάβω κάποια μοτίβα. Από εκεί και πέρα εννοείται ότι είναι υπέροχο να βλέπεις ή να διαβάζεις κάτι που σου δημιουργεί ένα αίσθημα συνενοχής αλλά αυτό είναι μια περίπλοκη και σύνθετη διεργασία, πέρα από τα στενά όρια της λογικής. Θα πάθαινα κατάθλιψη αν κάποιος μου έλεγε ότι η τέχνη και το θέατρο «πρέπει να κάνουν κάτι». Υπάρχουν ήδη τόσοι πολλοί γύρω μας που μας λένε ότι πρέπει «να κάνουμε συνεχώς κάτι», να υπάρχει σε ό,τι κάνουμε και σκεφτόμαστε στόχος, αποτέλεσμα, βελτίωση. Προτιμώ να κάτσω σε ένα καφέ και να παρατηρώ τους ανθρώπους γύρω μου. Δεν θέλω να νουθετήσω κανέναν και θα προτιμούσα να μη με νουθετούν. Νομίζω ότι η τέχνη έχει μεγάλη σχέση με το άσκοπο, με μια ανατροπή του αυτονόητου και δεν μπορεί να χρησιμοποιεί μια σειρά από λογικοφανή εργαλεία για να σε οδηγήσει κάπου.
Βασίλης: Αισθάνομαι ότι όταν λέμε για τα ελαττώματα των Ελλήνων, βγάζουμε πάντα τον εαυτό μας απέξω. Μιλάμε για τα λάθη των υπολοίπων Ελλήνων και όχι για τα δικά μας. Εκεί ξεκινάει η όλη ιστορία. ο κάθε ένας από μας είναι εξίσου κομμάτι του προβλήματος. Αλλά πως να το δεχτεί κανείς αυτό; η ζωή είναι πιο εύκολη όταν φταίνε οι άλλοι. Σίγουρα δεν αντιστοιχεί σε όλους μας το ίδιο μερίδιο ευθύνης αλλά αυτό δεν έχει καν σημασία. Η τέχνη από μόνη της δεν ξέρω αν είναι αρκετή να συμβάλει σε αυτή την αλλαγή. Πάντα αισθάνεσαι ωραία σαν καλλιτέχνης όταν κανείς μια παράσταση με ξεκάθαρα πολιτική θέση, όταν μιλάς για αγώνες ή για εποχές διεκδίκησης δικαιωμάτων. Και ίσως αυτό να έχει νόημα. Σαν θεατής ωστόσο, μπορεί να δεις το μεγαλύτερο πολιτικό έργο τέχνης και να μην καταλάβεις τίποτα, μπορεί να πας στη χειρότερη θεατρική παράσταση και να μετακινηθείς έστω και λίγο. Η τέχνη σαν τέχνη δεν είναι το ζητούμενο. Η διάθεση σου απέναντι σε αυτήν, είναι.
– Πόσο απαιτητικό και δύσκολο είναι να παίζεις και να σκηνοθετείς παράλληλα στο ίδιο έργο;
Ασπασία-Μαρία: Υπάρχει κάτι το σχιζοειδές αλλά και κάτι το πολύ λογικό. Στο Θωρηκτό είμαστε δύο άνθρωποι που και σκηνοθετούμε και παίζουμε. Και στην περσινή παράσταση που κάναμε στο Bios, το Εθνικαί Εορταί, ήμασταν τρεις μαζί με τη Μαρία Θρασυβουλίδη. Επομένως, δοκιμάζοντας και σπάζοντας τα μούτρα μου καταλάβαινα κάπως καλύτερα πώς να επικοινωνήσω αυτό που σκεφτόμουν. Υπάρχουν πολλοί τρόποι. Και πέρσι και φέτος είχαμε μια στενή συνεργασία με τον Τάσο Καραχάλιο που έκανε την επιμέλεια κίνησης. Και τώρα δουλέψαμε με την Αθανασία Αγοράκη που ήταν η βοηθός μας και είχε την απαραίτητη ψυχραιμία και εποπτεία του όλου πράγματος.
Βασιλης: Είναι δύσκολο, χρειάζεται μια τρομερή εμπιστοσύνη στους συνεργάτες σου, μια γενναιοδωρία που δεν είναι αυτονόητη και μια συμφιλίωση με την έννοια λάθος. Καλείσαι να δαμάσεις το ένστικτο σου, να ακούς τους άλλους και να μην νομίζεις ότι ξέρεις καλύτερα. Όταν όλα αυτά λειτουργούν, βρισκεσαι σε μια περιοχή ουσιαστικά ελεύθερη και δημιουργική και τότε παύει να είναι τόσο δύσκολο να σκηνοθετείς κάτι που δεν βλέπεις ποτέ από κάτω.
– Αισθάνεστε περισσότερο ηθοποιοί, περισσότερο σκηνοθέτες ή εξίσου και τα δύο;
Ασπασία-Μαρία: Αυτό που μ’ ενδιαφέρει όσο περνάει ο χρόνος είναι να φέρω τον εαυτό μου σε ό,τι κάνω και μέσα από αυτή την προϋπόθεση να συναντιέμαι με τα πράγματα και τους ανθρώπους. Αλλά αυτό αγγίζει τα πάντα, το πώς θα μιλήσω σε έναν άγνωστο, το τι μ’ αρέσει να βλέπω, το πώς πάω από εδώ εκεί, το πού θέλω να είμαι. Και μόνο έτσι τελικά ίσως και να μπορώ να ξεφύγω από τις εντυπώσεις που έχω διαμορφώσει και να εκπλαγώ κι εγώ η ίδια. Με άλλα λόγια ονειρεύομαι την απόλυτη φυγή στον πυρήνα του πιο μικρού πράγματος.
Βασίλης: Έχω δίπλα μου παραδείγματα ανθρώπων που έχουν αφιερωσει αρκετά χρόνια στην έρευνα που απαιτεί η σκηνοθεσία και έτσι πάντα διστάζω να πω ότι είμαι στο ίδιο σημείο μαζί τους. Είμαι ένας ηθοποιός, που χρειάστηκε συχνά να σκηνοθετήσω, το έκανα με μεγάλη χαρά και έμαθα πολλά μέσα από αυτό.
& Αναλυτικές λεπτομέρειες για τους συντελεστές και τις ημέρες της παράστασης ακολουθούν στον σχετικό σύνδεσμο: http://www.all4fun.gr/fun/theater/14637-q-q–bios.html
Του Κυριάκου Κουρουτσαβούρη, 29/3/2017