Γινόμαστε πνευματικά φτωχότεροι. Ο Καμπανέλης, ο Ρασούλης, τώρα ο Παπάζογλου. Η “γειτονιά των αγγέλων” γίνεται πλουσιότερη σε “μύθους” κι η δικιά μας καλή παρέα φτωχαίνει. Στερεύει σαν μια πέτρινη βρύση, που το νερό της έρχεται πια στη στέρνα όλο και λιγότερο.
Έχω την αίσθηση πως όλοι μας χτίζουμε στη ζήση μας τον προσωπικό μας μύθο. Κι από τους προσωπικούς αυτούς μύθους γνωρίζω πως θα ξεπηδήσουν οι νέοι “άγγελοι”, που θα έρθουν να δώσουν ζωή και πάλι στη δική μας γειτονιά. Αν ρίξουμε μια όχι και τόσο πρόχειρη ματιά πίσω μας, θα δούμε μια τεράστια γραμμή, σαν εκείνη τη γραμμή στο ποίημα “ΤΑ ΚΕΡΙΑ” του Καβάφη. Μια γραμμή από μορφές φτιαγμένες από εκείνο το μέταλλο τις αθανασίας. Μορφές οι οποίες μας κοιτάζουν κατάματα μέρα και νύχτα. Έτσι, θα κοιτάζουν κάποτε και κάποιοι από τη δική μας τη γενιά εκεί ψηλά στη “γειτονιά των αγγέλων, τους επόμενους που θα πιστεύουν πως οι γειτονιά τους έγινε φτωχότερη. Ορφάνεψε.
Είναι μια προσπάθεια εξαιρετικά δύσκολη. Επίπονη θαρρώ. Απαιτεί κόπο, μοναξιά, θυσίες, αγώνα, αλλά έτσι κατακτιέται το μέλλον. Και σίγουρα κάπου ανάμεσα σε όλους μας, θα υπάρξουν κι αυτοί που θα βάλουν τη δική τους σφραγίδα στην ιστορία. Ανεξήτηλα. Ίσως, να μας είναι ακόμα άγνωστοι, ξένοι, αλλά δεν είναι μακριά μας. Απαιτεί χρόνο κι από τους ίδιους, αλλά κυρίως από μας για να τους περιμένουμε εκεί που είναι ο τελικός προορισμός τους. Το σημαντικότερο που πρέπει να γίνει είναι να μη λησμονήσουμε ποτέ μας, ετούτες τις “άγιες” μορφές της ιστορίας μας, που μας κοιτούν κατάματα. Γι’α υτό και μας κοιτούν.
Η μεγαλύτερη ελπίδα τους για να “ζήσουν” είναι πως κανείς δεν τους ξεχνά. Εκείνοι, θα… κόβουν βόλτες μέσα στο DΝΑ μας. Στις καρδιές και τα μυαλά μας. Θα είναι ο Καβάφης, ο Σικελιανός, Ο Σεφέρης, ο Ελύτης, ο Μάνος, επιστήμονες, καλλιτέχνες, μουσικοί, ποιητές, λογοτέχνες, κάθε λογής άνθρωποι, που πίστεψαν στο όραμά τους. Ένας, ευτυχώς μακρασκελής κατάλογος, ίσως δίχως τέλος, από ανθρώπους που δεν γνωρίσαμε ποτέ, αλλά που να πάρει η οργή, τους κουβαλάμε πάνω μας σαν βαφτιστικά σταυρουδάκια, από μικρά παιδιά.
Είμαστε μια χούφτα ανθρώπων επάνω στον παγκόσμιο χάρτη, αλλά βάλτε για λίγο με το νου σας κάποια από αυτά τα λαμπρά ονόματα κι αναρωτηθείτε. Έγινε, τελικά φτωχότερη ή, μήπως να έγινε πλουσιότερη η γειτονιά μας;
Αυτά, λοιπόν, τα χρυσά σταυρουδάκια είναι που λάμπουν μεγαλόπρεπα στο φως του ήλιου της Ελλάδας και, δόξα τον Θεό, όλοι μας φορούμε κρεμασμένο από ένα στο στήθος μας.
Καλό ταξίδι, να ευχηθούμε και στους τρεις. Θα τους συναντήσουμε και πάλι. Για όσους έχουν χάσει ένα δικό τους πρόσωπο, είναι ξεκάθαρο, πιστεύω, πως το ταξίδι συνεχίζεται. Ο ίδιος ο Νίκος Παπάζογλου είχε αναρωτηθεί σε έναν στοίχο του: “μα γιατί το τραγούδι να ‘ναι λυπητερό;“. Την ίδια ακριβώς ερώτηση θα πρέπει να κάνουμε και στους εαυτούς μας.