Τα μάτια μου έχουν γεμίσει νερά και νούφαρα. Καμιά φορά απλά ξυπνάς ένα πρωί και νιώθεις τη θάλασσα μέσα σου και αναρωτιέσαι γιατί τόσα χρόνια την έψαχνες μπροστά σου. Τόσα χρόνια γιατί την αναζητούσες σε νησιά άδεια και βουνά στεγνά. Η θάλασσα νερό. Δεν τη κρατάς. Σου ξεφεύγει. Συνεχώς διαφεύγει.
Θέλεις να κολυμπήσεις. Να βουτήξεις εκεί μέχρι το βυθό, μα άστην να σε γεμίσει. Να ξεχειλίσει. Ξέρει αυτή τη διαδρομή και μια μέρα ξαφνικά θα ξυπνήσεις μέσα σε μια λίμνη. Και δεν θα είναι κρύα τα νερά. Και γύρω θα έχει πράσινα δέντρα και κίτρινα λουλούδια. Ο ήλιος δεν θα εξαφανίζεται το βράδυ και οι πεταλούδες θα πεταρίζουν μέσα στα χέρια σου.
Και θα νιώσεις ότι πετάς. Γιατί ακόμα και τα φτερά πάντα μέσα σου τα είχες. Έλα. Βγάλε τα ρούχα σου. Σ’ αυτούς τους τόπους τη χαρά τη γεύεσαι γυμνός. Δεν θέλει να κρύψεις ούτε μια σπιθαμή από το δέρμα σου. Ούτε μια νότα από την ανάσα σου. Εδώ μιλάμε για αλήθεια. Χωρίς μνήμη. Ξέχνα τα όλα. Εδώ μιλάμε για αγάπη.
7-8-2020, Καλλιόπη Μανδρέκα