Το ελληνικό κράτος δεν αγαπά τους καλλιτέχνες. Διαχρονικά, όμως. Δεν είναι θέμα μόνο αυτής της κυβέρνησης. Η οποία βέβαια για τους δικούς της λόγους εξακολουθεί σαδιστικά να διατηρεί την πιο ακατάλληλη έβερ υπουργό για θέματα Πολιτισμού στο σήμερα. Το πρόβλημα είναι πως οι καλλιτέχνες προβάλλονται συνήθως ως οι χομπίστες, οι λίγο περιθωριακοί τύποι, που κάνουν το ψώνιο τους και τίποτε άλλο. Σ’ αυτό βέβαια συντείνει και το γεγονός ότι “καλλιτέχνης” μπορεί να βαπτιστεί ξαφνικά ο/η κάθε τυχάρπαστος/η. Στον χώρο των ηθοποιών π.χ. συντείνει και με τον τεράστιο αριθμό δραματικών σχολών – και πολύ δυσανάλογο της πραγματικής ζήτησης στην αγορά -, αλλά και τη συχνά ελλειπή εκπαίδευση (και λόγω έλλειψης ικανοτήτων διδασκαλίας από καθηγητές ή ανύπαρκτης αξιολόγησης τους αρχικά στην πρόσληψη και μετά στη διατήρηση της θέσης τους).
Κι, όμως. Σε μια χώρα, που περήφανα δηλώνει ότι γέννησε την πολυποίκιλη τέχνη του θεάτρου δεν έχει υπάρξει συστηματική προσπάθεια εξαγωγής ενός εξαιρετικά πλούσιου υλικού. Μου μοιάζει αδιανόητο κάθε χρόνο να βλέπουμε π.χ. τα ίδια και τα ίδια έργα στην Επίδαυρο και σε άλλα θέατρα της χώρας και αυτά τα έργα να μην εξάγονται. Από σοβαρούς, όμως, θιάσους – που ευτυχώς υπάρχουν – με πρόγραμμα και συνέπεια. Και όχι μόνο το καλοκαίρι, αλλά 365 ημέρες τον χρόνο.
Με τόσους ηθοποιούς να περιμένουν να ζήσουν από το επάγγελμα τους μόνο όταν παίζουν με ΣΤΑΘΕΡΟ ρόλο στις σειρές (ούτε το 5% δεν πρέπει να ζουν συστηματικά από το θέατρο) το να εξάγουμε κάθε χρόνο 10-15 ή και παραπάνω θιάσους σε όλον τον πλανήτη είναι στο μυαλό μου τουλάχιστον κάτι παραπάνω από εύκολο. Με την σφραγίδα και την αρωγή του ελληνικού κράτους, το οποίο όχι μόνο θα προβάλλει ΕΚΤΟΣ ΣΥΝΟΡΩΝ το πλούσιο υλικό, αλλά θα μπορεί και να κερδίζει και σε χρήματα. Να εξάγει δλδ. Έλληνες καλλιτέχνες και έργα και να έχει σταθερά έσοδα (και αυτό αφορά φυσικά και την ελληνική μουσική, επίσης πλούσια σε συνθέτες, τραγουδιστές/ριες, στιχουργούς και μουσικούς).
Κι αν στον χώρο του θεάτρου υπάρχουν και οι επιχορηγήσεις – τις οποίες επανέφερε η Λυδία Κονιόρδου και τώρα πλέον έχουν μειωθεί δραματικά πολύ – τι να πούμε για τον ελληνικό κινηματογράφο; Τον ποιον; Εκεί υπάρχει τεράστια ανυπαρξία. Μ’ ένα κέντρο Ελληνικού Κινηματογράφου να δίνει χρήματα – όποτε και όταν – στις ίδιες και στους ίδιους, να απορρίπτει κατά κόρον σενάρια (ειδικά αν δεν είσαι και μέρος του συστήματος ή δε ξέρεις κάποια/κάποιον υψηλά ιστάμενο) το ελληνικό σινεμά είναι περιορισμένο μεταξύ των ελάχιστων που το παρακολουθούν. Σα να μη θέλει να βγει προς τα έξω και ν’ ακολουθήσει μια πορεία και εκτός συνόρων (ελάχιστες εξαιρέσεις δεν επιβεβαιώνουν τον κανόνα). Που εδώ που τα λέμε δλδ ούτε εντός συνόρων δε μοιάζει να θέλει να έχει πορεία πέρα από των “λίγων και εκλεκτών σινεφίλ”.
Σχετικά με τα χρήματα τα οποία δίνει ο ΕΚΟΜΕ – που οφείλονται στο νόμο Κρέτσου της προηγούμενης κυβέρνησης – βοήθησε μεν στο να αυξηθούν πολύ οι σειρές, αλλά αυτό έχει και άλλες πολλές προεκτάσεις. Και όπως ακούγεται δυστυχώς παρατηρούνται πλέον και έντονες καθυστερήσεις στις πληρωμές…
Αλλά όπως συνηθίζεται όταν υπάρχει μια επιτυχία, σχεδόν όλοι αναζητούν το δικό τους μερίδιο προσφοράς. Π.χ όλοι πανηγυρίζουν που το Maestro πήγε στο Νέτφλιξ, αλλά αν δεν είσαι Παπακαλιάτης πώς να βγεις έξω από τα σύνορα; Με περιορισμένα μπάτζετ, με παραγωγούς που προσπαθούν να γλιτώσουν χρήματα με κάθε τρόπο, με προχειροδουλειές καθημερινών σειρών της πλάκας ή με αποτυχημένες αντιγραφές ξένων σεναρίων; (και εδώ οι εξαιρέσεις δεν επιβεβαιώνουν τον κανόνα)
Να υπενθυμίσω άλλωστε – πολλοί δεν το ξέρουν καν ή το έχουν ξεχάσει – και το πόσο ΜΕΓΑΛΟ πόλεμο είχε δεχθεί ο Σωτήρης Τσαφούλιας, όταν έφτιαξε πριν χρόνια την ταινία “Έτερος Εγώ” από τους Έλληνες κριτικούς. Τότε ήταν ένας “αντιγραφέας” του Seven, που απλά έφτιαξε μια ταινία, η οποία ήταν παντελώς αντίθετη στην απεύθυνση κοινού με την πλειονότητα των ταινιών του ελληνικού σινεμά (του ποιου είπαμε;)
Τώρα οι ίδιοι που τον έκραζαν, τον αποθεώνουν. Μια ματιά, όμως, στο τι είχε γραφτεί όταν βγήκε η ταινία αρκεί για να επιβεβαιώσει τα λεγόμενα μου. Αλλά είπαμε στην επιτυχία ψάχνουμε μερίδιο, στην αποτυχία “μην τον είδατε τον Παναή…”
Υ.Γ: Πέρα από όλα τα άλλα, οι καλλιτέχνες είναι και ιδιαιτέρως επικίνδυνοι για την εκάστοτε εξουσία, γιατί και πολύ δημοφιλείς είναι, αλλά και γιατί μπορεί η κριτική τους σκέψη (όταν και αν το θέλουν) ν’ ακουστεί πολύ περισσότερο και πολύ πιο εύκολα και άμεσα. Επιπλέον πολλά και από τα έργα αφυπνίζουν συνειδήσεις, κάτι που εναντιώνεται με τη διαχρονική επιθυμία πολλών φορέων της εξουσίας για μια διαρκή αποχαύνωση της κοινής γνώμης. Αυτό βέβαια δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο, αλλά παγκόσμιο.
Του Κυριάκου Κουρουτσαβούρη, 29/1/2023