21.7 C
Athens
Κυριακή, 18 Μαΐου, 2025

Ιστορίες ενός μάγκα 14

Τις γιορτινές μέρες πέφτω στη μαυρίλα, όχι μόνο τώρα που είμαι κάγκελο αλλά και όταν ήμουν έξω που έκανα τα δικά μου, τις φούμες μου, τις απατεωνίτσες μου, τις κλεψιές μου, τις κλωτσές μου, τα αγαπητιλίκια μου, τα πατηριλίκια μου και όλα αυτά που κάνει ένας άντρας που σέβεται τα παντελόνια που φορά.

Η ζωή αδελφάκι είναι ένας δρόμος με εμπόδια, αν είσαι κοτόπουλο κάθεσαι στην αρχή τα κοιτάς και λες φιλοσοφίες του κώλου, αν έχεις μπολς παίρνεις φόρα και όποιον πάρει ο Χάρος. Η ζωή είναι ένα παιχνίδι, όταν πέφτεις σηκώνεσαι και συνεχίζεται, αν δεν σηκωθείς the game is over! Τι γραφώ πάλι ο πούστης!

Καθώς περπατούσα τα σαρανταδυό, την ημέρα των Χριστουγέννων βρισκόμουν για ζάρια στο καφενέ του Μπίκουλα και γνώρισα μια γκαρσόνα την Λούλα! Λούλα όνομα και πράμα η δικιά σου! Σαραντάρα, περπατόγκα, ψημένη, 1,80 90 κιλά αλλά τα είχε παντού το τούμπανο, εντάξει είχε κάτι ξύγκια που έβγαιναν αριστερά δεξιά αλλά αγαπητέ η καψούρα αυτά δε τα κοιτά και εγώ έπεσα εκεί στον πυρετό της!

Όπως έριχνα τα κόκκαλα όλο και μου έριχνε κάτι λοξές ματιές, στην αρχή δεν έδωσα σημασία καθότι και διότι έχανα καμιά κατοστάρια χιλιάδες που είχα βγάλει από μια μπούκα σε κάτι αποθήκες στην παλιά κοκκινιά.

Το ποτό όμως όταν τσουλήσει στην φλέβα κάνει τα δικά του, μετά το πέμπτο, την φιλοσόφησα την φτιάξη και είπα εσωτερικός, δε γαμιέται τα λεφτά είναι για να φεύγουν, σήμερα έχασα αύριο θα κερδίσω και αν δεν κερδίσω θα κλέψω!

Πάνω στην φιλοσοφία, τσακ ένα ουίσκι κερασμένο από την Λούλα. Να μη τα πολύ λέμε και τα κουράζουμε πάλι, ρίξαμε κάτι ματιές, κάτι γελάκια, κάτι σούξου μούξου στο μουλωχτό μη μας πάρουν γραμμή οι άλλοι μαχαλόμαγκες που την ζαχάρωναν και γίνει εκεί μέσα το έλα να δεις και έκατσε το 13αρι.

Όπως έφευγα μου ρίχνει στην τσέπη ένα χαρτάκι, βγαίνω έξω το βγάζω και τι ήταν; Το τηλέφωνο της.

Δε μ’ αρέσει να μιλάω περί προσωπικού αλλά της τραβούσα τις γυναίκες σαν βεντούζα και ειδικά τις περπατημένες, γιατί η Λούλα το είχε περπατήσει το μονοπάτι της νύχτας! Στο πρώτο ραντεβού έμαθα πως μόλις είχε χωρίσει από τον Μηνά τον Γκαστόνε το πρώτο κατσαβίδι της Τρούμπας και τον έλεγαν Γκαστόνε γιατί με τόσους εχθρούς που είχε θα έπρεπε να ήταν βόλτα στην κόλαση αλλά ο άτιμος ζούσε και βασίλευε.

-Δηλαδή φοβάσαι που τα είχα με τον Μηνά;

-Εγώ δε φοβάμαι τίποτα.

-Ναι αλλά μόλις στο είπα άλλαξες πέντε χρώματα.

– Η ζέστη θα με πείραξε.

-Ποια ζέστη; Πέντε βαθμούς έχει.

-Ναι αλλά με εσένα δίπλα μου νιώθω να φλέγομαι.

-Λες αλήθεια;

-Μάρτυς μου ο διάολος.

-Ο θεός θέλεις να πεις.

-Αγάπη εγώ έχω νταραβέρι με τον διάολο, θες να ορκιστώ σε λάθος θεό;

-Τι μάγκας που είσαι! Τα λόγια σου με μέθυσαν!

– Το έκτο κονιάκ που ήπιες θα φταίει!

– Τι είπες;

-Λέω που να δεις έκτος από τα λόγια και τα έργα!

-Δείξε μου λοιπόν μάγκα, τι περιμένεις;

Τι ήταν να πει δείξε μου, την βουτάω την πλακώνω στα μαστόρικα γλωσσόφιλα, τις σκίζω απότομα τα ρούχα, την ξεβρακώνω, μουλιάζω με την γλωσσά μου κάθε σπιθαμή του κορμιού της και μόλις βλέπω τις ρώγες της να έχουν πιστολιάσει, λέω, έτοιμο το μωρό, κατεβάζω παντελόνι, η κάνουλα είναι ήδη στη διαπασών, σημαδεύω… και τσακ παρ’ το μέσα και η Λούλα να σπαρταράει σα το ψάρι, αμέ και πως!

Από εκείνη την νύχτα γίναμε αχώριστοι, όλο βόλτα και πιστόλι ήμασταν! Στο τυφλοποντικάτο όμως καθότι ήταν πρώην του Μηνά!

