17.1 C
Athens
Πέμπτη, 27 Μαρτίου, 2025

Ο Κύκνος (Τρίτο Μέρος)

5. Μαθαίνει
 
 
Πρωί. Μέρα. Πάντα μέρα για να προγραμματίζεις και πάντα νύχτα για να ελπίζεις. Εκείνος προγραμμάτιζε την κάθε μέρα του με κάθε λεπτομέρεια. Ήξερε πόσες ώρες έχει μάθημα και σε ποια τμήματα, τι ώρα θα τον πάρει τηλέφωνο ο λογιστής, τι ώρα θα πάει στο πρώτο ιδιαίτερο, τι ώρα στο δεύτερο και τι ώρα στο τρίτο, τι ώρα θα πάει να πάρει την μικρή, τι ώρα θα γυρίσει σπίτι, τι ώρα θα φάει, τι ώρα θα ξαπλώσει, τι ώρα θα σηκωθεί να πιει νερό, τι ώρα θα ξαναξαπλώσει, τι ώρα θα ξανασηκωθεί να πιει νερό, τι ώρα θα στριφογυρίσει στο κρεβάτι, τι ώρα θα σκεφτεί να πέσει από το παράθυρο, τι ώρα θα πάρει ένα θαυματουργό χαπάκι και θα κλείσει τα μάτια ευτυχισμένος.
 
Τάξη. Η τάξη του, που είναι όλα σε τάξη. Τα θρανία ευθυγραμμισμένα, τα βιβλία στοιχισμένα, οι κανόνες τοιχοκολλημένοι και τα μολύβια αριθμημένα. Τον έβλεπε να μπαίνει στη τάξη τόσο ήπιος, σαν να μην έχει ούτε παρελθόν, ούτε παρόν. Τίποτα στο βλέμμα του δεν αποκάλυπτε έστω και μια μικρή πληροφορία, αν νυστάζει, αν βαριέται, αν χαίρεται, αν είναι παρόν ή απόν. 
 
Κανείς δεν τον καταλάβαινε, αλλά εκείνη ένιωθε ότι τον ξέρει. Τον είχε και την προηγούμενη χρονιά στα Λατινικά, οπότε ήξερε ότι είναι περίεργος. Ήξερε ότι όταν έμπαινε στην τάξη και οι κουρτίνες ήταν ανοιχτές, ήταν χαρούμενος και όταν ήταν  κλειστές, λυπημένος. Συνήθως παρέδιδε χωρίς να τους κοιτάει. Ή έκανε βόλτες και στριφογύριζε στην αίθουσα, κοιτάζοντας το πάτωμα, ή σχεδίαζε κάτι στον πίνακα, για να είναι αναγκασμένος να έχει γυρισμένη την πλάτη του. Τις μόνες φορές που τους απευθυνόταν ήταν όταν τους μιλούσε στα Αρχαία. Γνώριζε καλά πως κανείς δεν τον καταλαβαίνει και του έδινε την άνεση να μονολογεί ακατάπαυστα για την ζωή και τους Αρχαίους Έλληνες που τόσο θαύμαζε. Στη συνέχεια καθόταν στην έδρα του ευχαριστημένος και έσπαγε τις κιμωλίες, όπως κάνουν τα παιδιά για να παίξουν, να καταστρέψουν, για να δουν από τι φτιάχτηκε ο κόσμος.
 
