13.7 C
Athens
Κυριακή, 19 Ιανουαρίου, 2025

Άτιτλο Μονόπρακτο

Α ΣΚΗΝΗ

 Αυτή είναι η… Μια όμορφη κοπέλα. Φοράει μαύρα κοκάλινα γυαλιά. Τόσο ερωτική, με μια παιδική, σκληρή αθωότητα, που την κάνει παράξενη, σχεδόν ψεύτικη. Κάποια ελάχιστα, μικρά ενδιάμεσα του χρόνου, φαίνεται στο βλέμμα της ότι είναι ικανή να σκοτώσει ή να σκοτωθεί, αλλά η γλυκιά ηρεμία που διαχέεται στα χαρακτηριστικά της, σε κάνει να μην μπορείς να διατηρήσεις στην μνήμη σου αυτή την λεπτομέρεια. Το σκληρό, άδειο βλέμμα όμως, δεν παύει να υπάρχει και το ξέρεις και το ξέρει κι αυτή, ίσως γι’ αυτό το διατηρεί.

Το όνομά της αγνοείται, η ιδιότητα επίσης. Ηλικία δεν υπήρξε ποτέ. Η οικογένεια της βρίσκεται σε μια φάρμα, που αποτελείται από άγρια ζώα, που ζουν σε ένα μεγάλο κλουβί, στα προάστια της πόλης και τα καλούν να κάνουν επιδείξεις σε τσίρκα. Αυτή ξέφυγε, αλλά τα σκέφτεται και τα αγαπά ακόμα.

– Γεια σας. Όπως σας τα λέει είναι. Δεν έχω όνομα, αλλά αν θελήσετε να με πείτε κάπως, οπωσδήποτε, για να με προσφωνήσετε, μπορείτε να με λέτε Ψιτ. Μ’ αρέσουν πολύ οι γάτες, οπότε δεν θα προσβληθώ. Θα αναρωτιέστε βέβαια, γιατί ανέβηκα σ’ αυτή τη σκηνή. Μισό λεπτό, θα σας εξηγήσω. Δεν είμαι καμιά ψωνάρα. Δεν μ’ αρέσει να μιλάω σε κοινό. Μου αρκεί ένας. Να ας πούμε εσύ ο μικρούλης με το ζακετάκι θα μπορούσες να γίνεις ο ακροατής μου. Το βλέμμα σου φαίνεται σαν να μην ξέρει τίποτα. Καμία εμπειρία δεν έχει καταγραφεί στο δέρμα σου και αυτό είναι τόσο απενεχοποιητικό, ίσως και ελκυστικό. Με διευκολύνει να λέω ότι μπαρούφα μου έρθει στο κεφάλι. Ξέρεις γιατί; Γιατί δεν θα καταλάβεις τίποτα.
Α, ήθελα να σου εξηγήσω γιατί ανέβηκα εδώ πάνω, αλλά θέλω να είμαι ακριβής, χωρίς όμως να είμαι λεπτολόγος ή ακριβολόγος. Δεν ανέβηκα. Πήδηξα. Κοίτα. Έτσι. Τσουπ και ήρθα. Τόσο απλά. Ήμουν εδώ και τσουπ πηδάω εδώ. Δεν είναι δύσκολο. Κάπου διάβασα ότι η βαρύτητα πάντα είναι βαριά και σε αναγκάζει να είσαι κάτω, αλλά πρόσεξε με καλά, ΑΛΛΑ η δύναμη που ασκούν τα πέλματα προς τα πάνω είναι πολύ πιο μεγάλη, οπότε μπορείς να πηδήξεις και να μείνεις στον αέρα μέχρι και 3 δευτερόλεπτα, μπορεί και 4 αν έχεις κάνει γυμναστική. Με συγχωρείτε, αλλά αυτό θα ήθελα να το σημειώσω κάπου. Πολύ μου άρεσε. Εντάξει, θα πω την αλήθεια, δεν το διάβασα κάπου. Δεν έχει καμία επιστημονική αξία, αλλά τι πειράζει; Το είπα γιατί στο σχολείο μου έλεγαν ότι για να σε πιστέψουν πρέπει να έχεις ισχυρά επιχειρήματα και τα ισχυρά επιχειρήματα πάντα στηρίζονται σε ισχυρούς ανθρώπους, δηλαδή στην αυθεντία. Τι είναι αυθεντία; Ίσως να είναι ένας αφέντης, ο αφέντης.
Όλο αφαιρούμαι. Ήθελα να σας πω γιατί ήρθα εδώ. Έχω έναν πολύ σημαντικό..

 Η Ψιτ δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει την φράση της. Ξαφνικά μπήκαν στην αίθουσα οκτώ άνθρωποι, με μαύρα ρούχα και άρχισαν να ψάλλουν. Η κοπέλα φοβήθηκε και ανασκουμπώθηκε. Προσπάθησε να ψάλλει κι εκείνη μαζί τους αυτά τα περίεργα λόγια, που δεν καταλάβαινε, μόνο και μόνο για να μην τραβήξει την προσοχή. Όπως ήταν φυσικό δεν ήξερε ούτε το ρυθμό, ούτε τον τόνο, μα το βασικό ήταν ότι δεν είχε ιδέα ποια ήταν τα σωστά λόγια. Η παράφωνη φωνή της αναστάτωνε, φανερά τους ψάλτες, οι οποίοι άρχισαν να την αγριοκοιτούν. Αυτή τρομαγμένη, άρχισε να προσπαθεί ακόμα πιο πολύ, αλλά τα αποτελέσματα ήταν απογοητευτικά. Τότε ο ένας από αυτούς, ο πιο ψηλός, έβαλε ένα μεγάλο καπέλο σε σχήμα κώνου και την πλησίασε, αφού σταμάτησε με μια κοφτή χειρονομία τους υπόλοιπους.

