11.3 C
Athens
Τρίτη, 18 Φεβρουαρίου, 2025

Who’s afraid of Virginia Woolf? Δέκα χρόνια μετά

Στη φαντασία μου, υπάρχει ένα είδος πόνου που μοιάζει με κούτσουρο φυτεμένο βαθιά σε έναν άδειο εσωτερικό χώρο. Το κούτσουρο αυτό έχει πολλούς διαφορετικούς ρόζους. Ένας από αυτούς είναι η πικρία. Και η φύση της είναι κανιβαλιστική.

Η μεταφορά του έργου του Edward Albee «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ» σε σκηνοθεσία James MacDonald έκανε πρεμιέρα στις 9 Μαρτίου στο θέατρο Harold Pinter του West End, με την Imelda Staunton στον κεντρικό ρόλο της Martha. Η βραβευμένη με τα βραβεία Olivier και Bafta ηθοποιός είναι γνωστή στην Ελλάδα για το ρόλο της ως κακιά  «ροζ» κυρία Dolores Umbridge στις ταινίες του Harry Potter. Δίπλα της παίζουν οι Conleth Hill στο ρόλο του George, και οι Imogene Poots και Luke Treadway στους ρόλους των ανυποψίαστων καλεσμένων Honey και Nick, που περνούν μία εξαντλητική βραδιά γεμάτη αλκοοόλ, θυμό και επιθυμίες στο σπίτι του ζευγαριού, των οποίων η συμβίωση είναι μία διαρκής πάλη.

Η σκηνοθετική προσέγγιση είναι ένα καλό παράδειγμα ρεαλισμού, με τη σκηνογραφία να αναπαριστά με άψογη λεπτομέρεια ένα μεσοαστικό σπίτι σε ένα Αμερικάνικο προάστιο της δεκαετίας του 1960, ενώ ο φωτισμός και τα κοστούμια αναδεικνύουν τα ποιητικά στοιχεία του έργου. Αυτό όμως που πραγματικά κλέβει την παράσταση είναι οι ερμηνείες των δύο κύριων πρωταγωνιστών. Επικοινωνούν με γλαφυρότητα το ψυχικό ταξίδι των δύο χαρακτήρων στη διάρκεια της βραδιάς- αλληγορίας της ζωής τους. Αντιμετωπίζουν με θάρρος τη μεταξύ τους σχέση, αλλά και τον εσωτερικό αγώνα με τα «τέρατά» τους. Ιδιαίτερα η Imelda Staunton είναι εξαιρετικά γενναιόδωρη με το κοινό. Γεμίζει με την παρουσία της το θέατρο των σχεδόν 800 θέσεων, ώστε ακόμα και ο θεατής του τέταρτου διαζώματος μπορεί να βλέπει το πρόσωπό της και να ακούει τον κάθε της ψίθυρο.

Εκείνο όμως που μου έμεινε περισσότερο από την παράσταση σχετίζεται με το προσωπικό μου ταξίδι σε σχέση με το έργο. Η πρώτη φορά που ασχολήθηκα με το τρίπρακτο ήταν δέκα περίπου χρόνια πριν, ως δευτεροετής σπουδάστρια στη Δραματική Σχολή Εμπρός, σε διδασκαλία Γιάννη Μόσχου. Το έργο κουβαλάει για εμένα κάποια από τη μαγεία των μυστηρίων που ανακαλύπτει μια νέα ηθοποιός. Ως άνθρωποι είκοσι χρονών, προσεγγίζαμε την πικρία των χαρακτήρων με αθωότητα και την ερμηνεύαμε υποκριτικά μάλλον ως ειλικρινές ξέσπασμα, με την ανακούφιση που φέρνουν τα δάκρυα. Στην παράσταση του MacDonald, οι πρωταγωνιστές που είναι πιο κοντά στην ηλικία των σαράντα με πενήντα χρόνων των χαρακτήρων, φέρουν την πικρία ξερά. Έχουν μάθει να ζουν με αυτή και δεν έχουν δάκρυα να τη λιώσουν. Πότε σταματάμε να προσπαθούμε να διώξουμε τον πόνο και πότε συμβιβαζόμαστε με την παρουσία του; Και παρόλο που ίσως μοιάζει με ήττα, μήπως είναι ένα άλλο στάδιο ενηλικίωσης;

Στη Δραματική Σχολή μιλούσαμε για καιρό για την παρουσίαση του «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ». Ήταν πολύ συγκινητική. Αν και δεν είμαι σίγουρη αν είναι οδηγία του συγγραφέα, οι πρόβες με το Γιάννη Μόσχο, που με υπομονή και ευαισθησία κατηύθυνε τους σπουδαστές, κατέληξαν στην ίδια σκηνική εικόνα με την οποία κλείνει τώρα η παράσταση στο West End. Το ζευγάρι των Martha και George να κρατιέται σφιχτά από το χέρι, εκπέμποντας -κάποιου είδους- αγάπη.

Αφιερώνω το άρθρο στο Γιάννη Μόσχο, στους Μάρθα-Τζωρτζ-Χάνυ-Νικ Μαρία Κορονιώτη, Βασιλική Σουρρή, Αντώνη Αντωνόπουλο, Θάνο Παπακωνσταντίνου, Ελίνα Ρίζου, Νεφέλη Ανανιάδη, Δημήτρη Καραντζά, Σπύρο Τσίκνα, και σε όλους τους σπουδαστές της Δραματικής Σχολής Εμπρός.

Από τη Δήμητρα Μπάρλα, 15/03/2017 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

Σχετικά Άρθρα

Τελευταία Άρθρα