Η κρίση αποδεικνύεται μία ευκαιρία. Μία ” χρυσή ευκαιρία” να μελετήσεις την ψυχολογία και την στάση που τα άτομα επιλέγουν να κρατήσουν σε συνάρτηση με την προηγούμενη – κατ’αρχήν – εκλογική συμπεριφορά, κατ’επέκτασην νοοτροπία τους, το κοινωνικοπολιτικό τους υπόβαθρο και το βαθμό στον οποίο το δράμα έχει επηρεάσει το βιοτικό τους επίπεδο. Παρακάμπτω τους ελάχιστους που ευνοούνται από αυτό το χαμό είτε λόγω θέσης, είτε λόγω τάξης είτε λόγω διατεταγμένης υπηρεσίας, παρακάμπτω και αυτούς που λόγω κρίσης επέλεξαν να αλλάξουν γραμμή πλεύσης είτε εκλογικά είτε/και σε επίπεδο δράσης -κινηματικότητας και δίνω έμφαση σε αυτό που αποκαλώ -όχι κυριολεκτικά αλλά συμπτωματολογικά- “σχιζοφρενικό γκρουπ”.
Τολμώ αυτή την κατηγοριοποίηση γιατί παρατηρώ μία κοινή παθολογία. Πρόκειται για ένα κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας, θα τους κατέτασσα στην τέως μεσοαστική τάξη ,αποτελούμενο κατεξοχήν από ψηφοφόρους των επί δεκαετίες εναλλασσόμενων στην εξουσία κομμάτων (ΠΑΣΟΚ και ΝΔ), που συνειδητά έτρεφε το κατεστημένο. Κατεστημένο που και οι ίδιοι πλέον αποκαλούν σάπιο,μόνο και μόνο επειδή θίγονται προσωπικά. Μόνο γι’αυτό.
Βολεμένους δεν τους λες απαραίτητα μα και ούτε εξαθλιωμένους. Πρόκειται για ανθρώπους που ουδέποτε διαμαρτυρήθηκαν για τις κυβερνήσεις διαφθοράς – αντίθετα τις στήριζαν – ενδέχεται να επωφελήθηκαν από το πελατειακό κράτος και ταυτόχρονα απαξίωναν κάθε διεκδίκηση συλλογικού συμφέροντος, αντιμετωπίζοντας τις δράσεις και τις απόψεις όσων το έκαναν ως “δογματικές”,”περιθωριακές”,”μειοψηφικές” μπορεί και ένα είδος “φολκλορικού αριστερισμού”, με το οποίο απλώς γελούσαν περιπαιχτικά.
Τι συμβαίνει, όμως. όταν οι απόψεις αυτών που χλευάζονταν επιβεβαιώνονται και γίνονται πιο επίκαιρες από ποτέ; Πώς αντιδρούν τα άτομα της παραπάνω “κατηγορίας” μπροστά στο ξεγύμνωμα της λογικής τους, που από πλειοψηφική γίνεται μειοψηφική; Τι παθαίνουν όταν από πολλοί και “δυνατοί” γίνονται λιγότεροι και “ασθενέστεροι”;
Στο “σχιζοφρενικό αυτό γκρουπ” παρατηρείς ότι τα άτομα, αν και έχουν πληγεί από τις ακολουθούμενες πολιτικές, εξακολουθούν και εμμένουν με έναν αυτιστικό τρόπο να τις υποστηρίζουν έστω και υπό την έννοια της “με σφιγμένα δόντια” ανοχής. Παρέχουν λιγότερο ή περισσότερο χαμηλόφωνα ασυλία σε αυτούς που οδήγησαν την κατάσταση στο ιστορικό αυτό “χαμηλό”, διατεινόμενα μάλιστα πως μπορούν να αλλάξουν όσα εκείνοι με συνέπεια έστησαν. Φυσικά και γνωρίζουν πως κάτι τέτοιο είναι νομοτελειακά αδύνατον.
Οι αντιφάσεις στη συμπεριφορά και το λόγο αυτών των ατόμων είναι πολλές: Για παράδειγμα δεν διστάζουν την ίδια στιγμή που κόπτονται για τη νομιμότητα και τη Δημοκρατία (όταν αφορά κλείσιμο δρόμων από συγκεντρώσεις ή καταλήψεις κτηρίων, για τζαμπατζήδες του 1 και 20 κ.ο.κ) να κλείνουν τα μάτια μπροστά στο κουρέλιασμα του Συντάγματος, στις πράξεις νομοθετικού περιεχομένου, στον χουντοειδή αυταρχισμό του μαύρου στην ΕΡΤ, να σφυρίζουν αδιάφορα για την επιλεκτική τήρηση των νόμων υπέρ πάντα των ισχυρών ακόμα και να εθελοτυφλούν μπροστά στο προφανές αδιέξοδο των μνημονίων παρουσιάζοντάς τα ως “μόνη οδό”.