Αρχιεπίσκοπος: Diri Dahta diri diri di. Πάμε. Όχι, όχι diri da. Diri di. Τόνισε το di. Έτσι. Πάμε άλλη μία φορά.. Όχι όχι! Πάλι λάθος. Πιάσε τόνο. Άκου. Πρώτα άκου και μετά τραγούδα.
Ψιτ: Χίλια συγνώμη. Έχετε απόλυτο δίκιο, είμαι άσχετη. Εγώ φταίω. Λάθος, όλα λάθος. Πρέπει να το σημειώσω για να το θυμάμαι πάντα. Έχω τα πάντα σ’ αυτό το τσαντάκι. Μολύβια, χαρτιά, γόμα, ακόμα και μια σφυρίχτρα. Όλα θα τα σημειώσω. Πού τονίζεται; Στο da. Και ο τόνος; Πώς να σημειώσω τον τόνο; Θα γράψω “Ψιλό συριστικό Di”. Πρώτα να τραγουδώ και μετά να ακούω. Σωστά; Με έχει σώσει αυτό το σημειωματάριο. Ξέρετε, δεν ακούω καλά, δηλαδή δεν ακούω σχεδόν τίποτα. Παρακολουθώ μονάχα μορφές. Δεν βλέπω λόγια, βλέπω δόντια. Δεν αναγνωρίσω προθέσεις, μόνο διαθέσεις, αλλά με απασχολούν οι πράξεις. Εδώ σημειώνω όλες τις σωματικές εκκρίσεις και εκφάνσεις, που μοιάζουν αληθινές. Δεν έχω εξασκηθεί στις ψυχικές. Με ενδιαφέρει το υγρό στοιχείο. Δάκρυα, ιδρώτες, σπερματικά υγρά. Μιλάω πολύ; Σας κούρασα; Μα γιατί με κοιτάτε έτσι; Diri dahta diri diri da..

 Αναστατωμένη η Ψιτ δεν μπόρεσε να σημειώσει τίποτα άλλο. Παρέμεινε γονατιστή, παραιτημένη κάτω και κοιτούσε το πάτωμα. Οι μαυροντυμένοι συνέχισαν να ψάλλουν , σχηματίζοντας έναν κύκλο γύρω της. Το βλέμμα τους σκληρό, γεμάτο αποδοκιμασία και ντροπή, κολλημένο πάνω της. Η Ψιτ μη αντέχοντας αυτή την αίσθηση, πολύ αργά άρχισε να μικραίνει, να βουλιάζει μέσα στο σώμα της, κρύβοντας το κεφάλι της, στην αρχή ανάμεσα στα χέρια της και στη συνέχεια, ανάμεσα στα σκέλια της, τόσο πολύ που έγινε ένα με το πάτωμα και από κει, νιώθοντας πλέον το αδιέξοδο, που της είχε δημιουργήσει αυτή η στάση, βρήκε μια μικρή διέξοδο κάτω από το πόδι της, τοποθετώντας με αυτό τον τρόπο, την γάμπα στο σβέρκο της. Για ένα περίεργο λόγο, τότε ένιωσε πιο άνετα και άρχισε να μιλάει, τολμώντας ακόμα και να τους διακόψει.

Ψιτ: Με συγχωρείτε που διακόπτω, αλλά τι είναι εδώ;
Αρχιεπίσκοπος: Ναός, δεν βλέπεις;
Ψιτ: Ναός; Δηλαδή με θεούς και τέτοια;
Αρχιεπίσκοπος: Με έναν Θεό, πατέρα, παντοκράτορα. Έναν και μοναδικό.
Ψιτ: Εσείς είστε αυθεντία;
Αρχιεπίσκοπος: Τι εννοείται;
Ψιτ: Εννοώ ότι πρέπει να θεωρώ σημαντικό ό,τι λέτε;
Αρχιεπίσκοπος: Φυσικά. Είμαι ο αρχί..
Ψιτ: Αψού
Αρχιεπίσκοπος: Αρχι..
Ψιτ: Αψού
Αρχιεπίσκοπος: ΑΡΧΙ
Ψιτ: Αψούυυυυ
Αρχιεπίσκοπος: Κλείστε της αμέσως το στόμα. ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
Ψιτ: Ευχαριστώ κύριε αρχιεπίσκοπε. Να σας φιλήσω το χέρι. Είστε αυθεντία. Αφέντης. Να σας φιλήσω. Παντού να σας φιλήσω. Τι άλλο κάνουν; Να σας αγκαλιάσω, να σας σφίξω…
Αρχιεπίσκοπος: Φτάνει, φτάνει κοπέλα μου. Ηρεμήστε. Για πείτε μου λοιπόν, τι σας φέρνει εδώ;
Ψιτ: Ήρθα να.. Αυτό ξεκίνησα να λέω και πριν, αλλά για ένα περίεργο λόγο δεν το ολοκλήρωσα. Σπάνια ολοκληρώνω αυτό που ξεκινώ. Είμαι ανολοκλήρωτη. Πώς να ολοκληρώσω, αφού όλο κάτι με διακόπτει. Εδώ και ένα μήνα προσπαθώ να έρθω και όλο κάτι τύχαινε.
Αρχιεπίσκοπος: Αφού ούτε ξέρετε πού είστε.
Ψιτ: Μα αν ήξερα, δεν θα ερχόμουν.
Αρχιεπίσκοπος: Μάλιστα. Περνάει η ώρα. Ξεκίνα.

Ψιτ: Δεν πρέπει να περνάει;

 Ο Αρχιεπίσκοπος της πέταξε ένα πανί στα μούτρα και της είπε πως πρέπει πρώτα να σφουγγαρίσει όλο το ναό. Εκείνη ξεκίνησε με χαρά την εργασία, μα μια αίσθηση υποταγής συνεχώς την διέκοπτε, υπενθυμίζοντάς της να αντισταθεί. Την άφησαν μόνη πολλές μέρες, μπορεί και μήνες. Ο χρόνος δεν ήταν μετρήσιμος, όπως άλλοτε. Είχε πολύ δουλειά να κάνει, οπότε ξεχνιόταν, αλλά κάποια στιγμή κουράστηκε. Σταμάτησε και ένιωσε μοναξιά.  Αναρωτήθηκε τι θα γινόταν αν αυτή η κατάσταση συνεχιζόταν. Τι θα γινόταν αν έμενε μόνη στο κόσμο να καθαρίζει με ένα λευκό πανί; Θα το άντεχε; Μόνη χωρίς κανένα; Μόνη με ένα πανί. Για μια στιγμή μονάχα, χωρίς να μπορεί να ελέγξει τον εαυτό της, η διάθεση της άλλαξε και ξαφνικά άρχισε να χορεύει. Χόρευε χωρίς ρυθμό, απλώς κουνούσε τα μέλη του σώματός της προς κάθε κατεύθυνση. Είχε να διασκεδάσει πολύ καιρό και το χρειαζόταν. Η σκέψη όμως δεν έφευγε. Αναρωτήθηκε αν αυτή είναι η αίσθηση του να είσαι το κέντρο του κόσμου. Η αίσθηση ότι είναι σημαντική, ότι της ανήκουν όλα, ότι είναι το παν. Και μόλις πήδηξε για να κάνει μια πιρουέτα στον αέρα, σωριάστηκε στο πάτωμα, απότομα.