 
Στα διαλείμματα δεν έβγαινε έξω. Ήταν τα δέκα λεπτά μοναξιάς του, μέσα στα γέλια και τις φωνές. Κάθε φορά που κάποιος ξέμενε στην τάξη, αυτός με ένα ψυχρό, εντελώς απόμακρο ύφος έλεγε: “Σε παρακαλώ, βγες έξω! Είναι ώρα διαλείμματος.” Είναι ώρα για να παίξεις. Βγες έξω να παίξεις. Τα παιδιά παίζουν και οι μεγάλοι βλέπουν. Οι μεγάλοι δεν πρέπει να παίζουν. Οι μεγάλοι πρέπει μόνο να θυμούνται τα παιχνίδια. Πρέπει να τα επιβλέπουν ή να τα απαγορεύουν και αν καμιά φορά ξεχαστούν και γελάσουν λίγο παραπάνω, το γέλιο τους ακούγεται σαν στριγκλιά και ο λαιμός τους πρήζεται και η φωνή τους δεν βγαίνει πια. Τα παιδιά από χαρά κάνουν το ίδιο αστείο για να επιβεβαιώσουν το γέλιο του δασκάλου, αλλά η φωνή δεν βγαίνει πια. Έχει μπλεχτεί μέσα στις σκέψεις, στα λάθη και στα χρόνια, πεταλουδίζει μέσα στους αραχνιασμένους λαβυρίνθους του μυαλού και ψάχνει ένα κουκούλι να κρυφτεί. Κοιτάζει να το βρει και μόνο αράχνες βλέπει εκεί. Το κουκούλι έχει κατασπαραχτεί.
 
-Κύριε, μπορώ να κάτσω μέσα σήμερα; Έχω περίοδο.
 
Την είδε να κάθεται στο τελευταίο θρανίο. Δεν την θυμόταν. Ούτε το όνομα της. Ήταν σαν βλέπει ένα πράσινο ξωτικό με φακίδες να μυξοκλαίει για τα ποναλάκια που υπενθυμίζουν στα ξωτικά ότι είναι γυναίκες και στους ανθρώπους να είναι άνθρωποι. Την κοιτούσε και χαμογελούσε. Ήταν όαση γι’ αυτόν να βλέπει ένα μισοσχηματισμένο κορμάκι να ζητάει την ολοκλήρωσή του. Όλα της τα όργανα πάλλονταν μέσα σε κόκκινα νερά και τα μάτια της τον κοιτούσαν παρακλητικά, όπως κοιτάει ένας πιστός τον Θεό του για να σταματήσουν οι πόνοι.
 
-Κύριε μπορείτε να με κάνετε να ξεχάσω;
-Τι να ξεχάσεις;
-Το πόνο.
-Είσαι μεγάλη πια. Ξέρεις να αντέχεις τον πόνο. Ξέρεις να αγαπάς και να φιλάς. Είσαι γυναίκα. Εσύ ξέρεις τα πάντα!
-Ναι, είμαι μεγάλη. Ξέρω να πονάω βαθιά στα σωθικά και να πεθαίνω από αγάπη. Δεν φοβάμαι τίποτα!
 
6. Ζει
 
Βγήκε από το μάθημα χαμογελώντας. Περπάτησε για να πάει στο φροντιστήριο της μικρής. Η άνοιξη είχε μπει για τα καλά. Οι καμινάδες έβγαζαν την τελευταία ανάσα στάχτης και ο ίδιος ένιωθε να ανασαίνει όλη τη γύρη του κόσμου, χωρίς να φοβάται να ανοίξει το στήθος , τα πνευμόνια και τα μάτια του. Περπατούσε και άκουγε περήφανα τις ξερές πευκοβελόνες να θρυμματίζονται. Ένιωθε ότι αφήνει το ροζ στίγμα του στο μεγάλο καφέ του κόσμου. Έτσι πρέπει να είναι η ζωή.Ήταν δυνατός. Ένιωθε δυνατός, αν και στην συγκεκριμένη περίπτωση ο αδύναμος ήταν αυτός. Περίμενε στο πάρκο απέναντι από το φροντιστήριο, καπνίζοντας το ένα τσιγάρο μετά το άλλο. Ο χρόνος, που μέχρι τώρα του αρκούσε για ένα, τώρα είχε πολλαπλασιαστεί. Ο χρόνος είχε απλώσει και η καρδιά του βόγγαγε μέσα στο σούρουπο.
 
