Ξαδελφούλη αυτή η ιστορία έχει πολύ μπιραλάχ μέσα και λέω μπιραλάχ γιατί έπεσα στο σορόπι μιας προσφυγοπούλας από την μικρά Ασία την Λούλα. Πω πω η Λούλα, φωτιά, ηφαίστειο, δυναμίτης, περπατούσε και όλος ο μαχαλάς ξερογλειφότανε να πέσει στο βλέμμα της!
Κατά το έτος 1971 που περπατούσα στα εικοσιτέσσερα μου χρόνια και είχα φτιάξει και το όνομα μου στην πιάτσα, ότι είμαι ξηγιάρης, αλανιάρης, απατεώνας με τιμή. Και εξηγώ τι εννοώ με τιμή, δεν έκλεβα ποτέ άνθρωπο που δεν τα είχε, αλλά άμα τα είχε τον ξεβράκωνα, καθότι και διότι θα πήγαινε να βάλει τα άλλα, σωστός; Σωστός και δίκαιος. Γιατί ρε κύριε να τα έχεις όλα εσύ; Δώσε κάτι, δε δίνεις; Δε πειράζει θα στα πάρουμε εμείς να τα σπρώξουμε στην αγορά, καθότι το χρήμα πρέπει να γυρίζει, μαζί σου θα τα πάρεις;
Ένα μεσημεράκι χειμωνιάτικης κυριακής που πίναμε στο Πασαλιμάνι κάτι τσίπουρα στο καφενέ του Στουπίδη, περνάει από έξω ο ήλιος ο ίδιος, προσωπάρα απίστευτη, σαρκώδη χείλι ,μυτούλα γαλλική, 1,75 ύψος, μαύρο ίσιο μαλλί, στήθος Παρνασσός, κώλος Όλυμπος, κορμί Έβερεστ! Παθαίνω τριπλό εγκεφαλικό, διπλό μπάι μπας, μονό έμφραγμα! Πέντε λεπτά έκανα να συνέλθω! Με τα πολλά κάποιος στην παρέα μου έριξε ραπόρτο.
-Όνομα Λούλα, επίθετο Μπουρδόγλου, ήρθε πριν τρεις μήνους με γονείς από Τσεσμέ! Μένει τρία στενά κάτω από σένα! Πολύ σνομπ, δε κοιτάζει, δε μιλάει σε κανέναν! Πατέρας με μπαγιόκο καλό, μάνα νοικοκυρά!
-Που τα ξέρεις όλα αυτά ρε Τάκη;
-Ο Τόλης προσπάθησε να την διπλαρώσει αλλά έσπασε τα μούτρα του.
-Δηλαδή;
-Τίποτα μηδέν εις το πηλίκο.
Άκου τώρα πως έγινε η φτιάξη για να πιάσω κουβέντα με την Λούλα. Αν πήγαινα με τον γνωστό τρόπο τον μάγκικο δε θα έπιανε. Δε κοκκινίζω να το πω, ην παρακολουθούσα ένα μήνα, κάθε μέρα έβγαινε βόλτα με την Μίνυ , ένα σκυλάκι ήταν δεν ήταν πέντε κιλά! Σχέδιο πρώτο!
-Τι είναι αυτό ρε παλιόπαιδο;
-Μάνα πρέπει να γίνουμε φιλόζωοι.
-Δε θέλω τρίχες στο σπίτι, πάρε το από εδώ.
-Μάνα ξεκόλλα, ήρθε η ώρα να αλλάξω δρόμο, μέσα από τα ζώα θα αγαπήσω τους ανθρώπους!
-Ποιος το λέει αυτό;
-Πήγα σε ψυχολόγο.
-Παπάρια πήγες!
-Μάνα σε παρακαλώ!
-Ρε κωλόπαιδο πάλι ναρκωτικά έχεις κάνει;
-Μάνα μίλησα! Πήγα σε ψυχολόγο μου είπε να πάρω σκύλο. Τον βρήκα στα σκουπίδια και τον μάζεψα, θα γίνουμε άνθρωποι τέλος! Θα τον κρατήσουμε και το όνομα του θα είναι Μίκη, όχι θα γίνω ρόμπα, θα με πάρουν στο ψιλό, θα τον πούμε…
-Κυριάκο!