Ψιτ: Μα αν ήμουν το κέντρο του κόσμου, θα σήμαινε ότι ο κόσμος είναι νεκρός. Ή ότι εγώ είμαι νεκρή.

 Τότε η Ψιτ σήκωσε ένα βαρύ ξύλο, που βρισκόταν σε μια γωνιά, το στήριξε ανάμεσα σε δύο καρέκλες και κρέμασε στην κορυφή το κουρελιασμένο της πανί.

Ψιτ: Γεια, είμαι η Ψιτ. Εσύ;
Πανί: Εγώ είμαι ο Πόνος.
Ψιτ: Μπορώ να σε λέω Πάνο, γιατί το Πόνος ακούγεται λίγο μελό;
Πάνος: Αμέ. Κουράστηκα έξω  και είπα να μπω μέσα.
Ψιτ: Αλήθεια; Κι εγώ γι’ αυτό μπήκα. Κρύωνα πολύ.
Πάνος: Εγώ καιγόμουν.  Χρειάζομαι δροσιά.

 Κι έτσι η Ψιτ και ο Πάνος έμοιαζαν να έχουν πολλά κοινά και πολλά κενά. Άρχισαν να κάνουν πράγματα μαζί. Καθάριζαν, μιλούσαν, τραγουδούσαν, χόρευαν. Αλλά ο καιρός περνούσε και η Ψιτ ένιωθε ότι κάτι άρχισε να αλλάζει, ότι ο Πάνος δεν ήταν ο ίδιος. Δεν της μιλούσε πια, ούτε χόρευε μαζί της. Το χειρότερο ήταν ότι η σιωπή του ήταν σιριστική, όπως εκείνο το di και αυτό άρχισε να την θυμώνει φανερά. Δεν μπορούσε να κάνει κάτι άλλο, πέρα από το να αρχίσει να σφουγγαρίζει όλο και πιο πολύ, όλο και πιο φανατικά, με μεγαλύτερο πάθος, όλο και πιο μανιακά. Πλέον ήταν ανάγκη και όχι θυμός. Σφουγγάριζε μέρα νύχτα, μα το πρωί ξυπνούσε κατάχλωμη και κλαμένη.

Ψιτ: Δεν καθαρίζει τίποτα. Όσο και να πλένω, όλα μένουν βρώμικα. Όλα είναι βρώμικα. Κοίτα! Αυτήν την μαύρη κηλίδα την πλένω όλη μέρα. Ολόκληρη τη μέρα. Πάλι εδώ είναι! Ολοζώντανη και μόνη. Τι θες ε; Τι; Μαλακισμένη κηλίδα.

 Και πάλι τα ίδια. Δεν σταματούσε. Καθάριζε, έπλενε, σφουγγάριζε, μέχρι που σωριάστηκε ξανά για δεύτερη φορά, μα αυτή ήταν από κούραση.

Ψιτ: Πόνε, πονάω.

Β ΣΚΗΝΗ

Αρχιεπίσκοπος: Βλέπω τα έκανες όλα λαμπίκο. Μπράβο Ψιτ.
Ψιτ: Χαίρομαι πραγματικά που χαίρεστε με την κατάσταση μου.
Αρχιεπίσκοπος: Έκανες και φίλους.
Ψιτ: Προτιμώ τη μοναξιά. Αυτός είναι βλάκας.
Αρχιεπίσκοπος: To τρυφερό και αγαθό βλέμμα σου σκλήρυνε. Ελάτε παιδιά. Ώρα για δουλειά.

Η πόρτα άνοιξε και εμφανίστηκαν οι οχτώ ψάλτες με πολύχρωμα βαλιτσάκια. Όλοι ένας προς έναν, άνοιξαν τα βαλιτσάκια τους. Έστρωσαν τα στρωματάκια και τα κουβερτάκια τους και μόλις ο Αρχιεπίσκοπος έκλεισε την πόρτα, άρχισαν όλοι να μιλάνε μεταξύ τους ακατάπαυστα, δυνατά, με έντονες κινήσεις, με γέλια, με χάχανα, με ουρλιαχτά, χόρευαν και συνεχώς γελούσαν. Η Ψιτ στεκόταν στο κέντρο του δωματίου άλαλη, με το βλέμμα απλανές, ακίνητη, η πλήρης αντίθεση στην απέραντη κίνηση του κόσμου.

Ψιτ: Δεν μ΄αρέσει αυτό που γίνεται. Να γελάσω. Να δείξω ότι περνάω καλά. Χα χα χα! Μήπως να κλάψω; Να δείξω ότι περνάω σκατά; Μπουα χα χα. Δεν αλλάζει τίποτα. Να γίνω τίποτα. Να μην νιώθω. Μα πώς γίνεσαι τίποτα; Μηδέν. Ο κανείς.

Η Ψιτ τότε θυμήθηκε τον φίλο της τον Πάνο. Πήρε το κουρελιασμένο πανί και άρχισε να καθαρίζει. Μα αυτή τη φορά το σώμα της. Έτριβε όλα τα σημεία ένα προς ένα. Ξεκίνησε από τις μασχάλες, μετά το στήθος, την κοιλιά, το μουνί, την καρδιά και μετά μπήκε στο μυαλό, μα αυτό ήταν το πιο δύσκολο. Έτριβε χωρίς σταματημό.