Σ’ ένα επόμενο στάδιο φαινομενικού παραλογισμού, οι αμετανόητοι αυτοί θεμέλιοι λίθοι της διάχυτης σαρανταετούς σαπίλας καταφέρονται με πρωτοφανές πάθος εναντίον εκείνων που δεν κυβέρνησαν ποτέ, των “μειοψηφικών αστείων”,που δεν συμμετείχαν σε καμία λίστα Χριστοφοράκου, καμία λίστα Λαγκάρντ, κανένα σκάνδαλο Βατοπεδίου. Ο ενοχικός τους οδοστρωτήρας ισοπεδώνει ως συνυπεύθυνους με περισσότερο μένος (!) εκείνους των οποίων την ύπαρξη αγνοούσαν μέχρι πριν λίγο.
Για ό,τι είπαν μα και ό,τι δεν είπαν. Για ό,τι έκαναν μα και ό,τι δεν έκαναν. Για ό,τι θα κάνουν μα και ό,τι δε θα κάνουν, αν και όταν βρεθούν στη θέση να το κάνουν.Ξεσκονίζουν αυτούς που πιστεύουν ότι έπονται για να δικαιολογήσουν αυτούς που προηγήθηκαν (και τους εαυτούς τους μαζί). Προφανές, θρασύτατο και εξοργιστικό.
Στο ανώτατο στάδιο της “διπολικής τους διαταραχής”, αν και προβοκατόρικα επιθετικοί απέναντι σε εκείνους που κάποτε απαξίωναν ως μηδενικού κοινωνικού ερείσματος, αισθάνονται “αδικημένοι” και “κατατρεγμένοι” όταν αντιλαμβάνονται πως η “κοινή λογική” που πίστευαν ότι πρέσβευαν με το επιχείρημα πάντα της ευρείας αποδοχής δεν τους ανήκει πλέον.
Τα ελάχιστα επιχειρήματά τους τελειώνουν, στην πραγματικότητα δεν υπήρξαν ποτέ,και χτυπημένοι από το σύνδρομο του Βασιλάκη Καϊλα, οι κάποτε αλαζονικοί αυτοί τύποι νιώθουν πως “φιμώνονται” Δ εν μπορούν να πιστέψουν πως απλώς η φωνή τους είναι τόσο αδύναμη και τόσο ασθενική. Κλαψουρίζουν σαν μυξιάρικα επικαλούμενοι τη Δημοκρατία, πάντα επιλεκτικά και πάντα μόνο εφόσον αυτή εξασφαλίζει τη δική τους ελευθερία.
Φυσικά και δεν πρόκειται για δισχιδείς προσωπικότητες αλλά για ανθρωπους που έμαθαν να εντάσσονται σε αγέλες τσανακογλυφτών και να συντάσσονται με τους άρχοντες,πιστεύοντας, συνήθως βλακωδώς, πως θα συντηρηθούν από αυτά που μάζεψαν ή από τα πεταμένα κόκαλα που ελπίζουν να ροκανίσουν.
Είναι οι πιο επικίνδυνοι από όλους. Γιατί αν οι εφοπλιστές έχουν απόλυτη συνείδηση της τάξης τους και υπεραμύνονται πολιτικών που συνθλίβουν την κοινωνική βάση, αυτοί επιλέγουν το ρόλο του θλιβερού υποτελή, που ποντάρει την επιβίωσή του όχι στην αλληλεγγύη προς τον όμοιό του αλλά στο θάνατό του – κυριολεκτικά και μεταφορικά- ελπίζοντας σε μία διεστραμμένη, μαυραγορίτικη αντίληψη εξαργύρωσης αυτής της συμμόρφωσης.
“Να αλλάξουν …”όλα” λοιπόν για να μην αλλάξει τίποτα (γι’αυτούς)”
Ισως τα παραπάνω να μοιάζουν αριστερίστικες ηθικολογίες και λαϊκισιμός για ορισμένους. Για κάποιους άλλους πάλι είναι πραγματικά ευτυχία να ανακαλύπτουμε ότι ανήκουμε ακόμα στο ανθρώπινο είδος και όχι σ αυτό των γλοιωδών ερπετών.
Της Γιώτας Ιωαννίδου, 23/8/2013