16.5 C
Athens
Τρίτη, 25 Μαρτίου, 2025

Ιστορίες ενός μάγκα 12

Το ποντίκι είναι ζωών παρεξηγημένο και εξηγώ για να μην παρεξηγηθώ. Η μαμά ποντικίνα γεννάει από επτά μέχρι δέκα ποντικάκια, ο αλήτης ο ποντικός  δε την πολύ βρίσκει με την δουλειά και του αρέσει να πηγαίνει από εδώ και από εκεί και να κάνει τις κουτσουκέλες του. Η μαμά ποντικίνα καθότι μάνα και η μάνα είναι ιερό πράγμα σαν την κυρά Μαρία θεός χωρέστην, τα βυζαίνει μέχρι να ανεξαρτητοποιηθούν, όμως μέσα σε όλη αυτή την περίοδο πρέπει να τα αφήνει μόνα τους  και να βγαίνει στο σκοτάδι, καθότι έχει και πολλούς εχθρούς, να βρίσκει φαγητό να τρώει  αλλιώς θα της κοπεί το μιλκ, ξέρουμε και αγγλικά, αμέ. Βλέπεις ο αλήτης ο ποντικός δε νοιάζεται καθόλου να φέρει χρήματα ή φαγητό στο σπίτι, το μόνο που τον νοιάζει είναι η πρέφα και το μπαρμπούτι.

Δημοσιογράφε δε μου τα κάνεις 60 ευρώ την ιστορία; Ξέρω τι σκέφτεσαι που κολλάει τώρα αυτό, άμα δε κολλάει αυτό ρε λιμοκοντόρε, ποιοι θα κολλάει; Δώσε κίνητρο στον συνεργάτη σου να θυμηθεί περισσότερες ιστορίες από το παρελθόν του. Τέσπα κλείνω τα συνδικαλιστικά και προχωρώ στο στόρι.

Αν ο ποντικός ήταν κύριος και πήγαινε με ψώνια στο σπίτι δεν θα έβγαινα η μαμά ποντικίνα να κλέψει, ώστε να της βγει το όνομα. Υπάρχουν όμως ποντικοί με φιλότιμο; Λίγοι, ε ένας από αυτούς ήμουν εγώ και σκέψου τα ποντικάκια δεν ήταν δικά μου αλλά ήμουν μάγκας με κόζα.

Την ποντικίνα την έλεγαν Μαριγώ και την είχε παρατήσει ο τζες της όταν έκαναν το δεύτερο παιδί, στεφάνι ούτε για αστείο. Έμενε Δραπετσώνα σε μια παλιά μονοκατοικία της κακιάς ώρας ετοιμόρροπη, να βλέπεις το κεραμίδι από πάνω απειλητικά να σου λέει όπου να ναι σου έρχομαι. Είχε και δυο παιδιά 3 και 4 χρονών αγόρια.

Ένα χειμωνιάτικο βραδινό με τα σύννεφα να κρύβουν τους εκ φύσεως λαμπτήρες είχα πάρει την βέσπα του κολλητού να κάνω βόλτα. Η διαδρομή με έβγαλε προς Δραπετσώνα μεριά, καθώς είμαι στα φανάρια πριν του Καράμπαμπα τα σουβλάκια στον Άγιο Διονύση βοήθεια μας, όπως πάει να περάσει ένα μελανούρι τον δρόμο, τσακ της φεύγει το ένα πόδι και κοίτα που ακολουθεί και το άλλο και σκάει με το κεφάλι κάτω. Κάνω στην άκρη το εργαλείο και κατεβαίνω να την βοηθήσω, να μην τα πολύ λέω, ένα σούπα ένα μου πες ένα τι ωραία που τα λέμε, έδεσε το συκαλάκι.

Καλό παιδί η Μαριγώ κούκλα αλλά φτωχή άνεργη και με δυο παιδιά. Την εποχή εκείνη έτυχε να είμαι και εγώ στην ανεργία, είχα ολίγα ψιλά από κάτι <<δουλίτσες>> του ποδαριού με κάτι μαχαλόμαγκες, επειδή όμως είχε σφίξει ο κλοιός τα είχα κόψει για λίγο μην τυχόν με τσίμπαγαν και βουρ για το κελί.

Περπατούσα στα 26 όταν τα έμπλεξα μαζί της, ολόκληρος άντρας, κάτι έπρεπε να κάνω για να την συντηρήσω, δεν μ’ άρεσε να την βλέπω στην κατάντια. Αφού της έδωσα ότι είχα στην άκρη και πέσαμε πάλι στο πάτερ ημών, πήγα στην κυρά Μαρία.

-Μάνα έχεις τίποτα ψιλά;

-Σα δε ντρέπεσαι έχει βουίξει η γειτονιά ότι έχεις μπλέξει με μια παστρικιά.

-Μάνα κόψε η Μαριγώ είναι πολύ εντάξει.

-Δεν έχω λεφτά.

-Μάνα λίγα ίσα ίσα.

-Είπα δεν έχω.

-Ρε μάνα έχω πρόβλημα.

-Και εγώ.

-Εσύ τι πρόβλημα έχεις;

-Εσένα! Από τότε που άρχισες να περπατάς ένα πρόβλημα είσαι.

-Μάνα τα λόγια σου είναι μαχαιριά και επειδή μου ξηγείσαι έτσι… τι έχεις φτιάξει να φάμε;

-Γιουβέτσι.

