29.5 C
Athens
Παρασκευή, 23 Μαΐου, 2025

Ιστορίες ενός μάγκα 13

Αμάν αδελφάκι ήρθε αυτή η στιγμή που φοβόμουν, δεν έχω καμιά έμπνευση για το τι θα γράψω, όχι ότι τέλειωσαν οι ιστορίες της ζωής μου, έχω μπόλικες αλλά καμιά δεν με εκφράζει την δεδομένη στιγμή, νιώθω το μυαλό μου εντελώς μπερδεμένο, προσπαθώ να σκεφτώ κάτι και μόλις το βρίσκω αμέσως πετάει σε άλλες σκέψεις. Αυτοί  οι τέσσερεις τοίχοι της φυλακής έχουν αρχίσει να μου παίρνουν το μυαλό.

Κάποτε νόμιζα ότι φυλακή υπάρχει μόνο μέσα στο μυαλό μας, μαλακίες άμα σε χώσουν σε ένα κελί καμιά δεκαριά χρόνια ξεχνάς και τις φιλοσοφίες και όλα. Όσο σκληρός και να είσαι υπάρχουν στιγμές που θα γονατίσεις, θα λυγίσεις, όπως είπε και ο μεγάλος Στράτος, άνθρωπος είσαι και λυγάς!

Εκεί όμως που είσαι έτοιμος να αποδεχτείς την μοίρα σου υπάρχει κάτι ακόμα χειρότερο από την φυλακή, η ελπίδα, ναι η ελπίδα, χωρίς αυτήν θα ήσουν πιο ήρεμος γιατί δεν θα είχες τίποτα να περιμένεις, ενώ τώρα πάντα ελπίζεις ότι κάτι θα αλλάξει, σε κάνει να μετράς τις μέρες τις ελευθερίας σου ή ότι κάτι θα γίνει ξαφνικά και… Τις περισσότερες φορές πεθαίνεις χωρίς να γίνει τίποτα… είναι ξελογιάστρα η πουτάνα ελπίδα.

Τίποτα καλύτερο από ένα τσιγάρο, ο μόνος φίλος που καίγεται για σένα και δεν μιλάει, αν δεν είχα και αυτό δεν ξέρω πως θα την έβγαζα.

Μεγάλο παιχνίδι η ζωή και εμείς τα πιόνια του, η παγίδα κρύβεται πως στα παιχνίδια αν κάνεις λάθος συγχωρείτε στην ζωή όχι. Έτσι μου έρχεται να βάλω μια μεγάλη φωτιά και να καώ ολοκλ… φωτιά είπα; Η Φώφη! Άλλο μεγάλο κεφάλαιο! Φωφάρα όνομα και πράγμα!

Περπατούσα στα 22 τσαγλαναρία από τις πρώτες, έτυχε ένα απόγευμα να πάμε με κάτι μακαντάσηδες Κερατσίνι μεριά να κάνουμε λίγο χάζι και να αράξουμε σε καμιά πλατεία. Εκεί έσκασαν μύτη κάτι κορίτσα, γνωστά του ενός, η μια μου κίνησε το ενδιαφέρον. Όνομα Φώφη, ύψος χαμηλό, στήθος στρουμπουλό, κώλο στο θεό, ηλικία 20, χαρακτήρας γκομενίτσα περιωπής, μη μου άπτου και έτσι.

Δε ξέρω γιατί αλλά ο διάολος πάντα με έβαζε να μπλέξω με μη μου άπτου και έτσι.

Να μη τα πολύ μπλαμπλαδιάζουμε. Μου είπε ο μακαντάσης ο φίλος που την ήξερε, ελεύθερη αλλά δύσκολη. Δύσκολη; Είπε δύσκολη στον δάσκαλο του έρωτα; Αμάν το έβαλα δυο φορές σκοπό να την ρίξω. Μέχρι εκείνη την στιγμή απλώς ήθελα να φλερτάρω και ότι έρθει, όταν μου είπε δύσκολη ήταν σα να με έριχνε σε αγώνα επιβίωσης.

-Το ονοματάκι σας;

-Φώφη!

-Θα ήθελα να σας ξαναδώ.

-Τι μου λέτε μεγάλη μου τιμή.

-Και δικιά μου. Μου κάνατε μεγάλη εντύπωση.

-Καλά θα το σκεφτώ.

Και τι έκανε το φρόκαλο; Γύρισε από την άλλη και με πόρδευσε δεν μου ξαναμίλησε. Αμάν ζημιά στον εγωισμό μου. Λωλάθηκα, το έβαλα σκοπό ζωής να την ρίξω στο κρεβάτι και μετά να την παρατήσω, να πέσει στα πατώματα για πάρτη μου, όχι τίποτα αλλά με είχε κάνει ρόμπα ξεκούμπωτη μπροστά στους δικούς μου, από τότε με έπιασαν στο ψιλό.

Έμενα είναι μη μου κολλήσει κάτι, έτσι και μου κολλήσει θα κινήσω γη ουρανό μέχρι και διάστημα αλλά θα το καταφέρω.

Ξεκινώ το σχέδιο. Μαθαίνω διεύθυνση και την στήνω από κάτω. Βγαίνει από το σπίτι, εγώ περνάω από εκεί τυχαίος και την αρχίζω στο τσιλιμπουρδιστήρι, βρε καλό μου, βρε χρυσό μου και τι ωραία σύμπτωση και να βρεθούμε καμιά μέρα και…. Έφυγε, μαλάκα έφυγε! Με έγραψε δεύτερη φορά. Ποιον; Εμένα τον κουστουμάτο, τον αλανιάρη, τον άντρακλα που έχει μεγαλώσει με μπέσα και αντρίλα.