-Γιατί Κυριάκο;
-Έτσι έλεγαν τον πατέρα σου, να έχω κάτι να τον βρίζω! Πήγαινε κάνε το ένα μπάνιο σκυλοβρωμάει τσίκνα!
Και το όνομα αυτού Κυριάκος! Αλανιάρης, δέκα κιλά κατάμαυρος με κοντή τρίχα, μακριά μουσούδα και μια ουρά που κουνιόταν όλη την ώρα σαν έλικας!
Για μια εβδομάδα του έκανα εκπαίδευση να με συνηθίσει, είχαμε όμως προβλήματα στο σπίτι. Ανέβαινε συνέχεια στο κρεβάτι και κοιμόταν μαζί μου, τον κατέβαζα και το πρωί τον έβλεπα πάλι πάνω. Τον έβγαζα τιμωρία στην αυλή αλλά η κυρά Μαρία που το έπαιζε δύσκολη πήγαινε και τον έβαζε μέσα, τον λυπόταν. Άσχετα που τον έβριζε από το πρωί μέχρι το βράδυ γιατί είχε το όνομα του πατέρα μου!
Τέσπα, πολύ μπλα μπλα έπεσε. Προχωράω. Του βάζω λουράκι έγχρωμο τον παίρνω και πάμε στο πάρκο που πήγαινε η Λούλα την Μίνυ της. Μόλις φτάνω αφήνω από το λουρί τον πατέρ… τον Κυριάκο και πάει βολίδα να μυρίσει τον κώλο της Μίνυς! Αγόρι μου, ίδιος ο πατέρας σου! Τρέχω φοβισμένος ότι δήθεν μου έφυγε από το λουράκι και αρχιζω το μπλα μπλα για το πόσο όμορφα είναι τα ζώα, η φύση, η θάλασσα και τα τρία πουλάκια που κάθονται! Είχα και χαρτάκι να μαζέψω τα κακά του σκύλου, όχι παίζουμε! Η παιδεία στο μεγαλείο της! Το έχω, ότι το έχω το έχω! Άμα θέλω το έχω!
Α ρε πούστη μου! Δε θέλω να περιαυτολογώ αλλά την σακάτεψα, σε δέκα μέρες έπεσε στο αγαπητιλίκη μου. Μπλέξαμε τα μπούτια μας! Κυρία η Λούλα αλλά το πρώτο το έφαγε στα βραχάκια της πειραϊκής, άσχετα που δεν βολευόμουν γιατί ένα βραχάκι μου έμπαινε στον κώλο. Αλλά τι να της έλεγα; Σταμάτα να πάμε λίγο δίπλα; Επιτρέπεται; Δεν επιτρέπεται!
Όλα πήγαιναν καλώς, αλλά το έχουμε ξαναπεί, ο κόσμος είναι ζηλιάρης και κάποιος ρουφιάνος της σφύριξε ότι δεν δουλεύω στο λιμάνι όπως της είχα πει και της αμόλησε το παρελθόν μου!
-Χωρίζουμε!
-Μη μου λες τέτοια θα βαρέσω το κεφάλι μου στον τοίχο.
-Βάρεσε το.
-Για μαλάκες ψάχνεις;
-Δε μου αρέσουν οι απατεώνες!
-Θα αλλάξω ζωή για σένα! (Αλλάζει ο άνθρωπος;)
-Θα αλλάξεις;
-Ναι.
-Από αύριο πιάνεις δουλειά!
-Κάτσε να βρω πρώτα!
-Θα πας στου πατέρα μου την επιχείρηση!
-Ποιος ήρθε;
Ο πατέρας της μόλις είχε ανοίξει αποθήκη με ανταλλακτικά αυτοκινήτων, με έβαλε στην αποθήκη και με ξέσκισε! Είχα πάει σαν φίλος της Λούλας αλλά όπως πάντα κάποιο πουλάκι του σφύριξε ότι τα είχα μπλέξει με την κόρη του και τι έκανε ο μάγκας; Με έβαζε να δουλεύω όλη την εβδομάδα από τις 7 το πρωί μέχρι τις 10 το βράδυ και από δουλειά; Ασταμάτητο κουβάλημα! Πουτάνα αγάπη τι με βάζεις και κάνω; Αλλά Λούλα ήταν αυτή έπρεπε να κάνω υπομονή!
