Η Γαλάτεια Καζαντζάκη, πρώτη σύζυγος του Νίκου Καζαντζάκη και αδελφή της Έλλης Αλεξίου, υπήρξε μια συγγραφέας που με το έργο της τάραξε τα νερά της εποχής της, προβάλλοντας ένα νέο πρόσωπο και πρότυπο για τη σύγχρονη γυναίκα, βαθιά κοινωνικοποιημένο και χειραφετημένο.
Στη νουβέλα της “Γυναίκες” είναι διάχυτη η αγωνία της, για τη μοίρα της γυναίκας στην κοινωνία, μια μοίρα που αν και την έχει προκαθορίσει ένα αρτηριοσκληρωτικό, βαθιά συντηρητικό σύστημα, ωστόσο αποτυπώνεται και η ίδια η προσωπική ευθύνη της γυναίκας για την παράδοσή της ή αντίστασή της σε αυτό.
Πέντε διαφορετικοί τύποι γυναικών, από την κοκέτα μέχρι την ενταγμένη στους κοινωνικοπολιτικούς αγώνες της εποχής, από τη νοικοκυρά μέχρι την “ελευθέρων ηθών”, την εύθραυστη ή τη δυνατή, τη συμβιβασμένη ή την αδούλωτη, όλες από την ίδια αφετηρία, μια και είναι αδελφές, και όλες τόσο διαφορετικές μεταξύ τους, συνιστούν τις ηρωίδες της νουβέλας.
Είναι ξεκάθαρη η πρόθεση της συγγραφέως, να καταδείξει πως ο όρος Γυναίκα δεν έχει μία και αυτούσια έννοια και σημασία, αλλά τελικά ποικίλει και διαφέρει από τα “θέλω”, τις προτεραιότητες και τις αξίες του κάθε προσώπου ξεχωριστά. Έτσι, ο μύθος και το στερεότυπο του γενικώς και αορίστως “αδύναμου φύλου” καταρρίπτεται παταγωδώς. Όλα τελικά είναι ζήτημα επιλογής και στάσης απέναντι στη ζωή.
Ο Πέρης Μιχαηλίδης, κινήθηκε με επιτυχία σε αυτήν την πρόθεση της συγγραφέως.
Τοποθέτησε τις πέντε αδερφές, σε απόσταση τη μία από την άλλη, αλλά με μια αίσθηση του κοινού περιβάλλοντος. Ένα τραπέζι κουζίνας που ψήνεται ο καφές, γίνεται το κέντρο της σκηνικής δράσης και ένας εξαιρετικός συμβολισμός του άμβωνα της προσωπικής εξομολόγησής τους.
Οι πέντε αδερφές είναι μόνες και μαζί. Συνομιλούν, συμφωνούν, συγκρούονται και διαφωνούν, αγαπιούνται και τσακώνονται μέσα από τους μονολόγους τους. Η μορφή επιστολογραφίας του κειμένου, ξεφεύγει από την απλή αφήγηση και προβάλλει πλέον σαν ένας διαρκής ζωντανός διάλογος για τα γιατί και τα πώς της κάθε μίας. Σωματική επαφή δεν υπάρχει μεταξύ τους. Είναι ο λόγος τους, που ο ένας της καθεμιάς συναντά τον άλλο , δημιουργώντας τη θεατρική πράξη.
Η Βιβή Τάγαρη, η Κατερίνα Σουλη, η Δώρα Χάγιου, η Βασιλική Σαραντοπούλου και η Δήμηρα Μπάσιου ανταποκρίνονται πλήρως σε αυτήν την βαθιά εξομολογητική ατμόσφαιρα. Η συμβιβαστική και βασανισμένη Αίμη, η πλούσια εγωκεντρική Φανή, η πολιτικοποιημένη αγωνίστρια της Αριστεράς Νίνα, η “ελαφριά” και αριβίστρια Καίτη, η ρομαντική, εύθραυστη και φυματική Άννα, η καθεμιά τους και μια ξεχωριστή “αγιογραφία” τοποθετημένες όλες στο ίδιο τέμπλο του ναού “Γυναίκα”.
Η Έλσα Στουρνάρα τις συνοδεύει μουσικά παίζοντας ζωντανά ακορντεόν, συμβάλλοντας στη δημιουργία μιας βαθιάς συγκινητικής ατμόσφαιρας.
Το σημαντικό στοιχείο της παράστασης (και βεβαίως και της νουβέλας) είναι πως λέξη τη λέξη και λεπτό το λεπτό ο θεατής συνειδητοποιεί ότι 85 χρόνια μετά, τίποτα δεν έχει αλλάξει: είναι μια παράσταση που φέρει τους ίδιους σύγχρονους προβληματισμούς για τη θέση της γυναίκας. Ίσως η μορφή να έχει αλλάξει, αλλά η ουσία και ο διάλογος παραμένει πάντα ο ίδιος. Και αυτό μάλλον, δεν προσμετράται στα θετικά της κοινωνίας και του πολιτισμού μας.
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΕΔΩ
γράφει ο Κώστας Ζήσης 18/3/2018