Ψίχουλα
Την πρώτη μέρα δε μίλησα σε κανέναν. Έφυγα από τη δουλειά, κατέβηκα στο κέντρο, αγόρασα ένα κουλούρι, τάισα τα περιστέρια του Συντάγματος και μετά κατευθύνθηκα προς τον Εθνικό Κήπο. Εκεί βρήκα ένα παγκάκι, άνοιξα το χαρτοφύλακα μου και με περισπούδαστο ύφος άρχισα να μελετώ τα χαρτιά μου σαν να επρόκειτο για κάτι πολύ σημαντικό.
Κύριε Εμμανουήλ…. Δυστυχώς…
Δεν ήθελα να μάθει κανείς, δεν έπρεπε να μάθει κανείς αλλά πώς θα το έκρυβα; Ντρεπόμουν. Αποφάσισα ότι θα συνέχιζα τη ζωή μου ακριβώς όπως και πριν.
[Δύο ώρες αργότερα κατέβηκα στο Μοναστηράκι, από κει περπάτησα ως το Γκάζι σε μια έκθεση στην Τεχνόπολη ξορκίζοντας τις κακές σκέψεις και τις ανησυχίες για αυτά που με περίμεναν από δω και μπρος.]
Δεν ήθελα να με δει κανείς, θα καταλάβαινε αμέσως από την ωχρή όψη μου ότι κάτι δεν πήγαινε καθόλου καλά.
Μα για πόσο ακόμα θα μπορούσα να το κρύψω;
Κύριε Εμμανουήλ…. Δυστυχώς…η συνεργασία μας…
Όταν βγήκα από την έκθεση είχε πάρει να σκοτεινιάζει. Αποφάσισα να επιστρέψω σπίτι. Δεν θα το έλεγα σε κανέναν. Θα έκανα τα πάντα για να μην το μάθουν. Δεν ήθελα να με λυπούνται.
Πόσο θα αντέξεις ρε κακομοίρη; Κάποια μέρα θα σε πάρουν χαμπάρι και τότε θα λένε όλοι ότι είσαι ένας αποτυχημένος. Περισσότερο αποτυχημένος από πριν. Ο ρεζίλης που δεν τα κατάφερε.
Κύλησε η πρώτη εβδομάδα και δεν είχε αλλάξει απολύτως τίποτα. Αυτό μου έδινε θάρρος να συνεχίσω όπως ακριβώς το είχα σχεδιάσει. Κάθε πρωί, λίγο πριν κατέβει από το αυτοκίνητο, φιλούσα τη Μαρίνα στο μάγουλο όπως πάντα, της έγνεφα χαμογελώντας, πάρκαρα το αυτοκίνητο στο ίδιο δρομάκι κοντά στο σταθμό του Αγίου Αντωνίου κι έπαιρνα το μετρό όπως κάθε άλλη μέρα.
Δεν είναι κάθε μέρα ρε μπαγάσα, δεν το καταλαβαίνεις;
Επόμενος σταθμός Μεταξουργείο.
Τι άρνηση είναι αυτή; Τι θα κάνεις όταν τελειώσει ο μήνας; Κάποια στιγμή θα σε πάρει πρέφα η Μαρίνα. Τι θα της πεις το έχεις σκεφτεί; Θα αντέξεις να ξεπέσεις και στα δικά της μάτια; Μιχάλη Εμμανουήλ, είσαι ένας μεγάλος μαλάκας. Ένας αποτυχημένος του κερατά, ένας πουθενάς που δεν έχει πού να πάει και πάει στον Εθνικό Κήπο και ταΐζει τα περιστέρια σαν κάτι σαλεμένες γριές.
Σκάσε, σκάσε, δε θέλω να ακούσω άλλο -με μια απότομη κίνηση του κεφαλιού και ανοιγοκλείνοντας με δύναμη τα μάτια μου απόδιωξα τις φωνές μέσα στο κεφάλι μου.
Είναι όπως κάθε άλλη ημέρα, επειδή έτσι θέλω εγώ. Το επανέλαβα αρκετές φορές από μέσα μου μέχρι να το πιστέψω.
