Πρόλογος: Όρια. Όρια. Όρια. Διεύρυνέ τα αλήτη εαυτέ…
Σχόλια/ Παρατηρήσεις:
Κανάλια. Ταξίδια. Νησιά.
Αρχικά, αρνούμαι να τη μοιραστώ με πασαλειμμένες ψάθινες σαγιονάρες
που έχουν ποτίσει με κάθε λογής λάδι και μόνη έννοια αποτελεί το πλατσούρισμα,
το μαύρισμα, άντε και το ντολμαδάκι της επιστροφής λόγω ανελέητης πείνας.
Έχω υπάρξει κι εγώ τέτοιου είδους καλοκαιρινό παπούτσι αλλά ακόμη και τότε,
το απέραντο μπλε κερδίζει την αμέριστη προσοχή μου.
Και με ρωτάει λοιπόν η μαμά, γιατί αγαπώ τη θάλασσα.
Βράδυ.
Νυχτώνει ξανά πάνω απʼτα κύμματά της.
Τα τακούνια στο ένα χέρι και το λευκό κρασί στο άλλο.
Βρίσκεις το ειδυλλιακό παγκάκι με θέα τον αγαπημένο σου βράχο,
κι απολαμβάνεις την ίδια υγρή κι ερωτική μελωδία..
Χρυσαφιές πιτσιλιές στο προσκεφάλι
κι άλλες τόσες που σε μαγνητίζουν στα νερά της.
Για να είμαι ειλικρινής, απόλυτα, δεν τη λατρεύω πάντα.
Όταν χαράζει κι ακόμα να φανείς, νιώθω να με πλακώνει η άβυσσός της.
Η μαγεία μασκαρεύεται σε παλιάτσο και δε μου φαίνεται καθόλου αστείο.
Γιατί μου το θύμισες μαμά;
Αλεξάνδρα Κόνιακ, 24/05/12