-Καλά βαλε ένα πιάτο αλλά δεν είσαι εντάξει να το ξες.

Μπορεί να μην μου έδωσε χρήματα αλλά η άτιμη έφτιαχνε ένα γιουβέτσι άλλο να στο λέω και άλλο να το έχεις μπροστά σου να το τρως. Πάνω στην τελευταία πιρούνια αποφάσισα πως είχε έρθει η ώρα να ξαναβγώ στη <<νυχτοκάματο>>.  

-Φεύγω.

-Που πας;

-Εκεί που με έστειλες μάνα.

-Τα χαιρετίσματα μου.

-Σε ποιον;

-Στον διάολο.

Είχε χιούμορ η άτιμη, καλύτερα όμως να είχα πάει εκεί που με έστειλε παρά εκεί που πήγα. Έπρεπε να βρω χρήματα, τα έξοδα έτρεχαν και δεν είχε ούτε το νοίκι να πληρώσει, όταν είπα στην κυρά Μαρία μήπως την έφερνα σπίτι παραλίγο να βρει τον πατέρα μου μετά από 25 χρόνια για να του πει να με δείρει. Δεν έμενα τα βράδια στη Μαριγώ γιατί δεν ήθελε να δώσουμε δικαίωμα στα παιδιά, τα είχα αγαπήσει τα μούλικα άσχετα που δεν ήταν δικά μου, 3 μήνες έμπαινα εκεί μέσα όσο και να πεις δέθηκα, τα πονούσα, έπρεπε να κάνω κάτι, φίνιστ, πάω για λόουερ.

Η απόφα βγήκε! Στις 3 τα ξημερώματα θα άνοιγα το περίπτερο πάνω στην πλατεία της πηγάδα;. Να μην τα πολύ λέμε και το κουράζουμε, πήρα κάτι εργαλεία και τράβηξα για το περίπτερο, στις 3 και 35 είχα αδειάσει το μισό περίπτερο σε μια μεγάλη μαύρη σακούλα σκουπιδιών και έφυγα για το σπίτι, την άλλη μέρα θα πήγαινα σε κάτι τζίνια να τα πουλήσω και αυτά με την σειρά τους στους ενδιαφερομένους.

Όταν έπεσα για ύπνο φούσκωνα από περηφάνια που επιτέλους θα της πλήρωνα τα νοίκια και τους λογαριασμούς, που θα έβλεπε ότι ο άντρας που έχει δίπλα της είναι παντελονάτος με λόγο και τιμή.

Ανοίγω τα βλέφαρα το πρωί και τι βλέπω; Δυο στρουμφάκια!

-Σήκω φεύγουμε!

-Που πάμε ρε παιδιά;

-θα δεις.

-Δε θέλω να δω.

-Σήκω ντύσου να φύγουμε.

-Γιατί ρε παιδιά; Τι έκανα;

Μου έδειξαν την σακούλα. Αυτό ήταν , κάνω μια κίνηση να πηδήξω από το παράθυρο αλλά ήταν κλειστό, κουτούλησα με το κεφάλι και έπεσα κάτω, το ένα στρουμφάκι με έπιασε από το σώβρακο να με σηκώσει αλλά σκίστηκε, τώρα βρισκόμουν μπροστά τους όπως με γέννησε η μάνα μου, ανταλλάσαμε ματιές, δυο πράγματα μπορούσαν να γίνουν έτσι γυμνός που βρισκόμουν ή να τους πηδήξω ή να με πηδήξουν και επειδή το να με πηδήξουν θα πονούσε και το να τους πηδήξω δε το είχα, τα αφήσαμε στην άκρη. Όπως περνούσαμε την πόρτα του σπιτιού η μητέρα μου καθόταν με ένα τσιγάρο στο χέρι και με κοίταζε.

-Άντε να δούμε θα βάλεις επιτέλους μυαλό;

-Εσύ ρε μάνα με έδωσες;

-Για καλό το έκανα.

-Τι καλό ρε μάνα;

-Μια μέρα θα καταλάβεις.

Τι να καταλάβω ρε μάνα;

-Όταν έρθει η μέρα θα καταλάβεις.

-Τι πράγμα;

-θα δεις.

-Τι ρε μάνα; Τι;

Με πήγαν στο τμήμα και μαζί με το ξύλο που μου έριξαν έφαγα και 4 μήνες κάγκελο για να μάθω άλλη φορά να ανοίγω περίπτερα. Και ενώ είχαν περάσει τρεις μήνες και προσπαθούσα να καταλάβω τι στο διάολο εννοούσε η κυρά Μαρία ότι μια μέρα θα δω, είδα! Η Μαριγώ παντρεύτηκε ένα λαχαναγορίτη. Α ρε κυρά Μαρία πάλι δίκιο είχες.

 

Ο μάγκας είναι ένας από όλους αυτούς τους ανώνυμους <<ήρωες>> που γεννηθήκαν σε μια φτωχογειτονιά του Πειραιά στα μέσα του 1940. Ένας από όλους αυτούς που για να επιβιώσει έπεσε στην αλητεία, την κλεψιά και την πονηρία, συνάμα όμως έμαθε την μπέσα, την τιμή και την αξία του λόγου. Τώρα που γέρασε μας αφηγείται μέσα από την φυλακή στιγμές από την ζωή του!

V-sam

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

Σχετικά Άρθρα

Τελευταία Άρθρα