Βγήκε η κόρη του και αισθάνθηκε ότι την βλέπει πρώτη φορά. Τόσο όμορφη. Μια μικρή κυρία με τις κατάμαυρες μπούκλες της να ανεμίζουν και να σχηματίζουν μαύρα σύννεφα στο κεφάλι της. Κατακόκκινες φακίδες, σαν πιάτο γεμάτο φράουλες το πρόσωπό της και τα μάτια βαθύ μπλε, με ένα βλέμμα που ήταν το μόνο, που σίγουρα δεν αναγνώριζε. Είχε αλλοιωθεί. 
 
Περπατούσε και το βλέμμα της ήταν καρφωμένο μπροστά. Δεν την ένοιαζε ούτε ο σκύλος που γάβγιζε δίπλα της, ούτε τα κορίτσια που έπαιζαν κρυφτό. Το αγαπημένο της παιχνίδι, γιατί ήξερε να κρύβει τα συναισθήματα της καλύτερα από όλους. Σήμερα δεν τα έκρυβε. Σήμερα δεν είχε. Σήμερα κοιτούσε μπροστά. Είχε ένα στόχο και τον ακολουθούσε χωρίς να μπορεί τίποτα να την αποσυντονίσει. Κοιτούσε μπροστά και έχανε τα γύρω, όπως τα άλογα που φορούν σιδερένιες μάσκες ,για να μην αποσπάται η προσοχή τους ή οι γέροι, που το παγωμένο σώμα τους, δεν τους επιτρέπει παρά μόνο να κοιτάνε ευθεία και χαμηλά.
 
-Πού πας κόρη μου;
– Φεύγω.
-Πρέπει να μου πεις πού πας.
-Δεν ξέρω. Όσο πιο μακριά μπορώ.
-Θα απομακρυνθείς και δεν θα σε βλέπω.
-Μην ανησυχείς. Τα μάτια μου είναι ανοιχτά. Βλέπω μπροστά.
-Ναι, αλλά εγώ ποιος θα είμαι αν δεν σε κοιτώ;
 
Προχωρούσαν και οι δύο αμίλητοι. Η άνοιξη είχε εξαφανιστεί. Ο καιρός ήταν κενός, χωρίς εποχή, χωρίς ώρα, χωρίς μέρα. Τα ποτάμια έβραζαν κόκκινα μέσα σε ένα βαθύ μπλε. Χιόνι από βαθύ μπλε. Το χιόνι έπεφτε ασταμάτητα και ήταν τα μάτια της κόρης του, που τα πατούσε μες στις λάσπες. Αναμνήσεις από το πρώτο “φοβάμαι”,το πρώτο “σ’ αγαπώ” και το πρώτο “μην κλείσεις το φως”.
 
Πέρασαν, έφυγαν και δεν θυμόταν τίποτα. Μόνο η αίσθηση μιας μακριάς, λεπτής γραμμής, που κάποιος την τράβηξε βίαια πριν προλάβει να την δει. Έκανε μια κίνηση να πιάσει το χέρι της. Περπάτησαν έτσι σε όλη την διαδρομή. Τα κράτησαν έτσι σφιχτά, μέχρι το τέλος της διαδρομής. Μετά κοιτάχτηκαν, χαμογέλασαν και τα άφησαν ήρεμα να χωρίσουν. “Χωρίς πολλά πολλά. Έτσι, απλά”.
 
Καλλιόπη Μανδρέκα, 23/3/2017
 
& Το πρώτο μέρος του διηγήματος μπορείτε να το βρείτε στον εξής σύνδεσμο: http://all4fun.gr/columns/who-me/14610-2017-03-09-16-40-17.html
&&Το δεύτερο μέρος του διηγήματος μπορείτε να το βρείτε στον εξής σύνδεσμο: http://all4fun.gr/columns/who-me/14635-2017-03-16-15-10-34.html
 
&&& Το τέταρτο και τελευταίο μέρος θα δημοσιευθεί την Πέμπτη, 30/3/2017

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

Σχετικά Άρθρα

Τελευταία Άρθρα