Είπε κάποτε ένας σοφός, το γοργόν και χάριν έχει, άμε και μπράβο του, ήρθε όμως ένας άλλος σοφός και του λέει, όποιος βιάζεται σκοντάφτει, αμάν ζημιά! Και τώρα; Τι στον κόρακα από τα δυο ισχύει; Να σπας την γκλάβα σου και άκρη να μην βρίσκεις. Σαν τρίτος φιλόσοφος που είμαι τα βάζω κάτω, τα σπάω, τα ενώνω και βγάζω, άμα δε σκοντάψεις το γοργόν έχει χάριν! Του τέστιν νιονιό χρειάζεται, τα άλλα είναι φούμαρα! Μπαίνω στην ιστορία γοργά…
Πρέπει να ήμουν γύρω στα 30 όταν ξημερώματα όπως ήμουν στην τούφα ξύπνησα από ένα τεράστιο μπαμ, μέχρι να σηκωθώ από το κρεβάτι να δω τι γίνεται είχαν μπει 8 άτομα μέσα με όπλα και μου την έπεσαν. Χωρίς να έχω καταλάβει τι γίνεται και ενώ με έχουν σηκώσει προσοχή κάνω μια έτσι όπως ήμουν με την σωβρακοφανέλα και πηδάω από το παράθυρο σπάζοντας το τζάμι! Μαλακίες απ έξω με περίμεναν άλλοι τέσσερεις, τσάμπα κόπηκα σε 18 σημεία. Με έβαλαν μέσα σε ένα φορτηγό και μου έδεσαν τα μάτια.
-Τι έγινε ρε παιδιά που πάμε;
-Σκάσε.
-Να σκάσω αλλά που πάμε; Τι έκανα;
-Είπα σκάσε.
– Για το μαρούλι που χρωστάω στον περιπτερά; Θα τα δώσω ρε παιδιά, δεν ήταν ανάγκη να μπείτε στον κόπο.
Χλαπ! (Καρπαζά)
-Τι βαράς ρε; Ξέρεις ποιος είμαι εγώ; Ξέρεις; Όχι γιατί αν ξέρατε θα έτρεμαν τα πόδια σας αυτή τη στιγμή. Λύστε μου τα χέρια και θα σας κάνω όλους εδω μέσα κυρίες!
Τίποτα, με έγραφαν στα παλιά τους τα παπούτσα, όταν όμως είσαι 30 χρονών το αίμα σου βράζει δε μπορείς να κάτσεις στα αυγά σου, έπρεπε να πάρω την τύχη στα χέρια μου, δε θα περίμενα καρτερικά το τέλος μου. Το σκέφτηκα απ’ εδώ το σκέφτηκα απ’ εκεί και είπα να τα παίξω όλα για όλα και αν πιάσει έπιασε.
-Λοιπόν μάγκες καλά παίξαμε μέχρι εδώ, σας δίνω 30 δευτερόλεπτα να με λύσετε αν όχι σώσον κύριε τον λαό σου.
Πέρασαν τα 30 δευτέρα και δεν με έλυσαν. Το κόλπο δεν έπιασε. Πρέπει να με πήγαιναν κάπου ερημικά γιατί το φορτηγό πήγαινε σαν πουτάνα από τις λακκούβες.
Σταματήσαμε, με έβγαλαν έξω μου έλυσαν μάτια χέρια και βρισκόμουν… Που στο διάολο βρισκόμουν… Δεν είχα ιδέα, ήταν πάντως ερημικά και σκοτεινά. Γύρω μου ήταν 12 άντρες βαριά οπλισμένοι, προς στιγμήν σκέφτηκα να τους αιφνιδιάσω, στο καπάκι σκέφτηκα ότι πάλι μαλακίες σκέφτομαι και το πήρα πίσω.
Άρχισαν να χρησιμοποιούν άσχημα κοσμητικά επίθετα δια το πρόσωπο μου, σπρώχνοντας με για να προχωρήσουμε. Δε φτάνει που ήμουν ημίγυμνος και ξυπόλυτος θέλανε να το πάμε και ποδαράτο, τους πηδάς ή δεν τους πηδάς; Αλλά ήταν πολλοί και ως γνωστών πόσο να πηδήξεις; Μια; Δυο; Τρεις; Οι άλλοι θα μείνουν παραπονεμένοι. Έτσι αποφάσισα να κάνω ότι λένε.
