Μια φορά, κάπου στα 9 πρέπει να ήμουν, κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών διακοπών, βρέθηκα μαζί με τον μικρό μου αδερφό σε μια παραλία της Ρόδου. Ο αδερφός μου, στα 6 τότε είχε αρχίσει να κουτουλάει από τη νύστα μιας και η ώρα ήταν περασμένη -δε θυμάμαι ακριβώς- θυμάμαι όμως ξεκάθαρα πως ήταν σκοτεινά, οπότε πρέπει να ήταν μετά τις 9 το βράδυ.
Φυσικά δεν ήμασταν μόνοι μας στην παραλία. Ο μπαμπάς μας καθόταν ανάμεσα μας στην άμμο, και κάνοντας σχέδια με τα δάχτυλα των ποδιών του στο υγρό από το κύμα χώμα, μοιραζόταν μια απο τις ιστορίες της ζωής του.
Η αφήγηση των ιστοριών από τον πατέρα μας ήταν μια παράδοση των διακοπών μας και κάτι που περιμέναμε με μεγάλη χαρά και αγωνία. Ο πατέρας μας ήταν και είναι εξαιρετικός αφηγητής και σαν έξυπνος γονιός και παιδαγωγός που είναι φρόντιζε να μας κάνει να ανυπομονούμε για τις ιστορίες. Βλέπεις, κάθε καλοκαίρι αποφάσιζε να μοιραστεί μαζί μας 3 με 4 ιστορίες σύνολο σε διάρκεια 10 ημερών.

Η τελευταία ιστορία του καλοκαιριού ξεκινούσε πάντα με τον μπαμπά μου να αναρωτιέται αν είμαστε έτοιμοι να την ακούσουμε. Και αφού μας εξιστορούσε την αρχή, ίσως μόλις το ⅓ της αρχής αποφάσιζε τάχα μου δήθεν πως δεν ήμασταν τελικά ακόμα έτοιμοι να ακούσουμε τις λεπτομέρειες της εν λόγω ιστορίας και πως χρειαζόμασταν έναν χρόνο, 4 γεμάτες εποχές μέχρι να μάθουμε τη συνέχεια.
Έτσι, κάθε καλοκαίρι χαράχτηκε στη μνήμη μας βαθιά, συνδεδεμένο με ένα ελληνικό νησί και τουλάχιστον μια απο τις περιπέτειες του μπαμπά μας.
Εκείνο το καλοκαίρι λοιπόν, το καλοκαίρι του 2000 συγκεκριμένα, βρισκόμασταν στη Ρόδο και ανυπομονούσαμε να ακούσουμε τη συνέχεια της ιστορίας που ξεκινήσαμε το 1999 στην Κεφαλονιά.

Ήταν Φθινόπωρο του 1979. Ένα μεγάλο εμπορικό καράβι έχει μπαρκάρει σε ένα από τα μεγαλύτερα λιμάνια της Αμερικής, στο Ταμπίκο του Μεξικού.
Το καράβι ύστερα από σχεδόν δύο μήνες στα ανοιχτά θα αράξει στο λιμάνι για τουλάχιστον 5 ημέρες.
Οι ναύτες, μηχανικοί, καπετάνιοι, μάγειρες και όλο το προσωπικό έχουν την ευκαιρία όπως και σε κάθε λιμάνι να βγουν έξω και να περιπλανηθούν στους δρόμους της πόλης.

Ο μπαμπάς μου μαζί με έναν άλλο μηχανικό του καραβιού αποφασίζουν να εξερευνήσουν το μέρος και τους παίρνει η νύχτα.
Από το πολύ περπάτημα βρίσκονται σε μια απόμερη γειτονιά και πεινασμένοι αποφασίζουν να μπουν σε ένα τοπικό μπαρ να φάνε κάτι και να πιουν μια μπύρα.
Πίνουν 5, τρώνε, πιάνουν την κουβέντα με τον μπάρμαν και θαμώνες, με κορίτσια και με άντρες, χαζεύουν τηλεόραση στην οθόνη που έχει μέσα το σχεδόν εγκαταλελειμμένο μπαρ και αποφασίζουν να ζητήσουν τον λογαριασμό.
Πληρώνοντας, βάζουν τα τζάκετ τους, ρωτούν τον μπάρμαν οδηγίες για το πώς θα γυρίσουν στο λιμάνι -έπρεπε να επιστρέψουν στο καράβι για ύπνο ή δουλειά αναλόγως- και αποχωρούν.