Καψουρεύτηκα! Δε ντρέπομαι να το πω, είμαι άντρας και κυλάει αίμα στις φλέβες μου. Εκεί που το πήγαινα για εκδίκηση έπεσα στο σορόπι.

Έλα όμως που η Φωφάρα ήταν αλλουνουύ παπά ευαγγέλιο δέκα φορές βρέθηκα <<τυχαία>> μπροστά της, σε παρέα, σε μαγαζί τίποτα.

Με είδε ο φίλος που πονούσα και μου πέταξε λόγια παρηγοριάς.

-Είναι μεγάλο ψωνάκι, άμα ο άλλος δεν έχει ματζαβά και ρόδα δεν του δίνει ούτε σάλιο για γραμματόσημο.

-Και γιατί δε μου το είπες από την αρχή ρε;

-Ε δεν περίμενα να σε κάνει σταφίδα.

Ούτε ρόδα είχα ούτε φράγκα, αναγκάστηκα να την ξεχάσω και η ζωή μου είχε πάρει πάλι την πορεία της. Έλα όμως που όταν ο διάολος σε έχει βάλει στόχο θα στην κάνει την δουλειά. Ένα βράδυ μετά από κάτι μήνες έτυχε να την πετύχω να περπατάει μόνη κοντά στην γειτονιά μου μιλάμε καγκέλωσε η τρίχα δεν ήμουν προετοιμασμένος για τέτοια φάση, έκανα να της μιλήσω αλλά κρύφτηκα. Θυμήθηκα τα λόγια του αδελφού, θέλει ρόδα και φράγκα.

Καθώς ήμουν κρυμμένος και με διέσχισε τι έκανε ο διάολος; Καλά ο διάολος είναι πολύ πούστης, μεταξύ μας, ρίχνει το βλέμμα μου στην βέσπα του Θόδωρα του μπάτσου που έμενε στην γειτονιά μου και ήταν στην ασφάλεια.

Ο Θόδωρας την άφηνε ξεκλείδωτη καθότι μεγάλο μούτρο δεν τόλμαγε κανένας να την ακουμπήσει γιατί ήξερε ότι αν τον πιάσουν μετά θα τον κλάψει όχι μόνο η μάνα του αλλά όλο του το σοι. Σκέψου σε όλες τις μοτοσυκλέτες ανέβαιναν γάτες στου Θόδωρα τίποτα κλασιμέντο.

Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα. Η την δανειζόμουν για λίγο να της πουλήσω μούρη ή καθόμουν στα αυγά μου και με έτρωγε που δεν την δανείστηκα να της πουλήσω μούρη.

Ρε η ζωή θέλει τρέλα, πάω την βάζω μπροστά και τσουλάω για την Φώφη. Σταματάω δίπλα της και κοίτα που τσίμπησε το μωρό και σελώθηκε να την πάω σπίτι, ένιωθα άρχοντας, θα την πλάκωνα και στο παραμύθι και σε δυο μέρες θα την είχα στο κρεβάτι μου και μετά…

Ίου ίου ίου! Στον άγιο Διονύση με περικύκλωσαν πέντε μοτοσυκλέτες και δυο καρούμπαλα και πριν προλάβω να καταλάβω τι γίνεται έρχεται ο Θόδωρας μπροστά μου και αδελφάκι μου κουτσούλιασα.

-Κατέβα!

– Συγγνώμη αλλά τι έκανα; Νομοταγής πολίτης είμαι.

– Ρε κατέβα!

– Συγγνώμη Φώφη, μάλλον κάποιος έλεγχος θα είναι. (πω πω ξεφτιίλα που θα γίνω).

Με πήγε στα δέκα μέτρα και εκεί που είναι έτοιμος να σηκώσει το χέρι να με κάνει αλοιφή του λέω.

-Κύριε Θόδωρα στον λόγο μου την πήρα για λίγο ίσα ίσα να πάω αυτή την γκομενίτσα σπίτι για να την ρίξω γιατί χωρίς ρόδα και χρήματα δεν πέφτει με τίποτα, στον λόγο μου σε μισή ώρα θα την έφερνα πίσω, ποτέ δε θα έκλεβα την βέσπα σας η καψούρα με οδήγησε να κάνω αυτό το λάθος. (Να βάλω μπροστά την βέσπα κάτω από το σπίτι σας και όχι στο επόμενο στενό).

-Την γουστάρεις ρε;        

-Σα τρελός!

Και τι έκανε ρε μάγκες; Πήγε στη Φώφη της ζήτησε συγγνώμη πως έκαναν έναν τυπικό έλεγχο και με άφησε να την πάω σπίτι κύριος με την βέσπα!

Μπορεί τελικά την Φώφη να μη την πήδηξα αλλά εκεί κατάλαβα πως άνθρωποι υπάρχουν σε όλα τα στρατόπεδα, από τότε ο Θόδωρας είχε κερδίσει τον σεβασμό μου, ούτε εγώ δεν ξέρω αν θα φερόμουν τόσο μπεσαλίδικα! Να σαι καλά Θόδωρα και καλή σου ώρα όπου ναι να σαι!

Ο μάγκας είναι ένας από όλους αυτούς τους ανώνυμους <<ήρωες>> που γεννηθήκαν σε μια φτωχογειτονιά του Πειραιά στα μέσα του 1940. Ένας από όλους αυτούς που για να επιβιώσει έπεσε στην αλητεία, την κλεψιά και την πονηρία, συνάμα όμως έμαθε την μπέσα, την τιμή και την αξία του λόγου. Τώρα που γέρασε μας αφηγείται μέσα από την φυλακή στιγμές από την ζωή του!

V-sam

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

Σχετικά Άρθρα

Τελευταία Άρθρα