Στο πεντάλεπτο έκανε την εμφάνιση του ένα ελικόπτερο και άρχισαν να πυροβολούν από αέρος μιλάμε η καρδιά έδινε μπουνιές στα βυζιά να βγει έξω, μέσα σε όλο αυτό το χαμό ξέσπασε και καταιγίδα, όχι καρεκλοπόδαρα καναπεδοπόδαρα έριχνε τόσο δυνατή!
-Τι γίνεται ρε; Επειδή βγήκα χθες για τσαντιά; Να την δώσω πίσω την τσάντα στη κωλόγρια αν είναι, διακόσες δραχμές είχε όλες και όλες.
Τίποτα στον κόσμο τους, σφαίρες πήγαιναν και ερχόντουσαν όπου στο τέλος και οι δώδεκα μας άφησαν χρόνους. Μέχρι να καταλάβω αν έχω αφήσει και εγώ χρόνους προσγειώθηκε το ελικόπτερο με έβαλαν μέσα και πούλο.
-Τι έγινε παιδιά που πάμε;
Χλαπ (Καρπαζά)
-Σκάσε.
– Ρε να σκάσω αλλά που πάμε; Μήπως επειδή προχθές έκλεψα στο καφενείο του Σπανού του μυτόγκα στη πρέφα; Να τα δώσω πίσω ρε παιδιά να τα δώσω.
Χλαπ (Καρπαζά)
-Σκάσε.
Καλά αυτόν θα τον πηδήξω ανάποδα έτσι και κατεβούμε, δε την γλιτώνει,
Στην μισή ώρα το ελικόπτερο άρχισε να κάνει νερά, έβγαζε κάτι περίεργους θορύβους, όπως μπουμ, ντουπ, ντουφ και πριν προλάβω να καταλάβω τι συμβαίνει ακούω τον πιλότο να φωνάζει.
-ΜΕΙΝΤΕΙ ΜΕΙΝΤΕΙ, ΜΑΛΑΚΕΣ ΠΕΦΤΟΥΜΕΕΕΕ.
Αρχίσαμε να κάνουμε κύκλους χάνοντας ύψος, επικράτησε πανικός, φωνές προσευχές και να κρατιούνται και οι έξι από όπου μπορούν για να μη πέσουν από την ανοιχτή πόρτα καθότι ήταν στρατιωτικό. Θες ότι μικρός έκανα στις κούνιες γύρω γύρω όλοι; Θες η εκπαίδευση μου από το πεζοδρόμιο; Θες ότι δεν είχε εισακουστεί καμιά προσευχή μου; Ακολούθησα δικιά μου ρότα, λοκάρω βλέμμα σε ένα αντικείμενο του ελικοπτέρου για να μην ζαλιστώ και πέντε δευτέρα πριν συντρίβουμε δίνω μια πηδάω έξω και πέφτω πάνω σε ένα κοκοφοίνικα.
Το επόμενο δευτερόλεπτο ακούστηκε μια τεράστια έκρηξη! Καλή τους ώρα! Και εκεί που πιστεύω ότι την σκαπούλαρα, βλέπω πάνω στο δέντρο δίπλα μου έναν γορίλα. Τρελάθηκα λέω δε μπορεί να συμβαίνει αυτό γαμώ την τύχη μου, βρισκόμουν τουλάχιστον δεκαπέντε μέτρα από το έδαφος ή θα πηδούσα ή θα έμενα και θα με πηδούσε. Με το που πάει να με πιάσει να με… Δίνω μια πηδάω και για καλή μου τύχη πέφτω σε ένα χαμηλότερο δέντρο άνευ ονομασίας, κηπουρός είμαι να τα ξέρω όλα τα δέντρα ρε;
Λαχείο, σκέφτηκα, την γλίτωσα! Όπως ξεφυσάω από ανακούφιση κάνω έτσι και βλέπω δίπλα μου μια τίγρη. Με χεσμένη κάλτσα και απίστευτο άγχος…
-Μουτς μουτς, τι γατάκι είσαι εσύ; Τι γατάκι είσαι εσύ;
– ΓΚΡΙΑΚΚΚΚΚ (Της θειάς σου ο κώλος που θα με πεις γατάκι)
Δεν τρόμαξα, απλώς πέθανα και ξαναγύρισα. Θες όμως όλα αυτά τα χρόνια που με κυνηγούσε η κυρά Μαρία με την παντόφλα να με δείρει και της ξέφευγα; Θες που με κυνηγούσε ο ψιλικατζής στην γειτονιά που τους έκλεβα τσιγάρα; Δίνω μια και πριν προλάβει η τίγρης να μου κάνει τα τρία δύο δίνω ένα πήδουλο πέφτω στο έδαφος και πύραυλος.