Στον δρόμο προς το λιμάνι όντας κάπως χαλαρωμένοι αποπροσανατολίζονται και βρίσκονται σ’ ένα αδιέξοδο. Ο πατέρας μου περιέγραψε το αδιέξοδο πολύ γλαφυρά σε εμένα και τον ξύπνιο πια αδερφό μου, και μέχρι σήμερα η εικόνα που έχω στο μυαλό μου για το αδιέξοδο είναι βγαλμένη από ταινία.
Καθώς συνειδητοποίησαν τη χαζομάρα τους και πριν προλάβουν να γυρίσουν άκουσαν φωνές. Τρεις τύποι, γεροδεμένοι και πολύ μεθυσμένοι, πιθανότατα θαμώνες του προηγούμενου μπαρ τους είχαν στριμώξει και τους προκαλούσαν σε καβγά ενώ ο ένας απαιτούσε να τους δώσουν τα πορτοφόλια τους. Ο μπαμπάς μου έκανε μια παύση εκεί, και ακόμα θυμάμαι πως σταμάτησε σε εκείνο το σημείο να κουνάει το πόδι του στην άμμο σε κυκλικές κινήσεις, και άρχισε να μαζεύει άμμο κάτω από τα δάχτυλα των ποδιών του, σαν να γάτζωνε τη γη. ‘Κρατούσαν μπουκάλια’, είπε, ‘όλοι τους’.
Ο μπαμπάς μου, μη μιλώντας τη γλώσσα, προσπάθησε να τους πει σε σπαστά αγγλικά πως δεν τρέχει κάποιο πρόβλημα και πως δεν έχουν στα αλήθεια λεφτά πάνω τους. ‘Κιλ γιου’ απάντησαν και αυτοί σε αντίστοιχα σπαστά αγγλικά.

Ο φίλος του μπαμπά μου τότε, έκανε έναν ελιγμό και βρίσκοντας ένα κενό, μια σχισμή που είχαν δημιουργήσει τα σώματα των τύπων το έσκασε, έφυγε, άρχισε να τρέχει μακριά αφήνοντας τον μπαμπά μου μόνο του.
Δε νομίζω πως άκουγα κάτι άλλο γύρω μου σε αυτό το σημείο της ιστορίας. Τα 9άχρονα μάτια μου είχαν γουρλώσει τόσο, κρεμόμουνα από τα χείλη του πατέρα μου.
Ο μπαμπάς μου έκανε μία παύση. Σε όλη αυτή τη διάρκεια κοιτούσε εναλλάξ μια εμένα και μια τον αδερφό μου. Στην παύση, κοίταξε μπροστά, τη θάλασσα, σχεδόν σαν να ξαναζούσε τη σκηνή, σαν να μπορούσε να δει τους τύπους μπροστά στα μάτια του.
Και τι έγινε μπαμπά; ρώτησε ο αδερφός μου. Ξέφυγες; συμπληρώνω εγώ! Και μέσα μου εύχομαι να μη σταματήσει εκεί η ιστορία και πρέπει να περιμένω να ακούσω τη συνέχεια το 2001.

Ο μπαμπάς μου κοίταξε την άμμο. Ο ένας από τους τύπους σήκωσε το άδειο γυάλινο μπουκάλι που κρατούσε και με χτύπησε στο κεφάλι. Άρχισα να ζαλίζομαι και να χάνω τη γη, τα γόνατά μου λύγιζαν, ένιωσα το αίμα να τρέχει ζεστό στο μέτωπό μου, και όπως έκανα ένα βήμα πίσω, παραπάτησα δηλαδή, έπιασα τοίχο, η πλάτη μου ακούμπησε τον τοίχο. ‘Ήμουν πολύ αδύνατος’, είπε σε εκείνο το σημείο, χωρίς να είμαι σίγουρη τότε γιατί είπε αυτή τη λεπτομέρεια. Άρχισα να χάνω τελείως το φως μου, δεν έβλεπα και άρχισα να μην ακούω.
Όπως γλιστρούσα έτσι αργά πάνω στον τοίχο, αισθάνθηκα σαν να να πέρασε ένας αιώνας ενώ στ’ αλήθεια όλα αυτά συνέβησαν σε κλάσματα του δευτερολέπτου, άρχισα λοιπόν να γλιστράω προς τα κάτω και θυμάμαι πως σε εκείνο το σημείο είπα μέσα μου ‘Πάνο, άμα πέσεις σε φάγανε, δε βγαίνεις ζωντανός… Και ποιος θα σε βρει εδώ, αυτό ήταν.’ ‘Βρήκα ότι δύναμη είχα μέσα μου, και είπα στον εαυτό μου, δε γίνεται να πέσεις τώρα, δε γίνεται να λιποθυμήσεις, δεν ξέρω από πού τη βρήκα τη δύναμη αλλά άρχισα σιγά σιγά να πατάω τα πόδια μου γερά και να σηκώνομαι προς τα πάνω. Όταν με είδαν οι τύποι σάστισαν. Είπαν κάτι στη γλώσσα τους και έφυγαν τρέχοντας.’
‘Γιατί, τι έγινε;’ ρώτησε ο αδερφός μου. ‘Ε, σου λέει αυτός για να σηκώνεται μετά από αυτό, άστα, δεν είναι να μπλέκουμε μαζί του’, απάντησε ο μπαμπάς. Θυμάμαι πολύ καθαρά μέχρι σήμερα, αυτά ήταν ακριβώς τα λόγια του μέσα σε αυτήν την απλότητα.