 
Ψιτ: Πρέπει να αλλάξω, να αλλάξω. Να μην είμαι πια εγώ.
 
Τότε ο ένας ψάλτης έβαλε μια ξανθιά περούκα κυράτσας και την πλησίασε.

Ο ένας: Γεια σου Ψιτ.
Ψιτ: Γεια.
Ο ένας: Άργησα λίγο, αλλά είχαν στάση τα μετρό και καταλαβαίνεις, η κίνηση και ο συνωστισμός, καυσαέριο και αυτή η αφόρητη ζέστη, σε κάνουν πάντα να καθυστερείς και να πρέπει να απολογηθείς. Είχα καμιά όρεξη νομίζεις να απολογηθώ για τις καθυστερημένες καθυστερήσεις μου; Έχω χρονόμετρο, μην με βλέπεις έτσι. Το αγόρασα από ένα μαγαζάκι εδώ πιο κάτω. Καλός ο πωλητής, δεν λέω, αλλά πολύ ακριβός. Εγώ του είπα να τη ρίξει την τιμή, αλλά οι τιμές είναι λεφτά, πώς να ρίξεις τις…
Ψιτ: Γιατί ήρθατε;
Ο ένας: Μα θα σου πω, τι νομίζεις δεν θα σου πω; Όλα θα τα πω, αν και τα ξέρεις, μα θα τα ξαναπώ, αλλιώς τι θα λέω, απλώς σε παρακαλώ, κλείσε αυτό το αναθεματισμένο το air condition. Έχω τα λαιμά μου και ξέρεις πού μπορεί να οδηγήσει ένα κρύωμα στα λαιμά. Η ξαδέρφη μου από την Αμερική έπαθε πνευμονία από κρύωμα στα λαιμά. Ήθελε ο κώλος της air condition, μη χέσω, είχε και στο χωριό της. Εγώ είμαι απλός άνθρωπος, δεν μ’ αρέσουν αυτά. Εμένα μου αρκεί το αεράκι από το παράθυρο. Να θυμηθώ να φωνάξω το μάστορα. Μου έσπασε το τζάμι ένα κωλόπαιδο στην γειτονιά. Αχ αυτά τα παιδιά, δεν έχουν τίποτα άλλο να κάνουν από το να κάνουν το απόλυτο τίποτα. Μόνο παίζουν, και κάνουν τίποτα…
Ψιτ: Πείτε μου τι θέλετε από μένα. Δεν έχω πολύ χρόνο. Πρέπει να φύγω.
Ο ένας: Δεν τα ξέρω νομίζεις; Αχ κοπέλα μου, ο χρόνος. Αχ αυτός ο χρόνος. Κυλά κυλά και πίσω δεν γυρνά. Κάποιος το είχε πει αυτό. Πότε ήμουν νια και πότε γέρασα. Ο χρόνος είναι κάτι πάρα πολύ…
Ψιτ: Ξέρω πολύ καλά τι είναι ο χρόνος. Αυτό που δεν ξέρω είναι γιατί μου τον παίρνετε. Μιλήστε συγκεκριμένα.
Ο ένας: Ο λόγος.. Δεν είναι ένας. Είναι πολλοί. Όταν είναι ένας, ο ένας και μοναδικός κάτι πάει κι έρχεται. Όταν είναι πολλοί, δεν ξέρεις από πού να το πιάσεις. Παλιά οι λόγοι ήταν πολύ συγκεκριμένοι. Ήξερες… Θα πας τα παιδιά σχολείο, θα γυρίσεις, θα μαγειρέψεις, θα καθαρίσεις, θα ξεκαθαρίσεις, μέχρι να τα ξαναβρωμίσεις. Μετά θα έρθει ο άντρας, θα φωνάξει που δεν καθάρισες, θα κλάψεις, θα γελάσεις και μετά θα ξαναβρωμίσεις.
Ψιτ: Πείτε μου ΤΩΡΑ ΤΩΡΑ ΤΩΡΑ τι θέλετε; Τωρα! Αλλιώς φύγετε! ΤΩΡΑ!
Ο ένας: Θέλω να μάθω να μιλάω. Δεν ξέρω πώς να ανοίξω μια κουβέντα, να πω ένα στοιχειώδες πράγμα για τον εαυτό μου. Να πω κάτι, οτιδήποτε, να είμαι κάτι. Να μην είμαι τίποτα.

Η Ψιτ είχε μείνει αποσβολωμένη με αυτά που άκουγε. Δεν ήξερε πώς να αντιδράσει. Φοβήθηκε και το μόνο που της ήρθε στο μυαλό ήταν να πάρει τον Πάνο αγκαλιά και να τρίψει την μαύρη κηλίδα της, που ακόμα φαινόταν ολοκάθαρη μπροστά της, αλλά μάταια. Τότε ήρθε ο δεύτερος. Έβαλε μια γκρι περούκα στα μαλλιά του, τοποθέτησε δύο καρέκλες και ένα μικρό τραπεζάκι στη μέση του δωματίου και άρχισε να μιλάει. Η Ψιτ άκουγε, αλλά δεν ένιωθε ακόμα έτοιμη να πλησιάσει. Συνέχισε να προσποιείται ότι ασχολείται με την κηλίδα.

Ο Άλλος: Είχε πια ξημερώσει. Τα σύννεφα είχαν πάρει ένα γκρι που θύμιζε μέταλλο, όπως ακριβώς τα μαλλιά μου. Ούτε άσπριζε, ούτε μαύριζε. Πάντα γκρι και πάντα μεταλλικό. Ψυχρό και αυστηρό.

Τότε η Ψιτ ένιωσε για ένα περίεργο λόγο ζεστά και πλησίασε. Ίσως η εικόνα της συννεφιασμένης φύσης κάτι της θύμισε από τα παλιά ή απλώς επειδή η απουσία προσώπου στον λόγο της κυρίας, την ηρεμούσε.

Ο άλλος: Σηκώθηκα από το κρεβάτι και κοίταξα έξω από το παράθυρο. Πάντα κοίταζα έξω από τα παράθυρα. Το τζάμι με προστάτευε, δεν με απομάκρυνε. Άκουγα καλύτερα. Κοιτούσα αυτά που συνέβαιναν έξω και συμμετείχα από μέσα.