Εκεί να δεις τρέξιμο, να λέει η καρδιά σταμάτα μαλάκα θα σκάσω, να απαντάνε τα παπάρια, μη τυχόν θα μας τα κόψει.
Στα δέκα λεπτά και ενώ κινδυνεύω να πεθάνω από καρδιακή προσβολή, πέφτω σε μια λίμνη, σώθηκα σκέφτηκα, όπως πίνω νερό να συνέλθω, πετάγεται ένας κροκόδειλος, θες που τσακωνόμουν μικρός με τον Γιωργάκη; Θες που είχα ένα Τσιουάουα και παίζαμε ξύλο; Τον πιάνω ασυναίσθητα κεφαλοκλειδώματα τον βάζω κάτω από το νερό του δαγκώνω την μύτη και τον αρχίζω σε κάτι βρωμόλογα που δε λέγονται γιατί οι κυρίες του Κολωνακίου θα παρεξηγηθούν, άρχισε να χτυπιέται σα τρελός, μέχρι να καταλάβει τι γίνεται κάνω ένα κατοστάρι πεταλούδα βγαίνω από το νερό και μη τον είδατε.
Το σκοτάδι έσπαγε μόνο από το γεμάτο φεγγάρι, πρέπει να βρισκόμουν ανάμεσα σε ζούγκλα και έρημο δεν είχα ιδέα, οι δυνάμεις μου με είχαν εγκαταλείψει δεν άντεχα άλλο, πάρκαρα σε ένα δέντρο και έκατσα από κάτω να πάρω μερικές ανάσες.
Όπως καθόμουν και τον έπαιρνα… Τον ύπνο, κάτι μου χάιδευε το κεφάλι, κάνω έτσι και είναι μια κόμπρα όχι ρε πούστη μου, λέω, ήμαρτον, επειδή τρόμαξα, τρόμαξε και μου κάνει αμέσως μαρς, θες επειδή παίζαμε πετροπόλεμο στην γειτονιά και τις απέφευγα; Θες επειδή είμαι αίλουρος; Κάνω μια έτσι αποφεύγω την επίθεση την πιάνω και την δένω κόμπο! Έλα όμως που το βλέπουν τα κομπράκια και έρχονται καταπάνω μου, όσο μάγκας και να είσαι, όσο και να μετράει η περπατησιά σου στα ταράφι δε τα βάζεις με δέκα παρεξηγημένα κομπράκια, σηκώνομαι πάνω και αρχίζω να τρέχω, αυτά όμως πλησιάζουν, συνεχίζω να τρέχω αλλά με φτάνουν, εδώ είμαστε λέω, όλα για όλα, τρέχω τρέχω τρέχω, πλησιάζουν, τρέχω, τρέχω, τρέχω, φτάνουν σε απόσταση αναπνοής και….……….……………………… Ξύπνησα! Δε ξανά τρώω ρεβίθια στην φυλακή τέλος.
Και μην ακούσω ότι δεν είναι αληθινή η ιστορία, πόσα όνειρα δεν έχουν βγει αλήθεια;
Ο μάγκας είναι ένας από όλους αυτούς τους ανώνυμους <<ήρωες>> που γεννηθήκαν σε μια φτωχογειτονιά του Πειραιά στα μέσα του 1940. Ένας από όλους αυτούς που για να επιβιώσει έπεσε στην αλητεία, την κλεψιά και την πονηρία, συνάμα όμως έμαθε την μπέσα, την τιμή και την αξία του λόγου. Τώρα που γέρασε μας αφηγείται μέσα από την φυλακή στιγμές από την ζωή του!
V-Sam