Ο Άρης Ασπρούλης και η Ιόλη Ανδρέαδη επεξεργάζονται δραματουργικά ένα θεατρικό έργο του T. S. Eliot γραμμένο λίγα χρόνια πριν ξεσπάσει ο Β Παγκόσμιος πόλεμος (“Murder in the Cathedral” ο πρωτότυπος τίτλος), βασισμένοι στην εμβληματική μετάφραση του Γιώργου Σεφέρη και το μετατρέπουν σε ένα ρεσιτάλ για δύο υποκριτές: τον Γιώργο Νανούρη, αυτόν τον άνθρωπο που επιστρέφει (Θωμάς Μπέκετ, το όνομά του) και τη Ρούλα Πατεράκη η οποία συγκεντρώνει στο πρόσωπό της ως Γυναίκα όλους τους υπόλοιπους ήρωες του έργου, και οι δύο μέσα σε μια μοναδικής πυκνότητας ποιητικό λόγο και με υψηλής αισθητικής σκηνική παρουσία.
Το εγχείρημα πολλαπλά δύσκολο, μιας και έχουμε να κάνουμε με ένα κείμενο εξαιρετικά λυρικό σχεδόν μουσικά αναγνωσμένο, με νοήματα που δεν είναι φανερά, αλλά απαιτούν κοπιαστική εξόρυξη για να έρθουν στο φως, ένα πικρό σκωπτικό σχόλιο για τον άνθρωπο και τη διαδρομή και ιστορία του στον κόσμο.
Η σκηνοθεσία της Ιόλης Ανδρεάδη, πιστή στα μηνύματα και στην ιστορικότητα του έργου, βασίζεται στο εξαιρετικό εύρημα της αγαλματοποίησης και ηρωοποίησης του Θωμά Μπέκετ: ο ήρωας μετατρέπεται σιγά-σιγά σε ήρωα-άγαλμα απο τα χέρια της Γυναίκας, από τα χέρια όλων των ανθρώπων που ήρθαν σε επαφή μαζί του, που τον προσδοκούν, τον εμπιστεύονται, τον αγαπούν, τον μισούν, τον σκοτώνουν. Επιλέγει μέσα από τη στατικότητα των δύο προσώπων (στέκονται και οι δύο σχεδόν ακίνητοι, εκτελώντας μόνο τις απαραίτητες κινήσεις έκφρασης της αγαλματοποίησης ) να αναδείξει την εσωτερικότητα των διαλόγων που ουσιαστικά πρόκειται για μονόλογους συνείδησης και την ψυχική διάσταση των ηρώων. Το κλείσιμο της παράστασης με τον ύμνο του Κόκκινου Στρατού, είναι ανατριχιαστικό. Η Ιόλη Ανδρέαδη και ο Άρης Ασπρούλης κλείνουν πονηρά το μάτι στην ιστορία, αποτίοντας φόρο τιμής σε ανθρώπους που τίμησαν τα ιδανικά τους, δείχνοντας το δρόμο της αφοσίωσης και της πίστης.
Το σκηνικό περιβάλλον της Δήμητρας Λιάκουρα ανάλογο του κειμένου: μυστικιστικό, υποβλητικό, με κρύσταλλα βιτρό να δημιουργούν την ιδανική ατμόσφαιρα να “κοινωνήσεις” το κείμενο ακριβώς σαν Θεία Μετάληψη.
Η Ρούλα Πατεράκη, θα τολμήσω να πω, καταθέτει ίσως την σπουδαιότερη υποκριτική ερμηνεία της σαιζόν που διανύουμε και μια από τις σημαντικότερες της καριέρας της: O λόγος, εκφέρεται με μοναδική χροιά από τα χείλη της, χρωματισμένος ιδανικά σε όλες τις εκφάνσεις του. Οι κινήσεις των χεριών της, “κεντάνε” και ζωγραφίζουν στον αέρα τις εικόνες των λέξεων, διαχέοντας σε όλη την ατμόσφαιρα, με ανατριχιαστική ακρίβεια, τα νοήματα τους. Είναι μια ερμηνεία, που πραγματικά σε κυριεύει, είναι η ίδια μια παρουσία που επιβάλλεται δυναμικά σε όλη την έκταση της σκηνής είτε κάθεται στα πόδια του Θωμά, είτε ορθώνεται σαν Μαύρος Άγγελος/φονιάς είτε όταν στέκεται στη μια άκρη της, παρακολουθώντας σιωπηλή τον μονόλογο του Γιώργου Νανούρη.
Ο Γιώργος Νανουρης, από την άλλη, μεταφέρει στην σκηνή ιδανικά την ίδια την αμηχανία, τη σεμνότητα και ταπεινοφροσύνη του ήρωά του. Κοιτά χαμηλά, μιλάει σχεδόν αδύναμα και ψιθυριστά στην αρχή, κηρύττει με θρησκευτική αφοσίωση και φλόγα τον τελευταίο του μονόλογο, δέχεται στωικά το πεπρωμένο του, εμμένοντας πεισματικά στα πιστεύω του
Αυτή η μεγάλη σκηνική και υποκριτική αντίθεση ανάμεσα στους δύο ηθοποιούς, είναι προφανώς και ένα στοιχείο της σκηνοθεσίας της Ιόλης Ανδρέαδη, σε μια πολύ επιτυχημένη επιλογή των ηθοποιών της για την ανάδειξη των αντιθέσεων του έργου.
Συνοπτικά, δεν είμαι σίγουρος αν η παράσταση αναταποκρίνεται επακριβώς στο φετινό “σύνθημα” του Θεάτρου Τέχνης “δε θέλω τίποτε άλλο, παρά να μιλήσω απλά”, μιας και στο σύνολό της, δεν είναι ούτε απλή ούτε εύπεπτη. Είναι όμως βέβαιο ότι πρόκειται για μια υψηλής, υψηλότατης αισθητικής παράσταση, και ακόμα πιο σίγουρο ότι είναι μια παράσταση καλλιτεχνικών, σκηνοθετικών και στην περίπτωση της Ρούλας Πατεράκη, εξαιρετικών υποκριτικών αξιώσεων και αποτελέσματος .
γράφει ο Κώστας Ζήσης
φωτο Σταύρος Χαμπάκης