Ξαφνικά ένα μικρό οξύ γέλιο διέκοψε τον ειρμό της γκρι γυναίκας, το οποίο την τρόμαξε και την ίδια και αμέσως το έκρυψε κάτω από την μάσκα της αυστηρότητας που ήξερε να χειρίζεται καλά, της γυναίκας που έχει τον έλεγχο, που ξέρει να κρύβεται και να κρύβει.

Ο Άλλος: Έκλεισα την κουρτίνα και ακούστηκε ένας συριστικός ήχος, όπως των τρένων, που ξεκινούν την τριβή πάνω στις ράγες. Δεν τα κατάφερα να την κλείσω ολόκληρη. Πάντα είχα μια ιδιαίτερη σχέση με το σπίτι. Το σπίτι ήταν η οικογένεια μου. Μου μιλούσαν τα έπιπλα, οι τοίχοι, οι καθρέφτες, τα χαλιά, τα ραγισμένα βάζα, ακόμα και οι ξεχασμένες πέτρες στον κήπο. Ήμουν αρκετά αναβλητική και δεν το πρόσεχα όσο θα έπρεπε. Το άκουγα όταν ούρλιαζε τα βράδια, αλλά έλεγα όλο αύριο και αύριο. Έτσι οι ρωγμές έμειναν ανοιχτές και τα σπασμένα γυαλιά, ακόμα μένουν εκεί να μου υπενθυμίζουν να προσέχω που πατάω. Το άφηνα να γερνάει και να αποκτά αυτήν την απόχρωση του γκρι, όπως τα μαλλιά μου. Ήξερα πόσο δύσκολο είναι για ένα σπίτι να το εγκαταλείπουν. Ειδικά οι θάνατοι και οι απώλειες, οι ξαφνικοί αποχωρισμοί γέμιζαν τα χαλιά κόκκινα και κίτρινα υγρά, που τα άφηνα κι αυτά. Ήρθαν πολλοί να με βοηθήσουν στο καθάρισμα, μα κάτι με έκανε να τους ευχαριστώ βαθιά για την προσφορά, αλλά να μην την δέχομαι. Μου έκανε καλό να τα παρατηρώ και φοβόμουν ότι κάτι θα θέλουν πίσω. Δεν τα καθάρισα.

Η Ψιτ τότε σηκώθηκε από την θέση της, γονάτισε και της αγκάλιασε τα πόδια. Τοποθέτησε το κεφάλι της πάνω στα γόνατα της και ένιωσε ήρεμη, χωρίς να ξέρει γιατί. Δεν ήθελε να την διακόψει. Ήξερε ότι της μιλούσε, για να ακουστεί, χωρίς σκοπό, για την ομορφιά του ήχου, που έβγαινε από το στόμα.

Ο Άλλος: Το σπίτι χρειαζόταν κάτι, κάποιον που θα έμενε για πάντα εκεί, να θυμάται το χρόνο, που γερνά και τα σπασμένα πιατικά. Κάποιον που θα το αγαπούσε και θα έδειχνε υπομονή. Το σπίτι είναι γλυκό, είναι καλό. Ηθελα να είναι χαρούμενο. Το σπίτι είναι καλό, είναι το μόνο που έχω. Πρέπει να το αγαπώ και πρέπει να το φροντίσω. Πρέπει να του δώσω ό,τι ζητά. Πεινάει. Το σπίτι θέλει να φάει. Το σπίτι μου, το σπίτι μου, πρέπει να φάει το σπίτι μου. Να χορτάσει , να τραφεί.
Ήταν η μέρα του γάμου μου. Ήταν όλα ντυμένα στα λευκά, μαλακά, γεμάτα φως και ελπίδα, γεμάτα αλλαγή και ασφάλεια. Γεμάτα ζωή. Θα φεύγαμε, θα πηγαίναμε να ζήσουμε τη ζωή, που είχαμε ονειρευτεί.

Η Ψιτ ένιωσε τα πόδια της να τρέμουν. Ήθελε να την βοηθήσει και παρατήρησε ένα ακορντεόν που βούλιαζε στη δική του σκόνη, σε μια γωνιά. Το σήκωσε και σκέφτηκε ότι θα ταίριαζε πολύ με την αφήγησή της.

Ο άλλος: Το σπίτι μου, το σπίτι μου. Το μόνο που έχω. Το μόνο που αγαπώ. Το σπίτι, οι τοίχοι του το δέρμα μου, οι πόρτες του τα δικά μου χείλη. Πρέπει να μείνει ζωντανό. Το σπίτι πεινάει. Το σπίτι πρέπει να φάει.
Ζήτησα από τον οικονόμο να ετοιμάσει το πρωινό γρήγορα. Του έβαλα τις φωνές, γιατί δεν με είχε σηκώσει όπως κάθε μέρα στις οκτώ και φοβόμουν ότι δεν θα προλάβω. Μου είπε γεμάτος αγάπη και φροντίδα ότι το έκανε για μένα, για να είμαι ξεκούραστη σήμερα που ήταν η μεγάλη μέρα. “Το σπίτι πεινάει, ηλίθιε”, του είπα. “Πεινάει!”
Μέσα σε δύο λεπτά ήταν έτοιμο. Ψωμί, μαρμελάδα, και τσάι στην μεταλλική τσαγιέρα που ζεμάταγε. Μου άρεσε το τσάι να καίει. Έλεγξα την θερμοκρασία, με κινήσεις σχεδόν ιεροτελεστικές, χάιδεψα το ζεστό μέταλλο και έριξα μέσα όλη την λευκή σκόνη που είχα διπλωμένη σε ένα μεταλλικό μικρό κουτί.
Στην υγειά σου γλυκιά μου. Πιες το να ζεσταθείς. Πιες το να πεθάνω εγώ, να ζήσει αυτό. Πιες το ομορφιά μου, να χορτάσει. Πεινάει. Το σπίτι σου πεινάει. Νιώσε στη γλώσσα το καυτό υγρό. Νιώσε να σε καίει, να ουρλιάζει το εγώ. Σκούπισε με, κλείσε μου τα μάτια και πες μου σ’ αγαπώ.