Το τέλος της ιστορίας βρίσκει τον μπαμπά μου να βγαίνει μετά από μισή ώρα περπάτημα σε έναν κεντρικό, να επιβιβάζεται σε ένα ταξί για το νοσοκομείο, μέσα στο οποίο προφταίνει να πει στη ρεσεψιόν ‘χελόου’ και καταρρέει. Αφού τον επανέφεραν και του έκαναν ράμματα επέστρεψε στο καράβι.
Ούτε ο αδερφός μου αλλά ούτε και εγώ μιλήσαμε, κάτι σπάνιο για μας, αφού συνήθως μετά το τέλος των ιστοριών είχαμε πάντα τόσες απορίες.
Ύστερα από περίπου 5 λεπτά, ρώτησα ‘Μπαμπά, πού βρήκες τη δύναμη;’ ‘Ναι, μπαμπά! Πού δρήκες τη βύναμη μπαμπά;’, είπε ο αδερφός μου που τότε πάλευε όπως και εγώ στην ηλικία του να ξεχωρίσει το βήτα από το δέλτα.

Ο μπαμπάς τότε μας είπε πως δεν είχε επιλογή να κάνει αλλιώς. Πως όταν βρισκεσαι σε καταστάσεις στη ζωή σου που διακυβεύεται η ίδια η ζωή σου, δεν έχεις άλλη επιλογή, η μόνη σου επιλογή είναι η δύναμη και η ενσωμάτωση αυτής.
Στο παιδικό μυαλό μου αυτό ακούστηκε αρκετά ελπιδοφόρο και αισιόδοξο. Άλλωστε ο μπαμπάς μας έλεγε συχνά σαν αποφθέγματα των ιστοριών του και σαν μάθημα ας πούμε νιώθοντας ότι κάνει το χρέος του σαν μπαμπάς, να είμαστε αισιόδοξοι, να πιστεύουμε στους εαυτούς μας, να ακούμε την καρδιά μας και να ξέρουμε πως έχουμε αστείρευτη δύναμη μέσα μας, διάφορα αποφθέγματα που μεγαλώνοντας έχουν μεταμορφωθεί μέσα μας σε γλυκά κλισέ που ο αδερφός μου και εγώ χρησιμοποιούμε όταν πειράζουμε και κοροϊδεύουμε τον μπαμπά.

Αγαπώ όλες τις ιστορίες του μπαμπά μου, την κάθε μια για διαφορετικό λόγο. Δεν είμαι σίγουρη αν όλα όσα μας είπε όλα αυτά τα χρόνια συνέβησαν πραγματικά και δε με ενδιαφέρει και τόσο.
Δε με ενδιαφέρει αν το περπάτημα ήταν πράγματι 30 λεπτά ή 20, ή ακόμα αν ήταν 2 αντί για 3 οι τύποι. Κρατάω την ιδέα που σχηματίστηκε στο μυαλό μου στο άκουσμα της ιστορίας και πως πεσιμισμός είναι πολλές φορές προνόμιο.
Είναι προνόμιο που έχει κάποιος το να μπορεί να είναι απαισιόδοξος. Γιατί αν πραγματικά η ζωή σου είναι σε κίνδυνο δεν έχεις την επιλογή της απαισιοδοξίας και του κυνισμού, αυτό σημαίνει αυτόματα θάνατο. Αν η ζωή σου είναι πραγματικά σε κίνδυνο, ό,τι και αν σημαίνει αυτό για τον καθένα, το μόνο που έχεις διαθέσιμο ακόμη και για λίγα δευτερόλεπτα είναι να πιστέψεις πως όλα θα πάνε καλά.

Της Ζαφειρίας Δημητροπούλου, 9/1/2019
Η Ζαφειρία Δημητροπούλου – Δελάνχελ είναι ηθοποιός, απόφοιτος του θεάτρου Τέχνης με σημαντικές μέχρι τώρα συνεργασίες στο ενεργητικό της.
Τιμήθηκε με το βραβείο της καλύτερης γυναικείας ερμηνείας της σεζόν 2012-13 στα 1α θεατρικά βραβεία κοινού All4fun για την ερμηνεία της στην παράσταση Πιτσιμπούργκο.
Μετά το μεταπτυχιακό στην υποκριτική στο Dell’Arte International School of Physical Theatre στο Λος Αντζελες είναι πλέον Καλλιτεχνική Διευθύντρια και Διευθύντρια Προγράμματος στον θεατρικό οργανισμό στο People’s Theatre Project στο Μπρόντγουεϊ της Νέας Υόρκης.