Όταν ήμουν πιτσιρίκος αυτό που έκανα κέφι ήταν να με πηγαίνει η κυρά Μαρία εκδρομές στο βουνό, βλέπεις την θάλασσα την είχαμε δίπλα μας και την θεωρούσα δεδομένη, ειδικά όταν έπαιρνε μαζί και δυο τρία παιδάκια της γειτονιάς ήταν η καλύτερη μου.
Ξέρεις τώρα τα γνωστά, καλαθάκι, σεντονάκι, ταπεράκι κεφτεδάκι αυγουλάκι ψωμάκι ελίτσα ντοματούλα και τα τοιαύτα, αμέ! Αυτά βέβαια τις καλές εποχές γιατί υπήρχαν εποχές που δεν είχαμε να φάμε ούτε κρεμμύδι.
Μας πήγαινε Κηφισιά, Μαρούσι, Βαρυμπόμπη, Ψυχικό… Ψυχικό είπα; Αμάν τι θυμήθηκα τώρα! Χρονολογία 1969, τοποθεσία μανιάτικα, καφενείο το Τσαρούχι, όνομα Λέλα περπατούσε τα εικοσιένα, υπάλληλος στο Τσαρούχι που έτυχε ο διάολος να με στείλει μέσα και να πάθω ότι έπαθα…
Ας τα πάρουμε από την αρχή, βόλταρα με τον φίλο μου τον Κώτσο με την βέσπα του αλλά κάπου εκεί στα μανιάτικα έπιασε μια βροχή σκέτη θάλασσα δικέ μου, σταματήσαμε και μπουκάραμε στο πρώτο καφενείο που βρήκαμε μπροστά μας το Τσαρούχι, να προστατευτούμε και να πιούμε και ένα βαρύ σκέτο, άσχετα που έχω έβαζα μετά λίγο ζάχαρη, αλλά η μαγκιά στο ταράφι ήθελε να τον πίνεις σκέτο, να τους χαλάσω το χατίρι; Να αμαυρώσω το όνομα μου για λίγο ζάχαρη; Στο κρυφό και στο εντάξει την έβαζα, αυτή ήταν μια εξομολόγηση που κρατούσα εβδομήντα τέσσερα ολάκερα χρόνια μέσα μου.
Με το που μπαίνουμε, φίσκα ολέο και όλοι σχεδόν πάνω από 60, εμείς περπατούσαμε τα 22, το τάβλι η πρέφα και το τσιγάρο πήγαινε και ερχόταν! Ωραίος κόσμος ταλαιπωρημένος, δικός μας!
Πάντα με έλκυε να κάνω παρέα με μεγαλύτερους ανθρώπους, ίσως νόμιζα ότι κέρδιζα κάτι από την σοφία τους, είτε μαγευόμουν από τις ιστορίες τους. Εγώ βιβλία δε διάβασα στην ζωή μου αλλά άκουσα τόσες ιστορίες από γέροντες που είναι σα να έχω διαβάσει εκατό εγκυκλοπαίδειες μαζί!
Για καλή μας τύχη μέσα στην ομίχλη διακρίναμε ένα άδειο τραπέζι σε μια γωνιά, όπως το πήραμε πορεία για εκεί τα μάτια μου έπεσαν στην κωλάρα της Λέλας, τότε βέβαια δεν ήξερα ότι την έλεγαν Λέλα, πριν προλάβω να πω τι κωλάρα είναι αυτή μάνα μου, γυρίζει και βλέπω το πρόσωπο, τέλος, 12 λεπτά παύση να συνέλθω, ένιωσα σα να με διαπέρασε νταλίκα και μου πήρε την ψυχή για άλλα μέρη, τέτοια καψούρα ξαδελφάκι δεν έχω ξαναφάει! Ήρθε να μας πάρει παραγγελία, δε μίλησα, δε μπόρεσα, παρήγγειλε ο Κώτσος για πάρτη μου!