Η Ψιτ έκανε όπως της είπε η κυρία Γκρι. Την σκούπισε και της είπε ό,τι ήθελε να ακούσει. Ήξερε ότι κάποιες φορές πρέπει να λες ό,τι θέλουν να ακούν. Αυτή το χρειαζόταν. Αυτή είχε ανάγκη από λέξεις, όχι πράξεις. Δεν ένιωθε θλίψη, ούτε οίκτο. Περισσότερο θαυμασμό και ελπίδα. Πήρε τον Πάνο στα χέρια της και άρχισε να τρίβει πάλι την κηλίδα, μα πιο μαλακά αυτή τη φορά. Δεν επέμενε πολύ, ίσα ίσα ακουμπούσε το μαύρο χρώμα της, πιο πολύ σαν να το χαϊδεύει, παρά να το καθαρίζει, με χαρά. Τα χέρια της είχαν πρηστεί πια, αλλά δεν πονούσε. Η ελπίδα είχε γεννηθεί.

Το πάρτι συνεχιζόταν. Όλο και περισσότερος κόσμος έμπαινε στο δωμάτιο. Γελούσε και φώναζε. Δεν υπήρχε έλεγχος και τίποτα, που να θυμίζει συγκράτηση. Οι κινήσεις τους ήταν έντονες και σχεδόν προκλητικές. Τα χέρια τους ήταν μεγάλα και πιο πολύ έβλεπες δάχτυλα παρά πρόσωπα. Άγρια αίσθηση ερωτισμού, που ξεχύνεται σε κάθε άγγιγμα, σε κάθε βλέμμα. Ορμή. Γενετήσια ορμή, που γεννάει μια μυρωδιά από χώμα και ιδρώτα, που δεν ξεδιψάει, μα χορταίνει. Νερό όμως δεν υπήρχε πουθενά και αυτό άρχισε να τους αναστατώνει. Κοιτούσαν διακριτικά στα τραπέζια και στις γωνιές. Δεν ρωτούσαν ούτε ζητούσαν, όλοι όμως έψαχναν. Η διακριτικότητα μεταμορφωνόταν σε λύσσα, σε οργή. Και όσο πιο πολύ έψαχναν τόσο πιο έντονες γίνονταν οι κινήσεις, τα γέλια και η ορμή. Κάποια στιγμή κάποιος είπε “Διψώ” και όλοι κοίταξαν την Ψιτ. Αυτή δεν κατάλαβε, γιατί την κοιτάνε, αφού ούτε εκείνη είχε βρει πηγή. Άρχισαν να την τραβάνε και να απαιτούν. “Θέλουμε νερό!” Την έσπρωχναν και την πίεζαν να βρει νερό κι αυτή το μόνο που τόλμησε να πει ήταν “Υπομονή. Θα μας σώσει η βροχή.” Σιωπή. Κανείς δεν μίλησε και ίσως κανείς δεν πίστεψε. Εμφανίστηκε τότε ένας νέος κύριος από το βάθος με μία πορτοκαλί περούκα και  ένα φτυάρι.

Χτίστης: Έλα κοπελιά. Ώρα να γκρεμίσουμε.
Ψιτ: Μα η κηλίδα. Δεν έχει βγει.
Χτίστης: Τι σημασία έχει; Θα γκρεμιστεί.
Ψιτ: Μα καθάριζα τόσο καιρό. Μισό λεπτό.
Χτίστης: Δεν είσαι μόνη εδώ. Οι άνθρωποι χρειάζονται νερό.
Ψιτ: Δεν έχω πού να πάω μετά. Χρειαζόμαστε στέγη.
Χτίστης: Το ταβάνι ενοχλεί.
Ψιτ: Θα πεθάνω από κρύο.
Χτίστης: Θα πεθάνεις χωρίς νερό.
Ψιτ: Τα τείχη προστατεύουν. Μπήκα να ζεσταθώ.
Χτίστης: Όλα γεννιούνται μέσα στο νερό.
Ψιτ: Δεν μπορώ να ζήσω μέσα  στο βυθό.
Χτίστης: Μπορείς. Χρειάζεται νερό.

Ο Χτίστης συνέχισε να της λέει το ίδιο ξανά και ξανά, αλλά η Ψιτ φοβόταν. Πήρε τον πόνο αγκαλιά και κάθισε κάτω ήσυχη. Ήξερε ότι δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Το δωμάτιο ήταν έτοιμο να γκρεμιστεί. Οι άνθρωποι συνέχιζαν να γελάνε και να διψάνε, αλλά αυτή κοιτούσε το κενό. Έβλεπε κομμάτια από τους τοίχους να πέφτουν και η σκόνη την έκανε να μην μπορεί να δει, μα ο ήχος ήταν πιο ενοχλητικός. Εκκωφαντικός. Έβαλε τον Πάνο στα αυτιά της και άρχισε να τραγουδά. Θραύσματα παντού και σιωπή, μα ένιωθε γαλήνη.

Καταστρέφονται όλα. Δεν υπάρχει άλλη επιλογή. Μόνο ένας δρόμος είναι καθαρός. Φύγε!

Οι άνθρωποι γύρω της ήταν τρομοκρατημένοι και της έλεγαν να προσευχηθεί μα αυτή δεν μπορούσε, γιατί ο Αρχιεπίσκοπος δεν είχε εμφανιστεί. Είχε τρέξει να σωθεί. Της φώναζαν να προσευχηθεί, αλλά δεν μπορούσε εκείνη τη στιγμή, που ο κόσμος είχε γκρεμιστεί. Θα ήταν δειλία και ενοχή. Έκρινε πως το τραγούδι ήταν η καλύτερη επιλογή. Ήταν η δική της η φωνή. Και την έκανε να ξεχνά το φόβο. Έκλεισε τα αυτιά και συνέχισε να τραγουδά τον πόνο.

Χτίστης: Καμιά φορά βοηθάει η προσευχή, όπως ένα παραμύθι το μικρό παιδί.
Ψιτ: Και θα πάψει να γκρεμίζεται η ψυχή;
Χτίστης: Το γκρέμισμα θα είναι πάντα εκεί.
Ψιτ: Προτιμώ να τραγουδώ.
Χτίστης: Σήμερα έχει πανσέληνο. Κάτσε λίγο σιωπηλή.