Τρεις φορές έκανα να τα παρατήσω, τρεις φορές η Λούλα απείλησε με χωρισμό. Στους τέσσερεις μήνους είχαμε βγει 5 φορές βόλτα, δεν είχα δυνάμεις ούτε να περπατήσω. Ερχόταν σπίτι να κάτσουμε και στο δεκάλεπτο ροχάλιζα, δυνάμεις για σεξ; Ούτε για αστείο!
Η κυρά Μαρία καμάρωνε που ο γιος της είχε πάρει τον ίσιο δρόμο.
Είδα και από είδα πήγα και τον έπιασα!
-Κυρ Μπάμπη, δεν αντέχω άλλο!
-Τι εννοείς;
-Δουλεύω κάθε μέρα πάρα πολλές ώρες.
-Άμα δεν δουλέψεις τώρα που είσαι νέος πότε θα δουλέψεις;
-Χρειάζομαι ελεύθερο χρόνο! Ούτε ρεπό δεν έχω πάρει. (Ρε μαλάκα με έχεις πηδήξει πατόκορφα)
-Αυτά τα είπαμε, ο πρώτος καιρός είναι δύσκολος να στήσουμε το μαγαζί.
-Ρε κυρ Μπάμπη τι δεν καταλαβαίνεις χρειάζομαι ελεύθερο χρόνο.
-Ρε αλητάμπουρα τι νομίζεις θα σε αφήσω να μου πηδάς την κόρη; Εδώ θα αφήσεις τα κόκκαλα σου, δεν έμαθα για σένα νομίζεις; Ένας αλήτης είσαι αλλά ξέρεις κάτι; Τέσσερεις μήνες που σε έχω εδώ σε πηδάω εγώ και το χαίρομαι.
Μάγκα όσο καλό παιδί με τιμή και να είσαι, όσο στην καψούρα να έχεις πέσει, η προσβολή ήταν μεγάλη, τον τέντωσα στην φάπαμ του έριξα και τα μπινελίκια του και έφυγα κύριος!
Την άλλη μέρα του έστειλα δυο τζίνια πως αν πάει στην αστυνομία θα του το κάψουν.
Η Λούλα ήρθε να μου ζητήσει τον λόγο, προσπάθησα με το καλό να της εξηγήσω αλλά με είχε πιάσει στο μπίρι μπίρι και δεν σταματούσε το μοτεράκι με τίποτα, δεν άντεξα, την έστειλα εκεί που θα πάω όταν πεθάνω και άντε γεια.
Μπορεί να έχασα την Λούλα αλλά μου έμεινε ο Κυριάκος, που έμελλε να μου τυραννάει την ζωή για τα επόμενα χρόνια! Τρεις φορές την ημέρα ήθελε το κωλόσκυλο βόλτα και ύπνο στο κρεβάτι κολλητά, άσε που άμα κουνιόμουν μου δάγκωνε το πόδι, το κωλόσκυλο! Ξυπνητήρι, ήταν η γλώσσα του στην μούρη μου!
Παρότι ήταν κωλόσκυλο, ούτε γκόμενα δεν αγάπησα όσο αυτό! Τελικά αν δεν πάρεις έστω μια φορά στην ζωή σου σκύλο δε θα καταλάβεις ποτέ τι σημαίνει πραγματική αγάπη!
Τον έπαιρνα παντού μαζί, είχε γίνει η μασκότ της παρέας ακόμα και σε μπούκες τον περνάμε! Όταν πέθανε, έτσι δεν έκλαψα ούτε για άνθρωπο!
Και όλα αυτά τα λέω γιατί σαν σήμερα τον βρήκα τον Κυριάκο. Ήταν 17 Ιανουαρίου του 1971! Καλή του ώρα εκεί που είναι! Αν είναι, αν υπάρχει κάπου που πάμε…
Ο μάγκας είναι ένας από όλους αυτούς τους ανώνυμους <<ήρωες>> που γεννηθήκαν σε μια φτωχογειτονιά του Πειραιά στα μέσα του 1940. Ένας από όλους αυτούς που για να επιβιώσει έπεσε στην αλητεία, την κλεψιά και την πονηρία, συνάμα όμως έμαθε την μπέσα, την τιμή και την αξία του λόγου. Τώρα που γέρασε μας αφηγείται μέσα από την φυλακή στιγμές από την ζωή του!
V-Sam