Από εκείνη την στιγμή το βλέμμα μου είχε καρφωθεί πάνω της, δεν έφευγε ούτε για δευτερόλεπτο, είτε μιλούσε ο Κώτσος είτε όχι ένα και το αυτό δεν άκουγα! Το είχε καταλάβει και εκείνη και όλο άναβε σπίρτο, μου έριχνε κλεφτές ματιές. Κάθε φορά που έριχνε μια το στομάχι μου δενόταν κόμπος.
Κάποια στιγμή που πήγε ο Κώτσος τουαλέτα ήρθε και μου είπε…
-Ρε μάγκα με κοιτάς όλη την ώρα τραβάς κάνα ζόρι;
-…….
-Ρε σου μιλάω κουφός είσαι;
-……
-Ρε θα μιλήσεις ή όχι;
-Τι να πω;
-Πως λένε την μάνα σου.
-Μαρία.
-Ρε είσαι γκασμάς; Τι με νοιάζει η μάνα σου;
-Τότε;
-Κοίτα με εδώ στα χείλια, (αχ κάτι χειλάκια που είχε το άτιμο) κοίτα με καλά, με κοιτάς;
-Ναι!
-Και τώρα πες μου με όλη την ευγένεια που με διακρίνει γιατί με κοιτάς ρε μαλάκα τόσο πολύ;
-…..
-Άντε γεια.
Έφυγε και δε με ξανακοίταξε, το έφερα βαρέως, δέκα μέρες κοίταζα τον εαυτό μου στον καθρέπτη και τον έφτυνα που κώλωσα έτσι, ποιος; Εγώ! Μια μαγκιά πρώτης ποιότης.
Να το προχωρήσω στο γρήγορο, μια μέρα το πήρα απόφαση και ξαναπήγα, της είπα ότι μ’ αρέσει και τα γνωστά σορόπια και τσακ η Λέλα έπεσε κλείσαμε ραντεβού βγήκαμε και σιγά σιγά γίναμε ζευγαράκι και έπεσα στην καψούρα της!
Παύση, δίψασα θα πιω μια γουλιά από την πορτοκαλάδα ΕΨΑ που έχει 38 θρεπτικά συστατικά! (χορηγουμένη διαφήμιση).
Περνούσαμε μέγκλα, όνειρο, μάλλον μόνο εγώ περνούσα γιατί ξαφνικά άρχισε να μου κάνει νερά η κυρά και μια μέρα μου πέταξε το μούσμουλο.
-Βαρέθηκα! Θέλω άντρα με μπαγιόκο, να με πάρει από αυτό το βούρκο που ζω και να πάμε να ζήσουμε σε άλλη γη σε αλλά μέρη. Εσύ δεν έχεις σάλιο, αν είχες… αλλά δεν έχεις, γεια σου!
Αμάν ζημιά που έπαθα. Δε μπορούσα να κάνω και καμιά μπούκα γιατί με είχαν πιάσει πρόσφατα οι τσέοι και με είχαν στην περιπολία. Η κυρά Μαρία που να τα βρει να μου τα δώσει; Εγώ όμως καψούρης έπρεπε να βρω φράγκα να την ξανακάνω δική μου!
Για δουλειά ούτε λόγος, λίγα τα φράγκα και μέχρι να τα μαζέψω θα την έχανα, άσε που δε γούσταρα και αφεντικό πάνω από το κεφάλι μου, είχα ήδη την κυρά Μαρία να έβαζα και άλλο;
Έπρεπε να κάνω κάτι δραστικό. Ένα βράδυ που τα έπινα με κάποιο φίλο σε κάποιο παλιό σκαλοπάτι κάποιου παλιού σπιτιού βρίζοντας την μοίρα μου, με επισκέφτηκε η θεία φώτιση!
Τον παράτησα όπως ήταν και έφυγα για Πατησίων μεριά, είχα ακούσει για ένα μαγαζί με ζαρωμένες κυρίες άνω των 60 που θέλουν αγοράκια.
Μία το βράδυ μπαίνω μέσα τίγκα στη ζάρα το μαγαζί, γυναίκες ξεχασμένες ξελιγωμένες να ψάχνουν παλικάρια σα και μένα! Εδώ είμαστε σκέφτηκα, εδώ θα χτίσω το μέλλον μου.