Ψιτ: Τα περιστέρια τραγουδάνε την αυγή.

Τότε ξεπρόβαλε ένα χρυσό φεγγάρι, που πρώτη φορά έμοιαζε τόσο μεγάλο και τόσο γεμάτο και έλουσε το γκρεμισμένο τοπίο με λευκό φως. Έλουσε τα θραύσματα και τα μάτια των ανθρώπων. Και όλοι γαλήνεψαν και κοίταξαν ψηλά. Μία άχρονη στιγμή που δεν υπήρχε το εγώ και το εσύ. Για λίγο μόνο σταμάτησαν να προσπαθούν να προστατευτούν. Για λίγο μόνο η ηρεμία κυριαρχούσε και τα βλέφαρα δεν τα πίεζαν για να είναι ανοιχτά και τα δάχτυλα κρέμονταν ελεύθερα χωρίς να τρέμουν και χωρίς να έχουν ανάγκη κάτι να κρατούν. Γαλήνεψε ο φόβος και κοίταξαν ψηλά. Και τότε εμφανίστηκε ένα μικρό αγόρι με κατάξανθα μαλλιά.

Αγόρι: Σήκω! Παίξε μαζί μου!

Η Ψιτ δεν απάντησε. Γύρισε αδιάφορα το κεφάλι από την άλλη, για να δείξει ότι αυτή η στιγμή είναι κατάλληλη μόνο για  το τίποτα, ότι ανήκει στο ακούραστο μηδέν και ήλπιζε ότι θα ήταν ικανό να την παγώσει εκεί, χωρίς να μπορεί να την κουνήσει τίποτα. Μα αυτό το κατάξανθο αγόρι δεν ήταν τίποτα, ήταν ένα κατάξανθο παιδί.

Αγόρι: Σήκω! Θέλω να παίξω.
Ψιτ: Θα με αφήσεις ήσυχη; Δεν έχω όρεξη. Εδώ γκρεμίζεται ο τόπος.
Αγόρι: Μα γι’ αυτό.
Ψιτ: Φύγε. Πήγαινε σε άλλον. Δεν καταλαβαίνω γιατί τα παιδιά νιώθετε τόσο ισχυρά και νομίζεται ότι όλοι είναι υποχρεωμένοι να εξυπηρετούν τις ανάγκες σας. Και επιπλέον δεν μπορείτε να συνεννοηθείτε με κανένα, δεν ακούτε, δεν έχετε απόψεις, μόνο ζητάτε και ψάχνετε. Δεν ηρεμείτε ποτέ και μόλις κουραστείτε κλαίτε. Μα γιατί κλαίτε και μετά γελάτε και μετά ξανα..
Αγόρι: Τι είναι αυτό;
Ψιτ: Δεν ξέρω.
Αγόρι: Μοιάζει με πεταλούδα.
Ψιτ: Σκονισμένη πεταλούδα.
Αγόρι: Ναι, αλλά πεταλούδα. Κοίτα! Πετάει! 
Ψιτ: Δεν πετάει. Εσύ την κουνάς. Άσε με ήσυχη. 

Αγόρι: Μα ούτε πριν ήσουν ήσυχη.
Ψιτ: Μα πού είναι ο Πάνος;
 
Η Ψιτ γούρλωσε τα μάτια της και κοίταξε πίσω τα συντρίμμια. Ήταν ένα βουνό από γκρεμισμένα τούβλα. Συνειδητοποίησε ότι κάπου τον ξέχασε εκεί μέσα. Ένιωσε θλίψη μα δεν έκλαψε. Ήταν ο μόνος που ήταν δίπλα της από την στιγμή που μπήκε στο δωμάτιο. Και τον ξέχασε. Δεν τον έχασε. Τον ξέχασε κι αυτό την έκανε να νιώσει πιο μόνη από ποτέ.
 
Αγόρι: Κοίτα! Πετάει!
 
Γ ΣΚΗΝΗ
Η Ψιτ ξύπνησε σε ένα δωμάτιο που έμοιαζε πολύ με το προηγούμενο. Κοίταξε γύρω της και αναρωτήθηκε αν ήταν το ίδιο, μα δεν μπορούσε να καταλάβει. Αυτό το δωμάτιο ήταν καθαρό, σχεδόν λευκό, γεμάτο πανύψηλες στήλες από μαύρα χοντρά βιβλία. Αμέτρητα μαύρα βιβλία που θα τρόμαζαν και τον μεγαλύτερο επιστήμονα ή φιλόσοφο. Το περίεργο ήταν ότι δεν υπήρχαν τίτλοι στα χειροποίητα εξώφυλλα, ούτε τα ονόματα των συγγραφέων, μα ούτε εισαγωγές και επίλογοι για να μπορέσεις, έστω να φανταστείς και να εισαχθείς στο θέμα. Καμία καταγραφή του πότε και του πού, μα το σημαντικότερο, ποιανού.
 
Αρχιεπίσκοπος: Ξύπνησες βλέπω.
Ψιτ: Ξύπνια είμαι από πριν.
Αρχιεπίσκοπος: Θα στεκόσουν τόση ώρα στο ίδιο σημείο, αν είχες ξυπνήσει;
Ψιτ: Πού είμαι; Το δωμάτιο γκρεμίστηκε.
Αρχιεπίσκοπος: Ψάξε. Μην σκέφτεσαι.
Ψιτ: Η κηλίδα λείπει.
Αρχιεπίσκοπος: Πήγαινε να δεις.
Ψιτ: Δεν είναι εδώ. Ο Πάνος; Πού είναι;
Αρχιεπίσκοπος: Δεν ξέρω. Τον χρειάζεσαι κάτι; Θα μπορούσα να σε βοηθήσω εγώ.
Ψιτ: Δεν έχω ανάγκη από βοήθεια. Με κοροϊδεύεις. Λες ψέματα. Ξέρεις πού είναι. 
 