Ο Εθνικός Κήπος έγινε το στέκι μου πολύ σύντομα σε σημείο που είχα αρχίσει να το διασκεδάζω. Μου άρεσε να παρατηρώ τους ηλικιωμένους που έβγαιναν για περίπατο, τις μαμάδες με μικρά παιδιά που ερχόντουσαν να ταΐσουν τις πάπιες, τους φαντάρους πριν ή μετά την υπηρεσία τους στην προεδρική φρουρά. Κάθε πρωί αγόραζα ένα κουλούρι και τάιζα τα περιστέρια. Με κάθε ψίχουλο που έριχνα στο χώμα ένιωθα να χάνω λίγη περισσότερη θέληση για ζωή. Είχα ήδη βαρεθεί, είχα παραιτηθεί.
Μιχάλη, δεν παραιτήθηκες.
Σκάσε.
Μετά από μια λίγο καιρό σταμάτησα να πηγαίνω στον Εθνικό Κήπο. Βαρέθηκα. Άρχισα να περιπλανιέμαι άσκοπα στο κέντρο. Κάπως έτσι κατάφερνα να ξεγελάω τις φωνές στο κεφάλι μου που δεν παρέλειπαν ποτέ να μου υπενθυμίζουν την αποτυχία μου.
Όταν κουράστηκα πλέον ακόμα και να περιπλανιέμαι το νέο μου πλάνο είχε ως εξής. Βρήκα ένα ήσυχο, απόμερο καφέ και χωνόμουν εκεί μέχρι τις 6 το απόγευμα. Στις έξι ακριβώς τακτοποιούσα ευλαβικά τα χαρτιά που είχα αραδιάσει μπροστά μου ώστε να μοιάζω απασχολημένος, τα έβαζα πίσω στην τσάντα και έπαιρνα το δρόμο της επιστροφής. Όσο περνούσαν οι μέρες η ευλάβεια πήγε περίπατο. Στη θέση της ήρθαν και κάθισαν τα αποστάγματα, άλλα λιγότερο κι άλλα περισσότερα εκλεπτυσμένα που όμως έκαναν την ίδια δουλειά εξίσου καλά. Τα ονόματα δεν είχαν πια σημασία. Ούτε τα χαρτιά. Μονάχα οι πάγοι.
“Αντώνη- είχαμε γίνει φίλοι πλέον με το παιδί πίσω από το μπαρ- Αντώνη πιάσε άλλο ένα αλλά με λιγότερο πάγο αυτή τη φορά, ρε ψηλέ. Σκέτο νερό μου σερβίρεις;”
Έπαψε να με νοιάζει τι ώρα είναι. Έπαψαν και οι φωνές στο κεφάλι μου κι αυτό ήταν μεγάλη ανακούφιση. Ξεκίνησαν όμως οι φωνές της Μαρίνας στο σπίτι. Κι αυτές δεν μπορούσα να τις σταματήσω γι΄αυτό και σταμάτησα να γυρίζω σπίτι νωρίς.
Είχα τον ψηλό να με φροντίζει και επιπλέον είχα συντροφιά τα περιστέρια στον Κήπο. Όταν έκλεινε το καφέ, αγόραζα απ’ όποιο περίπτερο έβρισκα ανοιχτό μια μπουκάλα ούζο ή χύμα κρασί – ξέρεις απ’ αυτό στα πλαστικά μπουκάλια και κατευθυνόμουν προς το Ζάππειο.
Τέλος πάντων, να μην τα πολυλογώ, δε θέλω να μονοπωλήσω το χρόνο της ομάδας, αυτό συνεχίστηκε για αρκετό καιρό ώσπου ένα βράδυ με βρήκαν να κοιμάμαι σε ένα παγκάκι ενώ γύρω μου είχαν μαζευτεί ένα σωρό περιστέρια που προσπαθούσαν να τσιμπολογήσουν κομμάτια ξεραμένου κουλουριού που ήταν ξεχασμένα στις τσέπες μου.
Με λένε Μιχάλη και είμαι αλκοολικός. Είμαι καθαρός 32 μέρες ακριβώς και ξεκίνησα να ψάχνω πάλι για δουλειά.
Σβανά Ιωάννα