Έκατσα σε ένα τραπέζι παρήγγειλα ένα Γιάννη περιπατητή και περίμενα, στα πέντε λεπτά σκάει δίπλα μου μια εβδομηνταφεύγα χοντρή κακοβαμμένη που μύριζε πιο τσιγαρίλα και από μένα, τα δόντια της ήταν κατακίτρινα είχε κοντό μαλλί και η ζάρα πήγαινε μέρα δώθε, σταφίδα η δικιά σου.
Μου είπε να πάμε σπίτι της, τι να έκανα; Λέλα ήταν αυτή! Το έκανα το ψυχικό στη γριά μπάμπο και πήγαμε.
Οι λεπτομερές του τι έγινε εξαιρούνται από το κείμενο καθώς είναι μια από τις μεγαλύτερες μαύρες κηλίδες της ζωής μου. Το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι το εργαλείο δε σηκωνόταν ούτε με παλάγκο με αυτό το θέαμα που είχα μπροστά μου, άρα έπρεπε να την ικανοποιήσω με άλλο τρόπο… που να με πάρει και να με σηκώσει…. Δε λέω άλλα, δε λέω άλλα.
Ναι ρε μορτή την ξανακέρδισα την Λέλα! Μια φορά την εβδομάδα καταναγκαστικά έργα με την γριά, έξι μέρες με την Λέλα. Της είχα ρίξει και το παραμύθι πως δούλευα λαχαναγορά και σε λίγο καιρό θα με κάνουν υπεύθυνο και θα μείνουμε επιτέλους μαζί.
Στους πέντε μήνους πάνω η γριά μου έριξε το τούβλο!
-Σε έχω καψουρευτεί θέλω να μείνεις μαζί μου!
-Ποιος ήρθε;
Ήθελα να της δώσω ένα σουτ να πάει από εκεί που ήρθε αλλά είχα ανάγκη τα money (είμαι τεράστιος!) και όλο την είχα στο θα το σκεφτώ και θα το σκεφτώ!
Και τι έκανε η κωλόγρια ρε ανιψούδι; Με παρακολούθησε και μια μέρα όπως προχωρούσα με την Λέλα, ήρθε με δυο φουσκωτούς και της τα είπε όλα με το νι με το σίγμα και το ωμέγα τίποτα δεν άφησε η τσουρόγρια, σα να μην έφτανε αυτό έφαγα και τις φάπες μου από τους φουσκωτούς.
Όπως καταλαβαίνεις αδελφέ την ίδια στιγμή με παράτησε και η Λέλα. Το μαρτύριο όμως δεν είχε τελειώσει εδώ, όταν πήγα σπίτι με περίμενε η κυρά Μαρία …. είχε περάσει και από εκεί η μπάμπο και τα είχε πει όλα.
Δεν έφτανε ο πόνος μου, άλλος εξάψαλμος εκεί, κλάμα να δεις η μάνα μου, ότι είμαι σκάρτος, ότι δεν είμαι σωστός, ότι πουλάω ζιγκολίκι ότι είμαι το ένα το άλλο, ανάθεμα την ώρα που με γέννησε…
Άντε να της εξηγήσεις ότι όλα αυτά τα έκανα για μια αγάπη, μια αγάπη δυνατή που χάθηκε γιατί από τότε δεν την ξαναείδα ποτέ την Λέλα, αχ Λέλα.
Την γριά όμως την ξαναείδα κάποιες φορές γιατί αυτή η πουτάνα η αφραγκία μας έχει καταστρέψει εμάς τα καλόπαιδα….
Πουτάνα ζωή πως τα φέρνεις έτσι….
Ο μάγκας είναι ένας από όλους αυτούς τους ανώνυμους <<ήρωες>> που γεννηθήκαν σε μια φτωχογειτονιά του Πειραιά στα μέσα του 1940. Ένας από όλους αυτούς που για να επιβιώσει έπεσε στην αλητεία, την κλεψιά και την πονηρία, συνάμα όμως έμαθε την μπέσα, την τιμή και την αξία του λόγου. Τώρα που γέρασε μας αφηγείται μέσα από την φυλακή στιγμές από την ζωή του!
V-Sam