Η Ψιτ ήταν πολύ θυμωμένη. Ρωτούσε και ξαναρωτούσε για τον Πάνο, αλλά ο Αρχιεπίσκοπος την κοιτούσε ήρεμος, με ένα βλέμμα γαλήνιο, που την έκανε να θυμώνει ακόμα πιο πολύ. Άρχισε να κλωτσάει απεγνωσμένα τα βιβλία και να φωνάζει. Έψαχνε ουρλιάζοντας τον Πάνο. Αλλά αυτός είχε εξαφανιστεί.
 
Αρχιεπίσκοπος: Το συνηθίζουν οι άνθρωποι να ψάχνουν τριγύρω, αντί να ψάχνουν μέσα.
Ψιτ: Φύγε! Ποιος είσαι; Γιατί με βασανίζεις; Φύγε! Περίμενε! Το δωμάτιο γκρεμίστηκε; Πες μου μόνο αυτό!
Αρχιεπίσκοπος: Τίποτα δεν γκρεμίζεται πραγματικά. Δεν ξεκινά τίποτα από το μηδέν ξανά.
Ψιτ: Φοβάμαι.
Αρχιεπίσκοπος: Αλήθεια;
Ψιτ: Όχι. Μήπως πέθανα;
Αρχιεπίσκοπος: Εσύ αποφασίζεις. Κάτσε λίγο μόνη να σκεφτείς.
Ψιτ: Μην φύγεις. Δεν θέλω να σκεφτώ. Δεν θέλω να μείνω μόνη.
Αρχιεπίσκοπος: Θέλω να βγω από το δωμάτιο.
Ψιτ: Με κοροϊδεύεις;
Αρχιεπίσκοπος: Δεν μίλησα.
Ψιτ: Ποιος μίλησε:
Αρχιεπίσκοπος: Εσύ.
Ψιτ: Τι θες;
Αρχιεπίσκοπος: Να βγω από το δωμάτιο.
Ψιτ: Τι θες;
Αρχιεπίσκοπος: Να βγω!
Ψιτ: Να βγω.
Αρχιεπίσκοπος: Βγες.
Ψιτ: Βγες από το δωμάτιο.
Αρχιεπίσκοπος: Υπάρχει ένα βιβλίο που σου λέει.
Ψιτ: Στα λέει όλα. Βρες το βιβλίο.
Αρχιεπίσκοπος: Θα το βρεις.
Ψιτ: Μα κοίτα.
Αρχιεπίσκοπος: Δεν σου είπα εγώ να τα γκρεμίσεις.
Ψιτ: Δεν προλαβαίνω. Πού θα το βρω;
Αρχιεπίσκοπος: Έχεις πολύ χρόνο.
Ψιτ: Πες μου ποιο είναι, σε παρακαλώ.
Αρχιεπίσκοπος: Είσαι από τους ανθρώπους που εκλιπαρούν;
Ψιτ: Όχι.
Αρχιεπίσκοπος: Τότε μην κάθεσαι. Ψάξε.
Ψιτ: Ψάξε.
 
Ψιτ: Η Ψιτ δεν είχε άλλη επιλογή! Η ανάγκη της να βγει από το δωμάτιο ήταν πιο μεγάλη από το φόβο, τη θλίψη και τη μοναξιά. Ήταν πιο μεγάλη και από τη χαρά. Άρχισε λοιπόν να ψάχνει. Πέρασε πολύς χρόνος και δεν σταματούσε. Συνέχιζε να ψάχνει. Παντού! Και ξαφνικά, χωρίς χρόνο, άρχισε να τραγουδά.
 
Το τραγούδι της Ψιτ:
Όλη μέρα ψάχνω ψάχνω ψάχνω
Νομίζω πια πως δεν υπάρχω
Δεν υπάρχει σωτηρία
Θα χαθώ μες στα βιβλία
Κανένας δεν μου ΄πε πού να ψάξω
Νομίζω πια πως δεν υπάρχω
Δεν υπάρχει σωτηρία
Θα χαθώ μες στα βιβλία
Θα γίνω Λουκρητία
Θα φορέσω μια περούκα
Και θα χορέψω Ζούμπα
Θα γίνω χαρταετός
Και θα διαλύσω κάθε τι και πώς
Δεν υπάρχει σωτηρία που να κόβεται στα τρία
Θα γίνω Λουκρητία
Θα φορέσω μια περούκα
Και θα χορέψω Ζούμπα
 
Και ξαφνικά η Ψιτ σταμάτησε και έμεινε ακίνητη σαν να την είχε χτυπήσει κεραυνός, σαν να της είχαν κάνει ηλεκτροσόκ και δεν κουνιόταν. Μόνο το στόμα της είχε ανοίξει διάπλατα και έμοιαζε σαν να μην αναπνέει. Έμοιαζε σαν να είχε μάθει μόλις ότι κάποιος πέθανε, ενώ η ένταση στα μάτια της θύμιζε άνθρωπο, που μόλις κέρδισε το λαχείο και όχι μόνο αυτό, ότι είχε βρει τον αριθμό τζόκερ και όχι μόνο αυτό, σαν..
 
Ψιτ: Σταμάτα επιτέλους κι εσύ! Κοίτα! Κοίτα! Το βρήκα. Αυτό είναι.
 
Και τότε η Ψιτ…
 
Ψιτ: Σταμάτα! Εγώ θα κάνω φινάλε. Κοιτάχτε! Είναι λευκό. Δεν γράφει τίποτα! ΤΙ-ΠΟ-ΤΑ.
Αφηγητής: Θα μπορούσες να γράψεις το όνομά σου. Ψιτ.
Ψιτ: Δεν με λένε Ψιτ. Εσύ με είπες έτσι.
Αφηγητής: Πώς σε λένε;
Ψιτ: Δεν ξέρω. Δεν έχει σημασία. Ακούω σε όλα.
Αφηγητής: Τουλάχιστον γράψε ένα τίτλο. Να ξέρουμε τι είδαμε.
Ψιτ: Άτιτλο. Ο καθένας θα βάλει το δικό του.
 
 
 
ΤΕΛΟΣ
    Καλλιόπη Μανδρέκα, 2020
 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

Σχετικά Άρθρα

Τελευταία Άρθρα