Ρε αδελφέ η ζωή είναι πόρνη, όταν είσαι ευτυχισμένος αργά η γρήγορα κάτι θα σου κάνει να στην σπάσει. Στο δίμηνο πάνω ενώ είχε δέσει το γλυκό, είχαμε βρει και τις κρυψώνες μας και την περνούσαμε τσίλικα, εκεί που προχωρούσαμε ένα βράδυ μου ρίχνει το μούσμουλο.

-Θέλω να σπάσουμε.

-Γουάτ ε φακ;

-Μάγκα καλύτερα να το διαλύσουμε.

-Ρε Λούλα μέχρι χθες μου έλεγες ότι δεν μπορείς χωρίς έμενα.

-Ήταν λόγια της τάβλας.

-Της καύλας εννοείς;

-Πες το και έτσι.

-Λούλα έγινε κάτι;

-Όχι. Σε ευχαριστώ πέρασα όμορφα, γεια. Μην με ψάξεις.

Μου έριξε ένα στο μάγουλο και μ’ άφησε μπουκάλα.

Μαλάκα εκεί να δεις κλάμα ο μάγκας στο σπίτι, τρία μερόνυχτα έκλαιγα σαν πιτσιρίκος που την πήρα τον γλειφιτζούρι.

-Βρε παλιόπαιδο γιατί κλαις τι έκανες;

-Άσε μας ρε μάνα.

-Τι έκανες βρε κωλόπαιδο σκότωσες κανέναν;

-Άσε μας ρε μάνα λέμε, 42 χρονών είμαι τι με ζαλίζεις;

-Η μάνα σου είμαι αν δεν νοιαστώ εγώ ποιος θα νοιαστεί; Έλα να σε πάρω αγκαλιά… σκάσε μη διαμαρτύρεσαι, θυμάσαι όταν ήσουν μικρός που σου έκανα τα μαλλάκια; Να έτσι, κούτσι κούτσι κούτσι.

Να έχω τον πόνο μου να έχω και την μάνα μου να με ταχταρίζει.

– Με χώρισε στα ξαφνικά η γκόμενα.

-Ξαφνικά;

-Ναι.

-Βρήκε άλλον.

-Αποκλείεται.

-Είναι άλλος στην μέση.

-Είπα όχι.

-Σκάσε. (φαπ)

-Τι βαράς ρε μάνα;

-Να μάθεις να ακούς την μάνα σου παλιόπαιδο, έχω γιουβαρλάκια θες;

Πήγα το βράδυ κάτω από το σπίτι της Λούλας και την έστησα σκοπός, την δεύτερη μέρα τι να δω; Την έφερε σπίτι ο Γκαστόνε! Αμάν αδελφέ τρελάθηκα, μου γύρισαν τα μάτια, ήθελα να βγάλω την πεταλούδα να τον στείλω στον άλλο κόσμο αλλά Γκαστόνε ήταν αυτός πας έτσι εύκολα; Δεν πας.

Έπεσαν και κάτι δικοί μου καλοθελητές ένα βράδυ στο καφενείο που ήξεραν ότι τραβιόμουν με την Λούλα και με άρχισαν στο παρήγορο.

-Δε πειράζει, ξέχασε την, μην μπλέξεις με τον Γκαστόνε, είναι βαρβάτος μάγκας θα σε φάει λάχανο.

Αυτό ήταν, πίνω καμιά δεκάρια δυναμίτες και πάω καρφί στο μαγαζί που σύχναζε ο Γκαστόνε, μπαίνω μέσα και τον βλέπω με την Λούλα!

-Ρε χαμούρα μου έφαγες την Λούλα; Ξεκίνα τα πατερημόνια!

Αυτό ήταν μάγκα μου με την πρώτη κουτουλιά που του ρίχνω πέφτουν πάνω μου και με πάνε κλοτσοπατινάδα καμιά δεκαριά δικοί του, κατέληξα στο Τζάνειο μισοπεθαμένος και με αμνησία!

Την Λούλα μπορεί να την έχασα το θαύμα όμως έγινε! Βγήκε στην πιάτσα ότι την έπεσα μόνος στον Γκαστόνε και από τότε άρχισαν όλοι να με σέβονται δυο φορές παραπάνω. Αποτέλεσμα; Μετά από έξι μήνες η Λούλα να έρθει γονυπετής να τα ξαναβρούμε! Αλλά σαν μάγκας που ήμουν την έστειλα για βρούβες γιατί τότε τα είχα μπλέξει με την Σούλα και ο Γκαστόνε; Μόκο! Άλλα μαγκιά ο δικός σου, έλα και τρελαίνομαι λέμε!

Μπορεί να ήμουν πουτανιάρης αλλά είχα και έναν εγωισμό, την έστειλα από εκεί που ήρθε!

Σκύλα ζωή πως τα φέρνεις από εδώ, πως τα φέρνεις από εκεί, πάντα μας εκπλήσσεις!

Ο μάγκας είναι ένας από όλους αυτούς τους ανώνυμους <<ήρωες>> που γεννηθήκαν σε μια φτωχογειτονιά του Πειραιά στα μέσα του 1940. Ένας από όλους αυτούς που για να επιβιώσει έπεσε στην αλητεία, την κλεψιά και την πονηρία, συνάμα όμως έμαθε την μπέσα, την τιμή και την αξία του λόγου. Τώρα που γέρασε μας αφηγείται μέσα από την φυλακή στιγμές από την ζωή του!

V-Sam

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

Σχετικά Άρθρα

Τελευταία Άρθρα